Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου, 2024
spot_img

Γιάννης Ιωάννου: Μια «δεύτερη ζωή» για το έργο ενός σπουδαίου δημιουργού

Ένας πολυποίκιλος καλλιτέχνης που λείπει από το σήμερα, όπως τον σκιαγραφεί μιλώντας στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ η κόρη του Σοφία

Από τη μια ένας ήρεμος, πράος άνθρωπος. Από την άλλη ένα «ηφαίστειο» δημιουργικότητας, ένας καλλιτέχνης με όλη τη σημασία της λέξης αλλά κι ένας άνθρωπος που μπορούσε να κρέμεται 14 ώρες από μια ανεμόσκαλα για να μελετήσει ένα σπήλαιο.

Με αυτές και πολλές ακόμα εικόνες «ζωγραφίζει» η κόρη του Γιάννη Ιωάννου, Σοφία, τον πατέρα της ο οποίος άφησε το στίγμα του, σε ότι καταπιάστηκε. Τη ζωγραφική, την κεραμική, τη σπηλαιολογία και σε πολλά ακόμα. Τον καλλιτέχνη, που όμως απουσιάζει από το παρόν, καθώς το έργο του δεν έχει προβληθεί όπως του αξίζει.

Ο ίδιος, είχε εκφράσει πολλές φορές την επιθυμία, το πλούσιο υλικό σε συλλογές και αρχεία που είχε συγκεντρώσει, να στεγαστεί στον κατάλληλο χώρο ώστε να προσφερθεί -ως πολύτιμος θησαυρός που είναι- στους δημότες του Αμαρουσίου και όχι μόνο σ’ αυτούς.

Συζητώντας γι’ αυτή την επιθυμία αλλά και για τον άνθρωπο, πατέρα και καλλιτέχνη Γιάννη Ιωάννου, η Σοφία Ιωάννου ξετύλιξε τις αναμνήσεις της στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΞΕΝΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ

Πώς θα χαρακτηρίζατε τον πατέρα σας με μια λέξη;

Είναι ο ορισμός του καλλιτέχνη. Φευγάτος, ιδιαίτερος, προοδευτικός, ελεύθερος. Είχε μια τρομερή ελευθερία ως άνθρωπος, ήταν πολύ προοδευτικός, πολύ προχωρημένος, πολύ διαισθητικός, πολύ διακριτικός, πολύ φευγάτος, πολύ ταλαντούχος· ήταν ένας μοναδικός, ιδιαίτερος άνθρωπος.

Στο σπίτι, πώς ήταν να μεγαλώνετε μαζί του;

Καταρχήν ήταν ένας ήρεμος, πολύ πράος άνθρωπος. Δεν μας μάλωσε ποτέ, δεν μας φώναξε. Δυο τρεις φορές είχε θυμώσει, κι έλεγα να μη τσαντιστεί γιατί έτσι και τσαντιστεί γινόταν έκρηξη, όχι με εμάς, τον είχα δει όμως εκτός εαυτού και ήταν τρομακτικός.

Ήταν η ήρεμη δύναμη πίσω από τη φανερή δύναμη της μαμάς μου. Σ’ εκείνη «έσκαγαν» όλα, αλλά η υποστήριξη ερχόταν από τον μπαμπά μου. Ζούσαμε πολύ ωραία, δεν κλεινόμασταν μέσα. Σαββατοκύριακο θα ήμασταν έξω, σινεμά, θέατρο, στο βουνό, εκδρομές, ακολουθούσαμε στις σπηλιές, άλλες φορές με ομάδες, άλλες φορές οικογενειακά, άλλες φορές έπαιρνε εμένα. Δεν καθόταν, έλεγε «πάμε, πάμε έξω».

Ποια είναι η πιο έντονη εικόνα που έχετε από τον πατέρα σας;

Όταν ο γιος μου ο Φίλιππος ήταν ενάμισι ετών, είχε τρέλα με τα αυτοκίνητα, ήθελε να οδηγεί. Είχαμε λοιπόν στην αυλή ένα μικρό αυτοκίνητο. Ζήτησε λοιπόν να «οδηγήσει». Του ανοίξαμε, στάθηκε όρθιος στο κάθισμα κι έπιασε το τιμόνι. Ήθελε όμως και τον πατέρα μου μαζί. Τον έβαζε λοιπόν μέσα, του έκλεινε τα παράθυρα, δεν τον άφηνε να κάνει κάτι, μόνο να κάθεται για να τον πάει τάχα μου στη Θεσσαλονίκη. Τις Κυριακές λοιπόν που ήμασταν όλοι μαζί, περνούσε πολλές ώρες μέσα στο αυτοκίνητο, για να «πάνε στη Θεσσαλονίκη, μέσα στην αυλή με κλειστά παράθυρα, με 40 βαθμούς. Κι έχω την εικόνα του, που καθόταν στητός με το κομπολόι του και κοίταζε μπροστά. Ώρες. Και το παιδί να κάνει ότι οδηγεί.

