Γράφει η Πέγκη Φαράντου
Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Συγγραφέας – ζωγράφος
Βαθιά τα μεσάνυχτα, ξεκίνησε την Ακολουθία των Χριστουγέννων ο παπά Μανόλης. Ή ύπνο δεν είχε, ή το ρολόι του είχε σταματήσει, ή το ξυπνητήρι του τον εγέλασε. Ακολουθία των Χριστουγέννων, μεγάλο γεγονός, γιορτή. Οι χωριανοί συγκεντρώνονταν στην Εκκλησία με ευλάβεια…
Χριστούγεννα, σε ένα μοναδικό διήγημα του Παπαδιαμάντη με τίτλο «Η Ντελησυφέρω».
Η θεία Μαριώ η Χρήσταινα, η κοινώς λεγομένη Ντελησυφέρω, μόλις είχε κλείσει το μάτι της «εἰς ἐλαφρὸν, ὔπνον» και αμέσως την ξύπνησε ο ήχος της καμπάνας. Άλλες φορές ήταν στο πόδι μια ώρα νωρίτερα, πριν χτυπήσει η καμπάνα, στολισμένη και έτοιμη για να πάει με την ώρα της να πιάσει το στασίδι της, στο διαμέρισμα των ηλικιωμένων γυναικών, που βρισκόταν σε ιδιαίτερο χώρο στον ναό της Εκκλησίας. Αυτή τη φορά ετοιμάστηκε γρήγορα, μήπως και προλάβει και της πάρει τη θέση της καμία άλλη «ἀπό ἐκείνας ποὺ πηγαίνουν εἰς τὴν Εκκλησίαν δύο φορὲς τὸν χρόνον, διὰ νὰ δείξουν τὰ στολίδια τους». Σηκώθηκε λοιπόν βιαστικά, ντύθηκε, στολίστηκε, φόρεσε τη μακριά μαντήλα της, ξύπνησε τον εγγόνο της, τον έπλυνε, τον στόλισε, άναψε το φανάρι της και έφυγε. Ανησυχούσε και είχε δίκιο να ανησυχεί, για το στασίδι της, διότι οι τωρινές είναι «βιλάνες, σοῦσες-μαροῦσες, ἀναφάνταλες, ἀστάνευτες», δεν ξέρει η καθεμιά τη θέση της. Εκείνη, η θεία Μαριώ η Χρήσταινα, ήξερε τη δική της και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τη διαφυλάξει…
Χωρίς να το ξέρει, ήταν απόλυτα σύμφωνη «μὲ τὸν παλαιόν, ὄστις εἶπε -Πόλεμος πάντων πατήρ-». Πόλεμος, πόλεμος σε όλη την γυναικεία σφαίρα της, πόλεμος στη δικαιοδοσία την ανδρική.
Όπου χρειαζόταν, είχε μεγάλο φρόνημα και θάρρος. Έμεινε χήρα νέα και είχε αναγκαστεί να είναι και πατέρας και μάνα μαζί, για τα ορφανά της. Πέθανε και ο γιός της και της άφησε και δεύτερα ορφανά· και γιαγιά και μάνα για τα εγγόνια της. Πόλεμος στην αυλή, στον δρόμο, για να συνετίσει τη γειτόνισσα η οποία ενοχλούσε. Πόλεμος στον φούρνο για το ψωμί. Πόλεμος στον ελαιώνα, με τους κακούς γείτονες, πόλεμος στην αγορά με τους αισχροκερδείς εμπόρους, πόλεμος στα δημόσια γραφεία, με τους καταπιεστές υπαλλήλους και εισπράκτορες. Πόλεμος και στην Εκκλησία για το στασίδι της.
