Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Σωρός και Σωροτζίκος

Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης

Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλόλογων

Συλλογέας

Μπροστά στο τζάκι θα σας πω

μεγάλο παραμύθι,

που ψέματ’ αλήθεια ’δώ σε μας,

στον τόπο μας, ’γεννήθη.

Χιλιάδες χρόνια πέρασαν

ο κόσμος μπρος οδεύει

και άλλα σπουδαία τον τραβούν,

σ’ αυτά χαρά γυρεύει˙

για τούτο θέλω προσοχή,

παιδιά, σε μένα δώστε,

τα λόγια, που λέω αποψινά,

από τα χρόνια σώστε.

Πάνε πολλά χρόνια τώρα, όταν την παλιά εποχή εκεί δα κοντά στις ελιές του Λογοθέτη προς τη μεριά της Φλιέγας1 ήταν ένα μεγάλο χωριό αρχαίο, το Άθμονο. Ήτανε πλούσιο χωριό το Άθμονο. Μάζευε πολύ κόσμο˙ όλοι ζητούσαν να φτάσουν εδώ, ν’ ανασάνουν τον καθαρό αέρα του και να δροσιστούν με το «θαραπευτικό», ιαματικό νερό του.

Είχε δεντρά2, δάσος, αμπέλια πολλές ντράφες3, καρπικές δαμασκηνιές, φραχτικές φραγκοσυκιές, γλυκύκαρπες κερασιές, συκοκαρυδιές, που γέρναν τα κλαδιά τους από το βάρος, γίδια, πράτα4, βόδια, στάνες, πηγάδια ολόχτιστα, στέρνες με ψημένα, χτισμένα τούβλα στα καμίνια με καπνό από φωτιά πευκοβελόνας και τι άλλο να πρωτοθυμηθώ, γη ευλογημένη της επαγγελίας του Θεού από τα Σίδερα5 μέχρι τον Αη Γιάννη τον Πέληκα, τις Καμάρες, τα Μελίσσια, τον Γκαρηττό, το Κοντόπευκο6 και του Κορού7˙ γη χαρά των πατέρων μου δική μου και αύριο δική σας, χαρά Θεού χώρα -παιδιά μου.

Στο μεγάλο κάμπο, το διάπλατο, στο φωτερό από τον ήλιο του μεγάλου χωριού μας, το Άθμονο, έγινε πολύ παλιά μια μεγάλη μάχη, που κολύμπησε το βουβάλι στο αίμα. Σκοτώθηκαν πολλά παλικάρια. Πολέμησαν μεταξύ τους δύο αντίμαχοι στρατοί και μάλιστα συγγενήδες, παλληκάρια να σας χαρώ, ίσαμε τα κυπαρίσσια ψηλά, ο Θησέας και ο Πάλλαντας. Αυτοί ήτανε θείος και ανιψιός. Θέλαν και οι δυο να γενούν βασιλιάδες της Αθήνας. Τότε βασιλιάς ήτανε ο Αιγέας.

Ο Θησέας ζητούσε το μερίδιό του γι’ αυτήν, το ίδιο και ο Πάλλαντας. Ο Αιγέας είχε μεγάλη αδυναμία και στους δυο.

Κάποια μέρα λοιπόν ο Αιγέας, που πήγαινε να συναντήσει τα καράβια του στο Σούνιο πέρα μακριά από την Αθήνα και ήταν κοντά του ο Πάλλαντας, έδωσε σ’ αυτόν προσωρινά το δαχτυλίδι της εξουσίας. Όμως ο Αιγέας δε γύρισε πίσω στην Αθήνα˙ γιατί ένα κύμα θεόρατο τον άρπαξε από την ακτή και τον έπνιξε στη θάλασσα. Έτσι ο Πάλλαντας κυριάρχησε στην Αθήνα γιατί είχε το δαχτυλίδι. Ο Θησέας είχε πάει στην Κρήτη και όταν γύρισε, έμαθε τι είχε γίνει˙ τότε άρχισε ένας καβγάς, που ξέσπασε σε πόλεμο. Ο ένας ενάντια στον άλλο˙ μια φαγωμάρα χωρίς τέλος.

Η Αθήνα τελικά έγειρε με το μέρος του Θησέα, γιατί είχε όλους τους ντόπιους με το μέρος του. Μα το δακτυλίδι; Το δαχτυλίδι της εξουσίας το είχε ο Πάλλαντας.

Ο Πάλλαντας γύρισε στην Παλλήνη που ήταν στα βορειοανατολικά της Αθήνας και οργάνωσε το στρατό του, καμαρώνοντας για την κυριαρχία του στην περιοχή, μιας που ήταν κληρονόμος αυτός γιατί είχε το δαχτυλίδι και γύριζε στα χωριά καμαρωτός πάνω στο άλογό του και διαλαλούσε την εξουσία του.

