Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024

Απολιγνιτοποίηση: Μια λάθος απόφαση σε λάθος χρόνο

Γράφει ο Δημήτρης Δημητρακόπουλος

Δρ. Υδρογεωλογίας, ΜΜΜM ΕΜΠ

Oι ασχολούμενοι με τα θέματα ενέργειας είχαν επισημάνει και είχαν αναλύσει τους λόγους για τους οποίους, με τις πρόσφατες αποφάσεις για την πρόωρη απολιγνιτοποίηση της χώρας, η μακρά περίοδος της φθηνής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα έφθανε στο τέλος της.

Όμως, η επικράτηση στα ΜΜΕ της άποψης «καλό είναι να αποφεύγονται οι συζητήσεις για το κόστος», εμπόδισε την ενημέρωση των πολιτών για το τι πραγματικά σημαίνει για την Ελλάδα η εγκατάλειψη του λιγνίτη, η «απολιγνιτοποίηση», σύμφωνα με τον όρο που επικράτησε και για το πού θα πάνε οι τιμές του ρεύματος.

Η παραγωγή ηλεκτρισμού στην Ελλάδα, σε ποσοστό που είχε φθάσει και το 70%, στηριζόταν στους λιγνιτικούς σταθμούς παραγωγής. Η χώρα μας, τη 10ετία 1996 – 2005 είχε τη φθηνότερη τιμή στην ηλεκτρική ενέργεια (Η.Ε.) για τον οικιακό καταναλωτή, μεταξύ των χωρών της τότε Ε.Ε., λόγω της τεράστιας συμμετοχής των εγχώριων πηγών (λιγνίτης 70%, υδροηλεκτρικά 10%), στο ηλεκτρικό της ισοζύγιο. Το κόστος των λιγνιτικών σταθμών είναι ελεγχόμενο, δεν εξαρτάται από τις μεταβολές της διεθνούς πολιτικής και δεν επηρεάζεται από τις απρόβλεπτες διακυμάνσεις της οικονομικής συγκυρίας, σε αντίθεση με το εισαγόμενο φυσικό αέριο και το πετρέλαιο.

Αυτό ακριβώς επέτρεπε στη ΔΕΗ να διατηρεί ενιαίες και χαμηλές τιμές σε ολόκληρη τη χώρα και να επιδοτεί, τόσο τους κατοίκους των νησιών (Κρήτη, Ρόδος, Λέσβος κ.λπ.), όπου λειτουργούσαν σταθμοί παραγωγής με εισαγόμενα καύσιμα και υψηλό κόστος παραγωγής αλλά και τη λειτουργία των αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων. Χωρίς αυτές τις επιδοτήσεις, θα ήταν αδύνατη η εμπορική λειτουργία αυτών των εγκαταστάσεων, δεδομένου ότι το πραγματικό κόστος παραγωγής τους, είναι πολλαπλάσιο του αντίστοιχου κόστους παραγωγής των λιγνιτικών σταθμών.

Ο εξοβελισμός, όμως, του λιγνίτη από την ενεργειακή σκηνή της χώρας, δημιουργεί νέα δεδομένα για το κόστος παραγωγής ρεύματος και τις τιμές στην Ελλάδα. Μέχρι τώρα, αποφεύγονταν οι δυσάρεστες συζητήσεις για κόστος και τιμές. Τώρα όμως ο λογαριασμός έρχεται. Και δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε.

Ηλεκτρικό Ισοζύγιο της Ευρώπης
Η κατανομή των πηγών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στις χώρες της Ε.Ε. σε μια κανονική, πριν την πανδημία, χρονιά (2018) εμφάνιζε την εξής εικόνα:
• Στερεά καύσιμα, Μέσος Όρος (Μ.Ο.) της Ε.Ε. 20,8%: Πολωνία 76,9, Τσεχία 46,8, Βουλγαρία 39,9, Γερμανία 35,6, Ελλάδα 29,3.
• Φυσικό αέριο (Φ.Α.), Μ.Ο. 17,8%: Ελλάδα 29,9.
• Πυρηνική ενέργεια, Μ.Ο. 25,9%: Ελλάδα 0.
• ΑΠΕ + υδροηλεκτρικά, Μ.Ο. 32,9%:, Ελλάδα 31,7