Η θεία Μαριώ η Χρήσταινα, η Ντελησυφέρω, ήταν ψηλή γυναίκα, αδύνατη, μελαμψή και δυνατή στο σώμα. Θα είχε δείρει κατά καιρούς και πέντε – έξι άντρες στη ζωή της. Έναν πλεονέκτη γείτονα στα κτήματά της, έναν μικροέμπορο που της έγραφε διπλά τα λίγα βερεσέδια, έναν νέο χωροφύλακα και έναν εισπράκτορα του δημοσίου που της ζητούσε, κατά τα λεγόμενά της, δύο φορές τον ίδιο φόρο. Γυναίκες είχε δείρει πολλές, στον φούρνο, στον αυλόγυρο που άπλωναν τα πλυμένα ρούχα, στην εξοχή και αλλού σε μια Εκκλησία. Αυτή τη φορά, αυτή που είχε τολμήσει να της πάρει το στασίδι της «πρέπει νὰ ἦτον πολύ ἄπειρος, διότι ἄλλως δὲν θα ἐτόλμα νὰ τὰ βάλη μὲ τὴ Ντελησυφέρω» όταν είδε τη γριά με τη μακριά μαντήλα της και βλέμμα βλοσυρό να έρχεται προς το μέρος της σαν θύελλα και αφού της ψιθύρισε κάτι μια γειτόνισσα στο αφτί, έφυγε από τη θέση της. Έλα, θεία Μαριώ, είπε, δεν ήξερα ότι ήταν δικό σου το στασίδι. Εκείνη τη χρονιά λοιπόν δεν συνέβη κάτι, ούτε τσακωμός, ούτε «μαλλιοτράβηγμα…». Έτσι η λειτουργία των Χριστουγέννων συνεχίστηκε όμορφα.
Το διήγημα δεν τελειώνει εδώ…Κάθε πρόταση του Παπαδιαμάντη και μια υπέροχη εικόνα, στην οποία έχουμε αναφορά στον τόπο, τον χρόνο, στα πρόσωπα και τις σχέσεις που αυτά αναπτύσσουν μέσα στην τοπική κοινωνία. Με τρόπο μοναδικό και αναλλοίωτο στον χρόνο, υπογραμμίζονται τόσο λεπτές πλευρές, σε όλα τα επίπεδα, που σίγουρα πολλοί, παρόντες στα γεγονότα, δεν θα είχαν προσέξει καθόλου. Εδώ, ο τόπος είναι η Εκκλησία, μεσάνυχτα, σκοτάδι, σε μια εποχή χωρίς ηλεκτρισμό, κάτω από το φως της φύσης και του φαναριού που χρησιμοποιούσαν τότε. Η Εκκλησία, σημαντικός τόπος συγκέντρωσης, λατρείας και κοινωνικής συνύπαρξης. Κόμβος. Σε μια εποχή χωρίς ηλεκτρισμό, κινητά, διαδίκτυο, τηλεόραση. Τα γεγονότα, στο εδώ και στο τώρα. Εκεί, μια προσωπικότητα, σαν τη γριά Ντελυσηφέρω, που η ζωή της έφερε δυσκολίες και στεναχώριες, αναγκάστηκε να παλέψει μόνη για τη ζωή. Να κάνει πόλεμο, όπως λέει, ο Παπαδιαμάντης, δείχνοντάς μας τον Ηράκλειτο. Με τον πόλεμο, η Ντελυσηφέρω, έκανε αντίσταση, στον απατεώνα έμπορο, τον κακό γείτονα, τον άδικο υπάλληλο, σήκωσε ανάστημα και είπε το δικό της όχι στην αδικία. Διεκδίκησε τη θέση της στην κοινωνία και το…στασίδι της. Τι θα έλεγε άραγε αν ζούσε σήμερα γι’ αυτή τη θέση στην κοινωνία; Τι θα έλεγε όταν έβλεπε ότι στο στασίδι της δεν κάθεται μια άλλη, αλλά επάνω του υπάρχει σήμανση απαγόρευσης για αποφυγή συγχρωτισμού;
Στο τέλος του διηγήματος, η γριά Χρήσταινα παρουσιάζεται να προσφέρει φουσκάκια στον Νταροδήμο και τον καπετάν Κονόμο. Ίσως να είναι αυτή η απάντηση…
Τι είναι τα φουσκάκια; οι νόστιμοι ελληνικοί λουκουμάδες…
Το διήγημα Ντελησυφέρω, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Μεταρρύθμισις, στις 25.12.1904.