Γράφει ο Φώτης Καρύδας
Δημοσιογράφος – Αναλυτής
Οι εξελίξεις στο χώρο του Κινήματος Αλλαγής συμπίπτουν με μια ευρύτερη κινητικότητα στο κομματικό σκηνικό. Η πολιτική γεωγραφία παρουσιάζει εδώ και αρκετό καιρό σημαντικές μεταβολές οι οποίες δεν έχουν πάρει ακόμη την οριστική τους μορφή αλλά σίγουρα είναι ενδιαφέρουσες και ενδεχομένως να αποδειχθούν απρόβλεπτες.
Πολλές από τις παραδοσιακές σταθερές της μεταπολιτευτικής περιόδου έχουν αποδυναμωθεί ή και χαθεί στη δίνη των ανακατατάξεων που προκάλεσε κυρίως η τελευταία δεκαετία στον τόπο μας. Νέα πολιτικά και κοινωνικά ερωτήματα έχουν γεννηθεί και διαφορετικές συντεταγμένες επικαθορίζουν τις απαντήσεις που απαιτούν οι καινούργιες εποχές και ανάγκες.
Παρά τις αλλαγές, η συζήτηση για το ρόλο του Κέντρου δεν έπαψε ποτέ να βρίσκεται στο επίκεντρο, με τις όποιες προσαρμογές και ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες. Στην πρώτη μεγάλη περίοδο το Κέντρο είχε σχεδόν αποκλειστικά πολιτικά χαρακτηριστικά φορτισμένα από τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Γι αυτό και οι κομματικές εκφράσεις του χώρου απορροφήθηκαν σχετικά εύκολα και γρήγορα μετά το 1974 – αφενός (και κατά κύριο λόγο) από τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή και αφετέρου από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου- όταν επέστρεψε η πολιτική ομαλότητα στον τόπο.
Η μάχη για την κυριαρχία στο Κέντρο πήρε άλλο περιεχόμενο από την δεκαετία του 1990. Περισσότερο κοινωνικό και οικονομικό. Ο «ενδιάμεσος» ή «μεσαίος χώρος», όπως μάθαμε να τον αποκαλούμε σωστότερα, απλώθηκε σε ευρύτερα στρώματα της μεσαίας τάξης, των επιστημόνων, των επαγγελματιών που χωρίς να κυριαρχούνται από τον κομματικό φανατισμό του παρελθόντος είχαν πια ως προτεραιότητα την ανάπτυξη και ευημερία, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και τη βελτίωση της καθημερινότητας, την προώθηση μεταρρυθμίσεων, την εμβάθυνση της δημοκρατίας και την καλύτερη λειτουργία των θεσμών.
Στο εκλογικό σώμα και στο πλαίσιο του μεταπολιτευτικού δικομματισμού, ο χώρος αυτός απέκτησε ρυθμιστικό ρόλο καθώς γέρνοντας προς τη μια ή την άλλη πλευρά μπορούσε και έδινε την κρίσιμη, έστω και οριακή, διαφορά για τη νίκη στην κάλπη.
Στην τρίτη και μεγάλη περίοδο, τη λεγόμενη «μνημονιακή», που ξεκίνησε από το 2010, είδαμε σημαντικές μετακινήσεις εκλογικών πληθυσμών οι οποίες έπληξαν κατά κύριο λόγο το ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως όμορος χώρος εκμεταλλεύθηκε αυτή την κρίση στα χρόνια της ακραίας αντιπολίτευσης, αλλά δεν κατάφερε κατά την περίοδο της διακυβέρνησης 2015-19 να εκφράσει τα τμήματα εκείνα του «κεντρώου» χώρου που είχαν στεγαστεί επί μακρόν στο ΠΑΣΟΚ. Τα μυθεύματα εκείνης της περιόδου έπεσαν σαν χάρτινοι πύργοι.
Αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια είναι ένας σκληρός «αδελφοκτόνος» πόλεμος ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ για το ποιος θα κυριαρχήσει στο κέντρο του πολιτικού φάσματος. Μαλώνουν όμως σε ξένο αχυρώνα πλέον…
Για το ΠΑΣΟΚ, είναι γεγονός ότι η Φ. Γεννηματά -προς την οποία οι ευχές όλων για ταχεία ανάρρωση είναι αυτονόητες και ειλικρινείς- μπόρεσε με την παρουσία της, ύστερα από τους κραδασμούς της πρώτης περιόδου, να επιτύχει μια σταθεροποίηση. Για άλλους, «εντός των τειχών», ικανοποιητική, για άλλους όχι. Αυτό που αντικειμενικά παρατηρείται πάντως είναι ότι το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν μπορεί να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του παρελθόντος ως μεγάλη πολιτική δύναμη ((και) με κεντρογενείς καταβολές. Κάθε τι άλλο, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση.
Αν για το πρώην ΠΑΣΟΚ και νυν ΚΙΝΑΛ ο κύκλος αυτός έκλεισε, για τον ΣΥΡΙΖΑ μπήκε “λουκέτο” πριν καν ανοίξει. Εντελώς οπορτουνιστικά, κατά την αριστερή ορολογία (…), ο κ. Τσίπρας νόμισε ότι μπορεί να πατήσει σε δύο βάρκες, όταν λόγω συγκυριών το κόμμα του ξέφυγε από τα μονοψήφια ποσοστά φθοράς και αφθαρσίας. Είναι όμως γνωστό το συμβαίνει τελικά σε αυτές τις περιπτώσεις.
Ο έτερος μύθος που καλλιεργήθηκε, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εκτείνεται πλέον από τα αριστερά μέχρι το κέντρο, διαλύεται καθημερινά ολοένα και περισσότερο. Ύστερα μάλιστα από την εκλογική κατάρρευση του 2019, ο τρόπος που ασκεί την αντιπολίτευση δεν είναι απλώς αλλοπρόσαλλος. Δείχνει ότι οι ιδεολογικοπολιτικές ρίζες και εμμονές βρίσκονται στο DNA του και κάθε φτιασίδωμα που επιχειρείται δεν κρατάει για πολύ.
Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι τα δύο τελευταία χρόνια η δημοσκοπική πορεία του –αν και αντιπολίτευση εν μέσω ιδιαίτερα δύσκολων προβλημάτων για την κυβέρνηση- είναι φθίνουσα. Αυτό επιβεβαιώνει ότι το ποσοστό των εκλογών δεν ήταν το ποτήρι που έμενε μισογεμάτο αλλά το ποτήρι που άρχισε να αδειάζει. Αποτέλεσμα αυτού του αδιεξόδου είναι η εναγώνια προσπάθεια να μετατρέψει το ΚΙΝΑΛ σε δορυφόρο για να του (παρα)δώσει περισσότερο κι από την όποια εκλογική δύναμη τη σφραγίδα της κεντροαριστεράς. Στο ανώτερο στάδιο του σοσιαλισμού, οι «Πινοσέτ» και «Τσολάκογλου» γίνονται «σύντροφοι» και «συναγωνιστές»…
Οι τεχνητές συγκολλήσεις και τα συνοικέσια όμως βρίσκονται μακριά από τις αυθεντικές διεργασίες. Η ίδια η ζωή και η κοινωνική πραγματικότητα έχουν αποδείξει ότι όλες οι ζωντανές δυνάμεις της δημιουργίας και της μετριοπάθειας, του προβληματισμού και των ανοικτών οριζόντων, του ορθολογισμού και της ευθύνης έχουν βρει τον προσανατολισμό τους και έχουν κάνει τις επιλογές τους.
Την ώρα που πίσω από τις κλειστές σκοτεινές πόρτες των μηχανισμών αναζητούνται αριθμητικά αθροίσματα, υπό το φως της αλήθειας διαμορφώνονται πλατιές κοινωνικές συμμαχίες οι οποίες έχουν επιτρέψει στη ΝΔ να αποτελεί την πιο μεγάλη, την πιο σταθερή παράταξη που καλύπτει πλέον ολόκληρο τον χώρο ανάμεσα στην δεξιά και στο προοδευτικό κέντρο.
Μάλιστα οι υπερβάσεις των τυπικών κομματικών ορίων που έχουν σημειωθεί, ειδικά τα τελευταία χρόνια υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, έχουν δώσει στη ΝΔ εμφανή ιδεολογική ηγεμονία και πολιτική κυριαρχία. Κι αυτό εξηγεί γατί δύο και πλέον χρόνια μετά τις εκλογές διευρύνει την απήχηση και ενισχύει τα ποσοστά της, υπό συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες και αντίξοες…