Πέμπτη, 26 Δεκεμβρίου, 2024
spot_img

Εκτοπίζοντας ξανά τους εξόριστους

Γράφει ο Ευάγγελος Βογιατζής

Στις 29 Δεκεμβρίου του 1935, ο Κώστας Βάρναλης, έχοντας μόλις επιστρέψει μετά τον διάρκειας περίπου διόμισι μηνών εκτοπισμό του στον Αη Στράτη, στην πρώτη από μια σειρά επιφυλλίδων του που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Ανεξάρτητος υπό τον γενικό τίτλο «Με τους εξόριστους εις τα νησιά του θανάτου. Μια ζωή φρίκης και ηρωισμού» γράφει σε κάποιο σημείο τα εξής: «Η χαρά, που ξαναβρήκα την προσωπική μου ελευθερία ύστερα από δυόμισι μηνών εξορία, δεν μπορεί να με κάνει να ξεχάσω όσα μαρτύρια και εξευτελισμούς τράβηξα μαζί με τόσους άλλους διανοούμενους, επιστήμονες και εργάτες στο ξερόνησο του Άη Στράτη. Προ πάντων δε με αφήνει να ησυχάσω η σκέψη πως εμείς οι λιγοστοί, που σταθήκαμε τυχεροί να γυρίσουμε στα σπίτια μας και στις δουλειές μας, αφήσαμε πίσω μας ένα σωρό άλλους αγαπημένους συντρόφους, παιδιά του λαού, που χαροπαλεύουνε απάνου στα κρεβάτια τους περιμένοντας με ανοιχτά τα μάτια από μέρα σε μέρα το θάνατο από πείνα». Η αναφορά στους λιμοκτονούντες συντρόφους του σχετίζονταν με την απεργία πείνας που ξεκίνησαν στις 23 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους οι εξόριστοι στον Άη Στράτη σε μια απέλπιδα προσπάθεια καταγγελίας και άρσης των άθλιων συνθηκών διαβίωσής τους αλλά και της επιλεκτικής εφαρμογής από τη δικτατορία Κονδύλη του νόμου για την αμνήστευση των πολιτικών αδικημάτων.

Μαρτυρίες και γραπτά τεκμήρια σαν το παραπάνω υπάρχουν αναρίθμητα καθώς από το κολαστήριο του Άη Στράτη – τον μακροβιότερο τόπο εξορίας και βασανιστηρίων ανάμεσα σε δεκάδες ανά την επικράτεια – πέρασαν χιλιάδες κοινωνικοί αγωνιστές, ανάμεσά τους και πολλές διακεκριμένες πνευματικές φυσιογνωμίες της Αριστεράς, που αντιτάχθηκαν σθεναρά στη βαρβαρότητα ανελεύθερων αντικομμουνιστικών κυβερνήσεων και στρατιωτικών καθεστώτων.

Αναμενόμενο ήταν λοιπόν όσοι γνωρίζουν τι έχει συμβεί σ’ αυτόν τον τόπο τον προηγούμενο αιώνα και διαθέτουν στοιχειώδη αντίληψη να ενοχληθούν έντονα από τις δηλώσεις που έκανε ο πρωθυπουργός στον Άγιο Ευστράτιο όπου βρέθηκε ανήμερα των Θεοφανείων για να παρακολουθήσει την τελετή αγιασμού των υδάτων.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, συνεπής στην τακτική αλλοίωσης της ιστορικής μνήμης εκ μέρους των αναθεωρητών της νεότερης ιστορίας της χώρας χαρακτήρισε τον μαρτυρικό κάποτε Άη Στράτη «τοπόσημο διχασμού και δοκιμασίας» γυροφέρνοντας στα χείλη του και εντέλει εκστομίζοντας την καραμέλα του ισαποστασίτικου «ξεπλύματος» της εξουσιαστικής βίας και του συμψηφισμού των ευθυνών ανάμεσα σε θύτες και θύματα, τυράννους και εξεγερμένους, φασίστες και δημοκράτες. Η λεκτική «πούδρα» καλλωπισμού με την οποία πασπάλισε τα λεγόμενά του ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να επικαθίσει σε ένα τέτοιο ακριτικό νησί οδύνης ποτισμένο από την απόγνωση, τον ιδρώτα και το αίμα διωκόμενων από τους πολιτικούς του προγόνους ανθρώπων. Ένας απομονωμένος βράχος λίγων τετραγωνικών χιλιομέτρων, καταμεσής σχεδόν του Βορείου Αιγαίου που, τα σκοτεινά εκείνα χρόνια τόσο της μεταξικής δικτατορίας όσο και στα κατοπινά του εκδικητικού μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς, δεν είχε καμία σχέση με τις συνθήκες «δαντελένιας» αυτοεξορίας της οικογένειάς του στο Παρίσι τις οποίες έζησε ο νυν πρωθυπουργός ως «πολιτικός κρατούμενος» έξι μηνών τότε, όπως είχε προ καιρού πει σε συνεδρίαση της Βουλής προκαλώντας τη θυμηδία στους παρευρισκόμενους στην αίθουσα.

Το πόσο προσχηματική και εθιμοτυπική ήταν η συγκίνηση που εξέφρασε κατά την παραμονή του στον Άη Στράτη ο κύριος Μητσοτάκης αποκαλύπτεται απλούστατα και από το γεγονός ότι την ώρα που διεκπεραιωτικά απέτιε φόρο τιμής σε έναν τόπο μνήμης, όπου πλήθος αθώων άνθρωπων καταδικάζονταν να αργοσβήνουν εξόριστοι, κάμποσα χιλιόμετρα ανατολικότερα, και συγκεκριμένα στη Λέσβο και στη Χίο, πλοία επιχειρούσαν να προσεγγίσουν λιμάνια τους προκειμένου να ξεφορτώσουν βαρέος τύπου μηχανήματα για την ανέγερση δομών εγκλεισμού προσφύγων και μεταναστών – οι οποίοι επίσης δεν βαρύνονται με καμιά κατηγορία -, κατ’ εντολή της κυβέρνησης. Εξέλιξη που απέτρεψαν οι δυναμικές κινητοποιήσεις συλλογικοτήτων των δύο νησιών.

Ο σεβασμός στην ιστορία, στις αξίες και στις περγαμηνές αγωνιστικότητας ενός λαού και ενός τόπου δεν αποδεικνύεται με χλιαρά κλισέ σκοπιμότητας από την πολιτική του ηγεσία αλλά με την θαρρετή, γενναία και ασυμπλεγμάτιστη αναγνώριση της αδικίας, διαφορετικά είναι σαν οι εξόριστοι του παρελθόντος να ξαναεκτοπίζονται. Κάτι που είναι όχι μόνο ανέντιμο ως προς εκείνους και την προσφορά τους αλλά και άκρως επικίνδυνο για εμάς και τις μελλοντικές γενιές.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