Τον θυμάμαι επίσης να δουλεύει μέσα στο σπίτι, να ζωγραφίζει. Τον θυμάμαι να πηγαίνουμε μαζί στις σπηλιές, πόσο με πρόσεχε, με κρατούσε κοντά του!

Θυμάμαι πολύ έντονα να μας μιλάει για τον Άγιο Βασίλη. Είχαμε στο υπνοδωμάτιό μας το τζάκι. Νόμιζε ότι κοιμόμασταν κι ερχόταν στις 12.30, άφηνε το δώρο, έτρωγε τους κουραμπιέδες κι έφευγε.

Τέλος, θυμάμαι όταν έδινα Πανελλήνιες, που σηκώθηκα τα ξημερώματα να διαβάσω Ιστορία και πανικοβλήθηκα ότι δεν θυμόμουν τίποτα. Ήρθε στο δωμάτιό μου και με ηρέμησε, μου είπε ότι τα ξέρω κι ότι θα γράψω καλά και όντως έγραψα. Ήταν καθοδηγητής, σου έδινε ιδέες, σε ενθάρρυνε.

Τι θυμάμαι από τον μπαμπά μου: Θυμάμαι, όταν έπαιρνε το πρωινό του, είχε έναν ξύλινο δίσκο. Στον μισό έβαζε ένα νεροπότηρο με τον γαλλικό καφέ του με μέλι, παξιμαδάκι και λίγο τυράκι. Ο άλλος μισός είχε ένα βουνό χάπια, γιατί για έξι μήνες έκανε χημειοθεραπεία. Μαζί με τον καφέ, έπινε και δυο τρία χάπια, γουλιά και δυο τρία χάπια, να τελειώσει το βουνό. Κάθε πρωί για έξι μήνες. Και ενώ ήταν χάλια, δεν είχα ακούσει ποτέ από το στόμα του, παρά μόνο όταν έπαθε το έμφραγμα, το «δεν είμαι και πολύ καλά». Αυτό το άγριο πράγμα, το πέρασε χωρίς να καταλάβουμε τίποτα. Ακόμα και στην εντατική, μου έλεγε, «μια χαρά είμαι, δεν έχω τίποτα». Ήθελε να ζήσει, το ήθελε πάρα πολύ, ήθελε να κάνει πράγματα. Πώς λοιπόν εγώ να μην έχω δύναμη και κουράγιο;

Δύο πράγματα με κράτησαν όταν πέθανε ο μπαμπάς μου. Ο θυμός, του θύμωσα πάρα πολύ, υπερβολικά για πάρα πολύ καιρό και ενσυνείδητα είπα θα θυμώσω γιατί αυτό με βοηθάει να μην καταρρεύσω. Και το τι θα κάνω τα πράγματά του. «Τώρα τι κάνω, αυτά όλα που θα πάνε, θα πεταχτούν, θα χαθούν;»

Θεωρείτε ότι έχει αδικηθεί;

Εκείνος αισθανόταν μεγάλη στεναχώρια γιατί δεν είχε κάποιο πτυχίο και δεν μπορούσαν κάποια δικά του πράγματα να αναγνωριστούν και να τον αναγνωρίσουν κάποιοι. Ενώ συναναστρεφόταν με πανεπιστημιακούς και όλοι τον σέβονταν, εκείνος αισθανόταν ότι ήθελε να έχει αυτό το τυπικό. Είχε αυτοπεποίθηση, αλλά κάποιες φορές δεν τον βοήθησε η έλλειψη αυτού του τυπικού. Ενώ ήταν πίσω από πολλά πράγματα, επειδή ακριβώς δεν είχε κάποιο πτυχίο, ήταν αφανής. Θεωρώ ότι έκανε πολλά που δεν του αναγνωρίστηκαν γιατί ίσως δεν μπορούσαν και να του αναγνωριστούν, έπρεπε κάποιος άλλος να φανεί στη θέση του. Ήταν από πίσω, στήριζε όλη την προσπάθεια αλλά δεν μπορούσε να βγει μπροστά.

