Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
spot_img

Από τους καιρούς της βίας: Οι ορφανοί γονείς στη λογοτεχνία και στη ζωή

Γράφει η Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη

Φιλόλογος

«Όσο υπάρχει ειρήνη, τα παιδιά κηδεύουν τους γονείς τους, ενώ όταν ξεσπάει ο πόλεμος, οι γονείς κηδεύουν τα παιδιά τους.
Αλλά έτσι θα το θέλαν οι θεοί να γίνουν τα πράγματα».

Αυτά είπε ο Κροίσος, ο ηττημένος βασιλιάς των Λυδών στον νικητή Πέρση, τον Κύρο, σύμφωνα με τη συναρπαστική Ιστορία του Ηροδότου1. Με τη διαφορά, ότι ο Θουκυδίδης -πατέρας της κριτικής Ιστορίας- και ο Σωκράτης, εντόπισαν την αιτία των πολέμων εκεί όπου και σήμερα βρίσκεται: στο φόβο μεταξύ των ισχυρών κρατών2 και στον ανταγωνισμό τους, με μήλον της έριδος το μέγιστο οικονομικό συμφέρον.
Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη λήξη των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ εναντίον της τότε Γιουγκοσλαβίας, το 1999, βιώνομε έναν πόλεμο σε ευρωπαϊκό έδαφος, που λανθασμένα χαρακτηρίστηκε απρόβλεπτος. Και μοιάζει με θεία τιμωρία, επειδή λίγη σημασία δίναμε και δίνομε σε πολέμους μακριά από τα σύνορά μας, με παράδειγμα αυτόν που έχει καταδικάσει την Υεμένη σε ανθρωπιστική καταστροφή. Παράλληλα, η βάρβαρη ρωσο-ουκρανική σύρραξη έχει διχάσει ένα υπολογίσιμο τμήμα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, γύρω από τα ιστορικά ερωτήματα: «Τις πταίει»; Ποίοι οι πολεμοκάπηλοι, στη σκηνή ή από τα παρασκήνια;
Δεν πλήττουν οι πολιτικοί και πολεμικοί αναλυτές. Τελικώς όμως, χάνουν τη σημασία τους τα σχετικά περισπούδαστα κείμενα, ενώ μέσα στο σπίτι μας σκοτώνονται άνθρωποι κατά χιλιάδες, ξεριζώνονται, ισοπεδώνονται τα έργα τους – για όλα φροντίζει η τηλεοπτική μας οθόνη, τι πρόοδος αλήθεια! Τα παιδιά, οι νέοι και οι νέες μας, μαθαίνουν τι θα πει πόλεμος… Και επειδή δεν έχουν ακόμη αποκτήσει παιδιά, στο παρόν κείμενο θα καταβληθεί προσπάθεια να συναισθανθούν τον πόνο των ορφανών γονιών, από τα βάθη του χρόνων μέχρι σήμερα. Βέβαια, δεν προσπερνάμε ποτέ και το μαρτύριο κάθε παιδιού, που ο πόλεμος, του στερεί τη στοργή αυτών που τόσο το αγάπησαν, ή το καταδικάζει, εάν επιζήσει, σε συχνή υπερκτηνώδη ψυχική και σωματική κακοποίηση.
Κάποτε, ψυχρή η Ιστορία, θα καταγράψει, μεταξύ των άλλων, πόσα μικρά παιδιά καθώς και πόσοι νέοι στρατιώτες των εμπολέμων χάθηκαν στην Ουκρανία. Δεν είναι αριθμοί, αλλά τα πιο λατρεμένα πρόσωπα τόσων γονιών και πρέπει να ζούμε την οδύνη τους.

Ομήρου Ιλιάδα· ο θρήνος της μάνας

Το μοιρολόι το ακούμε πρώτα από τις σελίδες του Ομήρου και μάλιστα από μια μάνα, που γέννησε έναν ημίθεο. Τον θρηνεί πριν χαθεί, γιατί ξέρει ότι σύντομα αυτό θα συμβεί.
Μέχρι τα βάθη της θάλασσας, στην κρυστάλλινη σπηλιά της Θέτιδας, έφτασε η κραυγή του Αχιλλέα μετά το χαμό του Πατρόκλου, και οι Νηρηίδες δεν μπορούν να παρηγορήσουν την αδελφή τους, που κινεί το μοιρολόι βλέποντας να έρχεται το τέλος και του δικού της παιδιού:

Αλί κι αλί σε με, την άμοιρη πικρολεβεντομάνα!
Γέννησα γιο τρανό, αψεγάδιαστο, στους αντρειωμένους πρώτο
κι ως τρυφερό κλωνάρι ανάδωσε.
… Αλίμονο, δεν θα τον δω να γέρνει
στο πατρικό ξοπίσω σπίτι του, να τον καλωσορίσω…»
(Σ. 50-60)

Ίσκιος πάντοτε κοντά στο γιο της η θεϊκή μάνα, ξανά βρέθηκε πλάι του, στο ακρογιάλι της Τροίας. Ενώ βογγούσε, αγκάλιασε το κεφάλι του «και μεσ’ στα κλάματα ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια: Τι κλαις, παιδί μου; … για μίλα μου ανοιχτά…». Ο Έκτωρ άρπαξε τη ζωή του Πατρόκλου αλλά και τα «γιγαντένια άρματά του», αυτά που είχε δώσει προσωρινά ο Αχιλλέας στο φίλο του. Η κλαίουσα Παναγία της Ιλιάδας, την επόμενη αυγή θα φέρει νέα, λαμπρή αρματωσιά από τα χέρια του Ηφαίστου, φροντίζοντας πάντοτε, όσο ζει ο λιγόχρονος γιος της, να είναι τιμημένος…
Ωστόσο, ο δίκαιος τραγουδιστής δεν ξεχνά και τη θνητή μάνα, τη βασίλισσα Εκάβη, που κλαίει και εκείνη τον Έκτορα, αφού οι σπαρακτικές παρακλήσεις της δεν τον κράτησαν μακριά από την άγρια εκδίκηση του Αχιλλέα. Τώρα δεν μπορεί το χέρι της όπως άλλοτε, να «φυτρώσει» από αγάπη στο δικό του, παρά μόνο να τον αποχαιρετήσει:
Έκτορα εσύ, που απ’ όλους πιότερο τους γιούς μου σ’ αγαπούσα,
όσο μου εζούσες πριν, οι αθάνατοι σου ’χαν περίσσια αγάπη.
Και τώρα ολόδροσος στο σπίτι σου μού κείτεσαι, πριν λίγο σα να σκοτώθης…
(Ω, στ. 748-749)

Ο Όμηρος και η τραγική ποίηση παρέβλεψαν τα μεγαλοπρεπή ενδύματα της Θέτιδας και της Εκάβης, για να μας τις αφήσουν απλές, κλαίουσες μητέρες, συμβολικά θύματα, μαζί με τα παιδιά τους, του διαχρονικού «Ύπνου της Λογικής», που γεννά τα τέρατα των πολέμων.

Από το Μύθο, στο Θείο Δράμα και στη συνέχειά του

Διαχρονικά η ελληνική ψυχή, αυθόρμητα ζητά τη βοήθεια της Μητέρας του Ιησού, – Παναγιά, βάλε το χέρι σου! – που γνώρισε τον μεγαλύτερο ανθρώπινο πόνο βλέποντας σταυρωμένο το παιδί της. Μας τον μετέδωσαν με βαθύ συναίσθημα, η βυζαντινή τέχνη του λόγου και της εικόνας καθώς και Νεοέλληνες ποιητές, όπως ο Κώστας Βάρναλης. Ο ποιητής, έχοντας ισχυρότατη την αίσθηση της αδικίας των ανθρώπων, αν και δεν ήταν θρησκευόμενος, έγραψε ίσως τα ωραιότερα ποιήματα για την πάσχουσα θεϊκή μητέρα, συνεχίζοντας τον απελπισμένο θρήνο της:
«Ω γλυκύ μου Έαρ, πού έδυ σου το κάλλος;».

… Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.
(απόσπασμα)

Το 1992 γράφει ο Βάρναλης την «Μάνα του Χριστού», χωρίς να γνωρίζει ότι ένα αδημοσίευτο τότε ελεγείο του Κωνσταντίνου Καβάφη, εικονίζει την ολοφυρόμενη Μαριάμ της Ναζαρέτ, στην απάνθρωπα βασανισμένη μορφή ενός αιγυπτιακού χωριού. Για πρώτη και τελευταία φορά ο Αλεξανδρινός καταθέτει ποιητική απάντηση στη σύγχρονή του πολιτική πραγματικότητα, με τίτλο, «27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.»3.
Τότε ακριβώς, οι εξουσιαστές της Αιγύπτου, στο χωριό Ντενσουάι οργανώνουν ως δημόσιο θέαμα! τον απαγχονισμό πέντε χωρικών που διαμαρτυρήθηκαν για τη βαναυσότητα Άγγλων αξιωματικών. Ξεκάθαρος και καταγγελτικός ο Καβάφης από τον πρώτο στίχο:
«Σαν το’ φεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν
το δεκαεφτά χρονών αθώο παιδί…»,
και μπροστά στα μάτια της μάνας του…, εκείνη:
«σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα…
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο…».
Όπως ξεφώνιζε για την ορφάνια της η βαρναλική μάνα. Και η χωρική «μάρτυσσα» μοιρολογούσε:
«Δεκαεφτά χρόνια μοναχά με τα ’ζησες, παιδί μου.
Το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί

κ’ ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν…»,
αλλά η μάνα δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια:
«Δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου…»

Τριάντα χρόνια μετά, στη Θεσσαλονίκη, η Κατίνα Τούση είναι η Παναγία και η μάνα του Ντενσουάι, θρηνώντας τον 27χρονο γιο της, σκοτωμένο από τους Έλληνες χριστιανούς (!) που πνίγουν στο αίμα την πανεργατική απεργία, τον Μάη του 1936.
Στο δρόμο εδώ, καταμεσής, τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω…
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω…

Ο Γιάννης Ρίτσος, με δάσκαλο το Βάρναλη, και ο Μίκης Θεοδωράκης συνέθεσαν τον «Επιτάφιο» των παλικαριών της Ελλάδας, που πάντα, αν και δεν τον γνωρίζουν, είναι θρήνος των γονιών της κάθε Ουκρανίας.

«Μ’ ευλάβεια και με λύπη…»
Ο ορφανός πατέρας
Και όμως, συμβαίνει στην Ιλιάδα. Πρώτος ορφανός πατέρας είναι ο ύψιστος Δίας. Υπέρτερη η άτεγκτη Μοίρα, δεν του επιτρέπει να σώσει από τον πόλεμο το γιο του το Σαρπηδόνα, τον πιο αγαπημένο του από τους θνητούς. Μόνη προσφορά οι αιμάτινες στάλες που ραίνουν τη γη, με εντολή του ανίσχυρου τώρα βασιλιά των θεών, και η φροντίδα για την ταφή του νεκρού. Λουσμένο στον ποταμό από τον Απόλλωνα και αρχοντοντυμένο, ο Ύπνος και ο Θάνατος, τα δίδυμα αδέρφια, μεταφέρουν το αγαπημένο σώμα στη Λυκία, στην πατρίδα του, για να του στήσει μνήμα, το μόνο που απομένει στον κάθε θνητό…
Εάν όμως απομένει, για χιλιάδες απόβλητους του 21ου αιώνα…
Ο αιώνιος ωστόσο, πατέρας είναι ο ομηρικός Πρίαμος. «Επί γήρατος ουδώ», στο σκαλοπάτι του γήρατος, σκεβρωμένος, κεραυνοβολημένος από το χαμό του ξεχωριστού Έκτορα και την άρνηση του ανήμερου Αχιλλέα, επί δώδεκα ημέρες, να παραδώσει το νεκρό στην Τροία, νύχτα φτάνει αθέατος στο γερό καλύβι του μέγιστου εχθρού του. Ο άλλοτε ευτυχισμένος βασιλιάς, είναι ικέτης μπροστά στον τρομερό πολέμαρχο,
«τα δυο του πιάνει αμέσως γόνατα, και τ’ αντροφόνα χέρια,
τα φοβερά φιλεί, που του ‘χανε πολλούς υγιούς σκοτώσει…».

Τον ικετεύει να ελευθερώσει το νεκρό παιδί του, να σεβαστεί τους θεούς και να τον συμπονέσει, «τον κύρη σου, Αχιλλέα, θυμάμενος…».

 

Λυγίζει ο εκδικητής… Ενός καιρού Πρίαμος και Πηλέας, θα οδηγήσουν το φονικό χέρι να πιάσει το χέρι του γέροντα και τους δυο εχθρούς να αρχίζουν το θρήνο, ο ένας για τον μακρινό Πηλέα και τον Πάτροκλο και ο άλλος για τον Έκτορα. Κάποια στιγμή ο γιος της Θέτιδας ανασηκώνει τον Πρίαμο και, πριν τον καθίσει σε θρονί, απορεί:
«Άμοιρε εσύ και που ποτίστηκες πικρά φαρμάκια τόσα!
πώς το βάσταξες…
τον άντρα ν’ αντικρίσεις, που άμετρους και ψυχωμένους γιους σου, σου χάλασα;».

