Γράφει ο Ευάγγελος Βογιατζης
Η «πετριά» της φιλαναγνωσίας είναι μια έξη επίκτητη που καλλιεργείται κατά κανόνα από τα πρώτα παιδικά χρόνια έως και τα ύστερα νεανικά το αργότερο καθώς στην περίοδο της ωριμότητας ή της μέσης ηλικίας οι πάσης φύσεως υποχρεώσεις πληθαίνουν και ο διαθέσιμος χρόνος συρρικνώνεται, ενώ όταν τα μεγέθη αυτά αρχίζουν να αντιστρέφονται όσο μεγαλώνει κανείς δεν τον βοηθούν πια τα κουράγια που φθίνουν όπως και οι νοητικές του δυνάμεις που εξασθενούν.
Και είναι βέβαια επίκτητη αφού προφανώς κανείς μας δεν ήρθε σ’ αυτό τον κόσμο με ένα βιβλίο στα χέρια του να διαβάζει. Όσοι βρέθηκαν και παρέμειναν στην σαγηνευτική δίνη της βιβλιοφιλίας είτε είχαν γονείς με πνευματικά ενδιαφέροντα, είτε ο δρόμος τους διασταυρώθηκε με φωτισμένους δασκάλους, εντός ή τις περισσότερες ίσως φορές εκτός σχολείου οι οποίοι τους ενέπνευσαν, ή έλαβαν γνώση με κάποιον τρόπο οι ίδιοι ορισμένων σπουδαίων κείμενων που τους κέντρισαν το ενδιαφέρον και τους συνεπήραν.
Ως προς τη σημασία του «timing» στο ειδύλλιο μεταξύ αναγνώστη και βιβλίου είναι φανερό ότι άλλη διακριτικότητα έχει κάποιο κλασικό αριστούργημα της λογοτεχνίας σε έναν έφηβο, για παράδειγμα, με την ευαισθησία, το οργιώδες φαντασιακό και την ψυχική διαπερατότητα που τον διακρίνουν και άλλη σε έναν μεσήλικα με τα φίλτρα, τις φραγές και τις προκατασκευασμένες αντιλήψεις που έχει διαμορφώσει. Θα αντέτεινε ίσως κάποιος ότι κάθε τόσο βλέπουμε ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας να μελετούν, να μπαίνουν σε σχολές και να κάνουν συστηματικές σπουδές για τη λήψη κάποιου πτυχίου, ωστόσο η ενασχόλησή τους αυτή έχει συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα που εκτείνεται έως την ολοκλήρωση του κύκλου των διδασκόμενων μαθημάτων και βέβαια είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την φιλαναγνωσία ως στάση ζωής γενικότερα.
Όσοι στα νιάτα μας αφιερώσαμε – σπαταλήσαμε θα μας έψεγαν ενδεχομένως ορισμένοι – χρόνο και επιδοθήκαμε στην «ασωτία» της ανάγνωσης των μυθιστορημάτων του Ντοστογιέφσκι, ας πούμε, καταγοητευμένοι από τις αποκοτιές των αθάνατων ηρώων του, έχουμε νομίζω την αίσθηση ότι πολύ δύσκολα αυτά θα «έγραφαν» το ίδιο μέσα μας αν διαβάζονταν σε κάποια άλλη μεταγενέστερη φάση της ζωής μας. Γι’ αυτό και στις περιπτώσεις που θα εξαφθεί νωρίς ένα τέτοιο πάθος ανάγνωσης, ακόμη και αν ο φορέας αυτού του πάθους μεγαλώνοντας είναι «πνιγμένος» σε χίλιες δυο έγνοιες βιοπάλης, θα φροντίσει παρόλα αυτά να βρει έστω και λίγο χρόνο για να διαβάσει ώστε να συντηρήσει αυτή την φλόγα μέσα του.
Με όσα επισημάνθηκαν παραπάνω νομίζω προκύπτει ότι η αγάπη για το βιβλίο όταν δεν εκδηλώνεται ως μια πηγαία ροπή αναζήτησης και δεν αποτελεί βαθιά εσωτερική ανάγκη μοιάζει θα λέγαμε χαριτολογώντας με γάμο που προέρχεται από συνοικέσιο και όχι από έρωτα. Γι’ αυτό και νιώθω αμήχανα πάντα όταν γίνεται λόγος για λίστες προτεινόμενων βιβλίων από εκπομπές ή από στήλες βιβλιοκριτικής ή όταν με ρωτούν τι θα συνιστούσα εγώ να διαβάσει κάποιος άλλος.
Όσο κατηρτισμένος κι αν είναι κανείς και όσο καλή διάθεση κι αν έχει να κατατοπίσει τον ενδιαφερόμενο που ρωτά «τι να διαβάσω;» είναι σαν εκείνος να ζητά να του συνταγογραφηθούν μικροποσότητες ετοιματζίδικης τυποποιημένης γνώσης «φορώντας» ουσιαστικά «καπέλο» τα γούστα και τις ιδιαίτερες προσωπικές προτιμήσεις ενός άλλου ανθρώπου. Ασφαλώς σε κάποιο βαθμό μπορεί και να αποδεικνύονται χρήσιμα και αφυπνιστικά τέτοιου είδους ερεθίσματα και κατευθύνσεις που μπορεί να δίνονται αλλά αν δεν λαχτάρας ο ίδιος να γευτείς αδιαμεσολάβητα τα οφέλη της τριβής με τον γραπτό λόγο και να βρεις αυτά που σε εκφράζουν και «κουμπώνουν» ακριβώς στη συνείδησή σου, νιώθοντας την ασύγκριτη αυτή χαρά της ανακάλυψης, δεν έχει νόημα ό,τι και να σου υποδείξει κάποιος, όσο ιδιοσυγκρασιακά κοντά σου κι αν βρίσκεται.
Το διάβασμα είναι σίγουρα μια εσωτερική διαδρομή αυτογνωσίας και γι’ αυτό συνιστά μια άσκηση κατά βάση μοναχική. Δεν έχουν άδικο εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τα βιβλία είναι καθρέφτες που μέσα τους βλέπει κανείς τελικά ό,τι έχει ήδη μέσα του.
Η φιλαναγνωσία ως εσωτερική ανάγκη