Θυμάμαι για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, έκαναν διάφορα συμβούλια με τον κ. Τζανίκο, ήταν μέσα και ο πατέρας μου, έφερναν ιδέες για το τι μπορούσε να γίνει στο Μαρούσι. Όποια ιδέα έφερε ο πατέρας μου την οικειοποιήθηκαν άλλοι. Έχει πικραθεί πολλές φορές έτσι. Έχουν οικειοποιηθεί άλλοι πολλά πράγματα που ανακάλυψε ο ίδιος, ανακοινώσεις που έκανε, ιδέες που είχε. Δεν ξέρω αν αυτό αξίζει τον κόπο να το συζητάμε πλέον. Εκείνος αγωνιζόταν και προσπαθούσε, δεν κράτησε κάτι για τον εαυτό του, πάντα έδινε. Έκανε αυτό που αγαπούσε και ήταν ευτυχισμένος· σε αυτό στέκομαι.

Πάντα αγωνιζόταν γιατί δεν είχε μια σταθερή δουλειά, να μας μεγαλώσει. Και δεν είχε τον χρόνο να ασχοληθεί με αυτά που ήθελε, να γράψει. Έλεγε «να πάρω τη σύνταξη, να φύγει ο βραχνάς της καθημερινότητας, της αγωνίας», εμείς είχαμε μεγαλώσει «να μπορέσω να ασχοληθώ με αυτά που έχω αφήσει μισά και να βάλω μια τάξη κάπου». Ενάμιση χρόνο αφού πήρε τη σύνταξη, έφυγε…

 

Να θέσω αλλιώς την ερώτηση. Έχει αναγνωριστεί το έργο του όπως θα έπρεπε;

Όχι, δεν έχει αναγνωριστεί. Αν δεν γίνει κάτι με κάποιο χώρο, θα ήθελα να μπορέσω να αξιωθώ να μαζέψω κάποια από τα πράγματά του, να τα βάλω σε μια σειρά, να κάνω μια ιστοσελίδα και να περνάω εκεί, τις ανακοινώσεις του, τα άρθρα του, να την τροφοδοτώ σιγά σιγά. Δεν υπάρχει ούτε μια φωτογραφία για τον πατέρα μου στο internet. Κι αυτό είναι αδικία. Αν ζούσε θα το είχαμε κάνει, θα υπήρχε κάτι, γιατί πέθανε πριν γίνουν όλα αυτά. Όμως το φέρνω βαρέως, δεν έχουμε αξιωθεί να κάνουμε κάτι για τον πατέρα μας. Να υπάρχει κάπου ως όνομα γιατί αξίζει τον κόπο. Δεν έκανε κάτι τρομερό, δεν ανακάλυψε την Αμερική, αλλά έκανε 5 πράγματα που μπορεί να βοηθήσουν κάποιους άλλους. Όπως η ανακοίνωση που έκανε για τα γεφύρια της Ελλάδας, μπορεί να βοηθήσει έναν γεωλόγο για παράδειγμα. Μια σπηλιά, να βοηθήσει η χαρτογράφησή της έναν σπηλαιολόγο, ακόμα κι αν είναι παλιά, δεν την αφήνεις, είναι θησαυρός. Μιλάμε για κάτι σημαντικό για κάποιους ανθρώπους αλλά και για την ιστορία αυτής της χώρας.

Ο πατέρας μου μπήκε στην Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία που ίδρυσαν ο Γιάννης και η Άννα Πετροχείλου, δεκαεπτά χρονών. Πριν ζούσε στο βουνό, είχε βρει ένα κοίλωμα, είχε φυτέψει αμάραντα και άλλα. Μετά το σχολείο έφευγε και πήγαινε στον Υμηττό· καθόταν, ζωγράφιζε, διάβαζε και γύριζε βράδυ, όπου έφερνε στη γιαγιά μου οχιές, σκορπιούς, αράχνες. Ο άνθρωπος ήταν ο ορισμός του φευγάτου καλλιτέχνη, του ανθρώπου που δεν πατάει στη γη. Κι αυτό ήταν το παράπονο της μάνας μου, δεν μπορούσες να συνεννοηθείς για τα γήινα, τα καθημερινά μαζί του. Ήταν σε άλλη διάσταση. Το τι εκατομμύρια έχουμε πετάξει σε σλάιντς, σε φωτογραφίες… ο πατέρας μου δεν είχε ποτέ λεφτά, η μητέρα μου τα διαχειριζόταν. Για το αν θα έχουμε φαΐ να φάμε… προσπαθούσε, δούλευε αλλά δεν ασχολείτο αν έχουμε φαγητό στην κατσαρόλα, αυτό το φρόντιζε η μάνα μου· εκείνον τον ενδιέφερε να πάρει φιλμ να βγάλει φωτογραφίες και να πάει βόλτα. Να έχει το εισιτήριο να μας πάει σινεμά, να πάει θέατρο Ηρώδειο, Λυρική. Ακόμα κι αν είχε που λέει ο λόγος να φάει και ρούχα να φορέσει, εκείνον τον ενδιέφεραν αυτά, δεν ήταν ένας άνθρωπος εύκολος για οικογένεια. Ήταν πάρα πολύ ελεύθερος άνθρωπος. Ένας ελεύθερος καλλιτέχνης.