Μια φορά το λοιπόν ντάλα καλοκαίρι κουράστηκε ο Πάλλαντας από τα γυροβόλια στα χωριά και ήθελε να ξεκουραστεί˙ τράβηξε λοιπόν προς τη Βραώνα να νιφτεί στο νερό του ποταμού, που έσμιγε παγωμένο με τη θάλασσα.

Όταν όμως βγήκε από το νερό κρυσταλλιασμένος, είδε πως το δαχτυλίδι του Αιγέα έλειπε από το δάχτυλό του.

Στενοχωρήθηκε˙ ζήτησε από τους φαντάρους του να ψάξουν˙ τίποτε! Η θάλασσα το είχε καταπιεί.

Σωροτζίκος (δεν υπάρχει πια)
Σκαρίφημα: Δημ. Μασούρη

Εκείνες τις μέρες θαρρώ πως ήταν, που γύρισε ο Θησέας από την Κρήτη. Συναντήθηκε με τον Πάλλαντα στην Αθήνα. Είχε έρθει για το τραπέζι στη μνήμη του πατέρα του, που το νερό από το Σούνιο τον είχε βγάλει πνιγμένο στα Αλεγραινά.

Στο τραπέζι της παρηγοριάς εκείνο το μεσημέρι οι μάγειρες έφτιαξαν παλαμίδα, όπως συνηθιζόταν, στο φούρνο πάνω σε κεραμίδι. Όταν λοιπόν έτρωγε ο Θησέας βρήκε μέσα στο στομάχι του ψαριού το δαχτυλίδι του πατέρα του. Αυτό φάνηκε καλό σημάδι στο Θησέα. Ο Πάλλαντας φουρκισμένος βγήκε από το ανάκτορο της Αθήνας, ανέβηκε στο άρμα του, γύρισε γρήγορα στην Παλλήνη και κάλεσε το λαό σε πόλεμο ενάντια στο Θησέα. Και ο πόλεμος ανάμεσα στο Θησέα και το φουσάτο του Πάλλαντα έγινε στο Άθμονο, στην ανατολική μεριά του Μαρουσιού κοντά στο γιοφύρι της Ντουκέσσας, δω παραπάνω από μας.

Και νίκησε ο Θησέας˙ αλλά πώς; με πονηρία! Ένας φαντάρος μαρκοπουλιώτης, ο Λεωνής, μαρτύρησε στο Θησέα, πώς να κυκλώσει στη μάχη στον Γκαρηττό τον Πάλλαντα. Και νίκησε ο Θησέας και έφυγε ο στρατός του Πάλλαντα, διαλυμένος από ’δω και από κει στο Γέρακα, γιατί σκοτώθηκε ο αρχηγός τους ο Πάλλαντας, που τον έθαψαν με τιμές στην άκρη του κάμπου ψηλά και μάζεψαν χώμα στις ποδιές τους και τό ’φεραν εκεί και κάμαν ένα μικρό σωρό (το Σωροτζίκο), όπως τον ονόμασαν (δεν υπάρχει πια) εκεί τον έθαψαν. Και τους άλλους που σκοτώθηκαν στη μάχη τους έθαψαν όλους παρακάτω κι έκαναν ένα μεγάλο Σωρό με χώμα που φέραν από τον κάμπο πάλι στις ποδιές τους. Και εκεί έκαναν μια μεγάλη τσούμπα8, που την είπαν Σωρό και τον βλέπουμε ως τα σήμερα.

 

Αυτά έχουν οι πόλεμοι, παιδιά μου,

Και ειρήνη και ησυχία νά ’χουμε πάντα

Κι ο Θεός να μας φυλάει απ’ το άδικο.

όπως έλεγε και η μαμίτσα μου.9

 

Αφηγήθηκε

ο Σταμάτης Δόντης

(μαρουσιώτης ετών 52

στο Μαρούσι˙ αγρότης (1947)

 

Παραπομπές:

1 Φλιέγα> Φλέγα> = Φλύα, σημερινό Χαλάντρι

2 Ελιές =  οι μαρουσιώτες  τις έλεγαν δεντρά

3 Ντράφες = τράφες˙ σειρές αμπελοφυτείας

4 Πράτα = πρόβατα

5 Σίδερα = Φιλοθέη

6 Κοντόπευκο = πέρα από το Πάτημα

7 Κορού = περιοχή κοντά στο Πάτημα

8 Τσούμπα = χωμάτινος λόφος

9 Μαμίτσα = προγιαγιά

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