Γράφει ο Ευάγγελος Βογιατζής
Στην θρυλική εκείνη ξεκαρδιστική κωμωδία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου «Ο Ηλίας του 16ου», των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, που πρωτοπροβλήθηκε στις αίθουσες το μακρινό 1959 και μεγάλωσε γενιές και γενιές έκτοτε μέσω της τηλεόρασης, θα θυμούνται οι περισσότεροι τον αξέχαστο Διονύση Παπαγιαννόπουλο στον ρόλο του κυρ Λάμπρου, ενός ιδιοκτήτη καφενείου και συνοικιακού τοκογλύφου, να λέει πάντοτε, όταν δάνειζε χρήματα με το αζημίωτο σε όσους είχαν άμεση οικονομική ανάγκη από ρευστό, πως ό,τι κάνει είναι για να διευκολύνει τους ανθρώπους με την καλή του την καρδιά.
Από τότε έχουν περάσει εξήντα τρία ολόκληρα χρόνια αλλά ο χαρακτήρας αυτός φαίνεται ότι όχι μόνο δεν έχει εκλείψει ή δεν είναι δυσεύρετος στην ελληνική κοινωνία αλλά απεναντίας τον συναντάμε κάθε τόσο στην καθημερινότητά μας. Πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα οι απολογίες στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας των εμπλεκόμενων στο φονικό λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου πριν τρεισήμισι χρόνια σε κοσμηματοπωλείο στον πεζόδρομο της οδού Γλάδστωνος αλλά και η υποστήριξη που εν συνεχεία είχαν από μερίδα ασυνείδητων συμπολιτών μας όπως αυτή εκφράστηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ο μεσίτης που μαζί με τον ιδιοκτήτη του καταστήματος κλωτσούσαν με φρικιαστική αγριότητα το θύμα στο κεφάλι, υποτιμώντας προκλητικότατα τη νοημοσύνη όλων που είδαν με τα ίδια τους τα μάτια τις εικόνες της ανηλεούς αυτής επίθεσης, είπε: «προσπάθησα να σπάσω την τζαμαρία για να ανοίξω χώρο ώστε να μην τραυματιστεί βγαίνοντας. Δεν χτύπησα τον ίδιο. Χτύπαγα στον αέρα και το πρόσωπό του ήρθε σε επαφή με το πόδι μου», για να συμπληρώσει κατόπιν: «το ένστικτο να προστατέψω τον συνάνθρωπό μου υφίσταται στον χαρακτήρα μου».
Ο κοσμηματοπώλης από την πλευρά του κινούμενος στο ίδιο περίπου μήκος κύματος με τον «ευαισθητοποιημένο» και «φιλάνθρωπο» συνεργό του στον μέχρι θανάτου ξυλοδαρμό του Ζακ Κωστόπουλου και δίχως το παραμικρό ίχνος μεταμέλειας στα λεγόμενά του είπε ότι έριξε στο άτυχο θύμα δύο ξώφαλτσες κλωτσιές καθώς έχασε την ισορροπία του και δεν το πέτυχε καλά, μεταθέτοντας την ευθύνη για την τραγική κατάληξη του επεισοδίου στον νεαρό, παραπονούμενος μάλιστα και για τα κεράκια που άναβαν έξω από το μαγαζί του οι αλληλέγγυοι, οι οποίοι έκαναν κάθε τόσο πάρτι, κατά δήλωση του κατηγορούμενου, μετά το πρωτοφανούς αγριότητας σκηνικό βίας που στοίχισε τη ζωή του 33χρονου ακτιβιστή της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Και από κοντά βέβαια οι αστυνομικοί που ακινητοποίησαν με βάρβαρο τρόπο τον ήδη σοβαρά τραυματισμένο και στο κατώφλι του θανάτου Ζακ να λένε και εκείνοι με τη σειρά τους ότι σκοπός τους ήταν να προστατεύσουν το θύμα.
Καθώς οι δύο βασικοί υπεύθυνοι για το βασανιστικό θάνατο ενός νέου ανθρώπου, ο κοσμηματοπώλης και ο μεσίτης, τόνισαν στις απολογίες τους ότι αν αντιμετώπιζαν ξανά κάτι ανάλογο πάλι έτσι θα λειτουργούσαν, φυσικό ήταν τόσο η οικογένεια Κωστόπουλου όσο και οι συμπαραστάτες της να ζητήσουν την αλλαγή της κατηγορίας από θανατηφόρα σωματική βλάβη σε ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο αλλά και τον καταλογισμό ρατσιστικού κινήτρου στους δράστες μιας και φαίνεται πως γι’ αυτούς η ζωή του θύματος είχε κατώτερη αξία και με δεδομένη ασφαλώς τη μη τεκμηρίωση ληστείας στο κατάστημα αφού όπως παραδέχτηκε ο ιδιοκτήτης του δεν του έλειψε τίποτα.
Πραγματικά τρομάζει κανείς βλέποντας πόσο οργανικά ενσωματωμένα στην ψυχοσύνθεση του λεγόμενου «φιλήσυχου» πολίτη, του υπεράνω πάσης υπόνοιας νοικοκύρη μαγαζάτορα και καλοβαλμένου οικογενειάρχη, είναι κάποια δολοφονικά ανακλαστικά μισανθρωπίας και φασιστικής ωμότητας, που μπορούν να τον μεταμορφώσουν ανά πάσα στιγμή σε κυνικό δήμιο κάνοντάς τον ανενδοίαστα να βάζει πάνω από την ανθρώπινη ζωή τα μαγαζάκια, τα λεφτά και τη γυάλινη πρόσοψη του θλιβερού του μικρόκοσμου. Γι’ αυτό και η πάλη ενάντια στον ύπουλο χρυσαυγιτισμό της διπλανής πόρτας δεν μπορεί παρά να είναι συνεχής και ανυποχώρητη.