Πιστεύω ότι όλοι οι καλλιτέχνες είναι ιδιαίτεροι, ιδιόρρυθμοι άνθρωποι. Ζώντας με τον πατέρα μου, πιστεύω ότι έτσι είναι οι καλλιτέχνες, είναι αλλού, είναι σε σύννεφο, δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί τους για τα γήινα. Μου έλεγε θυμάμαι, «παιδί μου δεν θα στεναχωριέσαι γι’ αυτά που διορθώνονται και γι’ αυτά που δεν διορθώνονται».

Πώς είναι να μεγαλώνεις δίπλα σε έναν τόσο ταλαντούχο άνθρωπο;

Είναι πάρα πολύ ωραίο. Τον ρωτούσα, πώς μπορείς να έχεις τόση έμπνευση; Κάθε λίγους μήνες να βγάζεις μια διαφορετική τεχνική; Η δική μου φαντασία είναι στερημένη κι εκείνος επέμενε ότι μπορώ να τα καταφέρω. Δεν είχα αυτοπεποίθηση ότι μπορώ να δημιουργήσω κάτι, παρά το ότι με ενθάρρυνε πάντα. Ήταν τελείως απαίδευτος, ζωγράφιζε από μωρό, χωρίς να έχει κάνει μαθήματα, ήταν κάτι δικό του.

Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι το έργο του είναι πολυποίκιλο.

Τι έχετε πάρει από τα ταλέντα του;

Βοηθούσα στο μαγαζί ζωγραφίζοντας, πήρα μέρος σε έκθεση κεραμικής. Έχω το ταλέντο της ζωγραφικής και της κεραμικής, η αδερφή μου Ειρήνη -η οποία βοηθούσε- και ο μικρός μου γιος.

Η ζωγραφική του είναι απλή, λαϊκή, με πολύ λίγες γραμμές αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο με τόσο λίγες γραμμές, να αποδώσω κάτι. Το χέρι του πατέρα μου έρρεε. Αισθανόμουν δέος μπροστά στην ελευθερία του πινέλου του.

Πώς θα μπορούσε να προσφερθεί το πολυποίκιλο έργο του στο κοινό; Φτιάχνοντας ίσως το σπίτι του;

Το σπίτι είναι μικρό, παλιό και χωμένο σε ένα αδιέξοδο, που σημαίνει ότι δεν μπορεί να το προσεγγίσει κόσμος. Αυτό το σπίτι δεν προσφέρεται για να γίνει μουσείο. Κεραμικά δεν έχουμε πολλά γιατί τα χάριζε. Αλλά ζωγραφική, δεν ξέρω πού μπορούν να μπουν όλα αυτά, είχε ζωγραφίσει σε οποιοδήποτε κομμάτι χαρτί, μικρό ή μεγάλο. Δεν ξέρω καν πόσα έχει. Σκεφτείτε τρία γραφεία ενωμένα, μέχρι επάνω γεμάτα, γύρω γύρω βιβλιοθήκες γεμάτες. Από εκεί θα μπορούσε να βγει το σπηλαιολογικό του αρχείο, το κεραμικό, σίγουρα. Θέλει ένα οίκημα, πως είναι το Σπαθάρειο, με θεματικές ενότητες – αίθουσες και τουλάχιστον μια αίθουσα εκδηλώσεων. Είναι κρίμα, θα πάνε χαμένα… Θέλω να προλάβω ότι μπορεί να βοηθήσει η μητέρα μου, η οποία γνωρίζει τι αντιπροσωπεύει το κάθε τι, ώστε να καταχωρηθεί.

Θα μπορούσε να φιλοξενηθεί ένα τμήμα του στην Ελληνική Κεραμεική στο Μαρούσι;

Σαφώς θα μπορούσε. Απλώς θα είναι αποσπασματικό κι αυτό. Τα κεραμικά του, το αρχείο του, τα βιβλία του θα ήταν εκεί. Και μετά; Δεν έχει ενδιαφερθεί κάποιος και δεν ξέρω αν το σκέφτηκε κάποιος. Εδώ δεν υπάρχει πουθενά το κεραμικό έργο του πατέρα μου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Θα έπρεπε να είναι με τα υπόλοιπα κεραμικά έργα. Γιατί;

Για μένα, πιο μοναδικό θα είναι να βρίσκονται συγκεντρωμένα όλα, κεραμική, σπηλαιολογία κ.λπ., κάτω από τον συγκεκριμένο άνθρωπο.