Ηλεκτρικό Ισοζύγιο της Ελλάδας
Όπως αναφέρθηκε πριν 20 χρόνια, η χώρα μας είχε σε γενικές γραμμές τη φθηνότερη τιμή στην Η.Ε. για τον οικιακό καταναλωτή, μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Στη συνέχεια, με απόφαση της Διάσκεψης Κορυφής της Ε.Ε. επιβλήθηκε και στη χώρα μας, από τον Ιανουάριο 2013 η υποχρέωση αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών CO2 για τη λειτουργία των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με χρήση ορυκτών καυσίμων (λιγνίτη, φυσικού αερίου και πετρελαίου). Ωστόσο, στην ίδια διάσκεψη αποφασίστηκε να απαλλαγούν από την υποχρέωση αυτή για την περίοδο 2013-2020 χώρες, όπως π.χ. Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Βουλγαρία, Ρουμανία κ.ά.
Παρόλα αυτά, στην περίοδο 2015-2019, η τιμή της ηλεκτρικής MWh στην Ελλάδα ήταν στο 70% -80% του Μ.Ο. της Ε.Ε.
Το 2020 στην Ελλάδα, το ενεργειακό μίγμα παραγωγής διαμορφώθηκε ως εξής:
• Λιγνίτης 12,4 %
• Υδροηλεκτρικά 7,2 %
• ΑΠΕ 38,1 %
• Πετρέλαιο 8,3 %
• Φ.Α. 40,9 %
Δηλαδή, μειώθηκε η συμμετοχή του εγχώριου λιγνίτη και αυξήθηκε η συμμετοχή του εισαγόμενου φυσικού αερίου. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 5η θέση στην Ευρώπη ως προς τη χρήση πετρελαίου, στην 6η θέση ως προς τη χρήση φυσικού αερίου.
Με την πρόσφατη αύξηση των τιμών του Φ.Α., κατά το 6μηνο Αύγουστος 2021 – Ιανουάριος 2022 (δηλ. πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία) σημειώθηκαν στη χώρα μας κατά κανόνα οι υψηλότερες τιμές της ηλεκτρικής MWh, παράλληλα με τη δραστική μείωση της συμμετοχής των εγχώριων πηγών στο ηλεκτρικό ισοζύγιο.
Αποδείχθηκε, δηλ. πολύ νωρίς στην πράξη, ότι η στήριξη στο εισαγόμενο Φ.Α. ως καύσιμο, εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για την υπερχρεωμένη ελληνική οικονομία από την αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, με ορατές, ήδη, τις επιπτώσεις στην αύξηση των τιμών των βασικών αγαθών (πληθωρισμός κ.ο.κ).
Η εξαγγελία του πρωθυπουργού της Ελλάδας στον ΟΗΕ, τον Σεπτέμβριο 2019, για πρόωρη απολιγνιτοποίηση της χώρας, σταδιακά, μέχρι το 2028 αντί για το 2050, εξελίχθηκε σε «βίαιη» απολιγνιτοποίηση, αφού η ΔΕΗ με ανακοίνωσή της στις 29-12-2021, διευκρίνισε ότι όλες οι λιγνιτικές μονάδες θα σβήσουν έως το 2023 και ότι η νέα υπερσύγχρονη λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα 5 θα λειτουργήσει μόνο από τον Ιανουάριο 2023 μέχρι τον Δεκέμβριο 2024, προκειμένου να μετατραπεί και αυτή σε μονάδα Φυσικού Αερίου.

Απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός στον ενεργειακό προσανατολισμό της Ελλάδας

Έχουμε, λοιπόν, μια λάθος απόφαση σε λάθος χρόνο με την εμμονή στη βίαιη και πρόωρη απολιγνιτοποίηση, όταν χώρες της Ε.Ε. που διαθέτουν στερεά καύσιμα (Γερμανία, Πολωνία, Τσεχία, Βουλγαρία) παραπέμπουν την απολιγνιτοποίησή τους στην περίοδο 2038 – 2049. Ως αποτέλεσμα, το τελευταίο διάστημα χαμηλότερες τιμές ρεύματος έχουν χώρες με σημαντική παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Πολωνία.

Σε αυτές τις συνθήκες, η απόφαση της ΔΕΗ να αυξήσει την παραγωγή λιγνίτη στα 15 εκατ. τόνους ετησίως, έναντι των 10,5 εκατ. τόνων σήμερα, προκειμένου να ενισχυθεί η άμυνα της χώρας απέναντι στην εξάρτησή της από εισαγόμενες πανάκριβες πηγές ενέργειας, είναι μονόδρομος, αλλά δεν αρκεί.

Το συμπέρασμα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι ότι τόσο σημαντικές αποφάσεις όπως η αλλαγή του ενεργειακού προσανατολισμού της χώρας απαιτούν προσεκτικό σχεδιασμό, διερεύνηση πιθανών προβλημάτων, μελέτη και εξασφάλιση εναλλακτικών λύσεων, σταδιακή εφαρμογή.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