Με αυτό τον τρόπο θα δοθεί μια δεύτερη ζωή στο έργο του Γιάννη Ιωάννου. Θα γνωρίσει ο κόσμος το έργο του.

Ακριβώς! Και θα βοηθηθούν πολλοί, γιατί υπάρχουν σπηλαιολογικά αρχεία, υπάρχει κεραμική πολλή, υπάρχουν πολλά ακόμα, ασχολείτο με πάρα πολλά. Έχει κάνει μελέτη πάνω στα φυσικά γεφύρια της Ελλάδας. Έχει ταξιδέψει παντού κι έχει βρει ποια είναι τα φυσικά γεφύρια και τα ανακοίνωσε σε συνέδριο. Είναι πράγματα τα οποία θα βοηθήσουν πάρα πολλούς ανθρώπους στους τομείς που εργάζεται ο καθένας, σπηλαιολόγοι, κεραμιστές· γνώσεις, πληροφορίες πάνω στις οποίες μπορούν να βασιστούν και δουλέψουν πολλοί άνθρωποι.

Γι’ αυτό και επιθυμία της οικογένειάς μας είναι να υπάρξει ένα συνολικό ίδρυμα, να είναι όλα μαζί μέσα. Κι αυτό θα είναι κάτι το μοναδικό, κάτι ιδιαίτερο που δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Θα είναι κάτι σπουδαίο και για τα παιδιά. Μόνο για τη Σπηλαιολογία, το έργο του είναι τεράστιο. Να οργανώνονται παρουσιάσεις, να έρχονται σπηλαιολόγοι να δείχνουν στα παιδιά.

Ποιος ήταν ο Γιάννης Ιωάννου
• Γεννήθηκε το 1935 στον Υμηττό από πρόσφυγες γονείς.
• Το 1968 παντρεύτηκε τη Νίνα Κανέλλη και μαζί απέκτησαν δύο κόρες, τη Σοφία και την Ειρήνη.
• Από το 1968 έως τον θάνατό του, το 2001, διέμενε στο Μαρούσι.
• Το 1960 έγινε και επίσημα μέλος της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας.
• Έχει εξερευνήσει, καταγράψει και χαρτογραφήσει πλήθος σπηλαίων στην Ελλάδα, δημιουργώντας ένα πλούσιο και μοναδικό αρχείο.

• Το 1978 μαζί με τον Γάλλο J.M. Relin πέτυχαν το ρεκόρ κατάβασης με ανεμόσκαλα στο βάραθρο των Σκορπιών του Λεωνιδίου, με τμηματικό βάθος 208 μέτρα.
• Το 1982 έγραψε και παρουσίασε την εκπομπή 16 επεισοδίων, «Άγνωστοι Σπηλαιολογικοί Θησαυροί» στην ΕΤ2.
• Έχει τιμηθεί για τη σπηλαιολογική του δράση, έχει δώσει διαλέξεις, έχουν δημοσιευτεί πάμπολλα άρθρα του κι έχει διδάξει σε σεμινάρια Σπηλαιολογίας.
• Αν και αυτοδίδακτος, έχει δημιουργήσει άπειρα ζωγραφικά έργα και έχει εικονογραφήσει ποιητικές συλλογές.

• Σπούδασε κεραμική στη σχολή της Χ.Ε.Ν. και πήρε υποτροφία σε σχολή της Ιταλίας.
• Με τη σύζυγό του δημιούργησε το δικό του εργαστήριο καλλιτεχνικής κεραμικής στο Μαρούσι, έδωσε διαλέξεις, παρουσίασε ανακοινώσεις, δίδαξε κεραμική και σχεδίασε κεραμικό έργο με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
• Έλαβε το Α’ Βραβείο Κεραμικής το 1992 και το Β’ Βραβείο το 1984 και 1991, για έργα του που παρουσιάστηκαν στην Πανελλήνια Έκθεση Κεραμικής του Δήμου Αμαρουσίου.
• Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε επτά ατομικές εκθέσεις.
• Παράλληλα, ανέπτυξε το συγγραφικό του έργο, εκδίδοντας πλήθος βιβλίων, διετέλεσε δε μέλος της Ένωσης Συγγραφέων και Δημοσιογράφων Τουρισμού.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