Ο θεϊκός Όμηρος, με την αγάπη για όλους τους ήρωές του, θα δει το γέροντα πατέρα να παίρνει, τιμημένο από τον Αχιλλέα το νεκρό παιδί του και τον Αχιλλέα να έχει εξιλεωθεί για τις ανήκουστες βαρβαρότητες, που διέπραξε ο πόνος του. Ποια σημασία είχε το αλλοτινό μεγαλείο του Πριάμου; Το διέγραψε για την αγάπη του παιδιού του. Όσο όμως ακόμη θα ζούσε, θα παρέμενε απαρηγόρητος.

Ναι, απαρηγόρητος… Γιατί θυμάμαι, αναρτημένο σε σπίτι της Τρίπολης, το κρατικό, τιμητικό έγγραφο, μετά το θάνατο δύο παλικαριών της οικογένειας στον παγερό μας εμφύλιο. Η φράση του εγγράφου: «Η Ελλάς ευγνωμονούσα», δεν πρέπει να είχε νόημα για τον πατέρα. Δεκαπέντε χρόνια μετά τη συμφορά, τον έβλεπα να σέρνει τα βήματά του στους δρόμους της πόλης, πάντοτε εικόνα άλαλης λύπης.
Εικόνες χωρίς τέλος, ορφανών γονιών. Και στη βασανιζόμενη Κύπρο. Την ξεχασμένη και σήμερα, από τους συμπαραστάτες της Ουκρανίας, και όχι μόνο, ενώ είναι παρόμοια η μοίρα τους. Οποία υποκρισία!

3 του Μάρτη 1957, το Νησί συνεχίζει τον αγώνα για την ελευθερία του. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου από το κρησφύγετό του, κοντά στη Μονή Μαχαιρά, αντιπαλεύει ανυποχώρητος τους αποικιοκράτες. Εκείνοι, πάλι δήθεν χριστιανοί πολιτισμένοι, ρίχνουν βενζίνη και δυναμίτες στη σπηλιά, για να επαινέσει τη σπουδαία! νίκη τους ο Άγγλος κυβερνήτης.
Αλλά θα συνεχίσει ο Λεύκιος Ζαφειρίου, Κύπριος συγγραφέας, από το βιβλίο του «Μ’ ευλάβεια και με λύπη», έχοντας ως τίτλο τον υπέροχο καβαφικό στίχο. Πραγματικά, αυτός είναι ό,τι έπρεπε στην αναπαράσταση δεινών της Κύπρου, μπροστά στο βλέμμα του αναγνώστη4.
«Ο πατέρας του (του Αυξεντίου) όταν πήγε να αναγνωρίσει τον γιο του κοιτούσε το απανθρακωμένο σώμα, οικτρά παραμορφωμένο από τη φωτιά, με εγκαρτέρηση μπροστά στον αξιωματικό που τον συνόδευε. Κι όταν ο ξένος σήκωσε το ματωμένο χοντρό σεντόνι που κάλυπτε τη σορό, δεν ξέσπασε σε κλάματα κοιτώντας το άφαντο πρόσωπο του παιδιού του, με εγκαρτέρηση. Ο θάνατός του δεν έπρεπε να τον λυγίσει μπροστά στον εκπρόσωπο της αυτοκρατορίας που χρησιμοποίησε όλα τα μέσα στο όνομα της τάξης και του νόμου.
Και μόνο όταν βγήκε έξω και αφού του αρνήθηκαν να του δώσουν το νεκρό σώμα, ό,τι απέμεινε από τον Γρηγόρη Αυξεντίου, για να το κηδέψει με ευλάβεια, άρχισε να κλαίει»…
Μετά από 65 χρόνια, η ιστορία των Αυξεντίου επαναλαμβάνεται στην Ουκρανία… Μιλάμε για πολιτισμό ή βαρβαρότητα του 21ου αιώνα;

Να συνεχιστεί το ταξίδι προς την Ειρήνη
Και έρχεται στη μνήμη πάλι ο Κροίσος του Ηροδότου, που μεταξύ των άλλων είχε πει στον Κύρο: «… Κανείς δεν είναι τόσο ανόητος, ώστε να προτιμάει τον πόλεμο από την ειρήνη». Αλλά ισχυρίστηκε ότι εκείνος, παρασυρμένος από το θεό των Δελφών κήρυξε πόλεμο…
Λάθος έκανε ο Κροίσος. Υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί όχι απλώς ανόητοι, αλλά παρανοϊκοί, που οργανώνουν πολέμους, δηλαδή φριχτά εργαστήρια του ανθρώπινου πόνου.
Αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι, σύμφωνα με τον ωραίο ποιητή, πρέπει να αλλάξει ο δρόμος προς την Ειρήνη, που χαράχτηκε και στη χώρα μας τη δεκαετία του ’60, πριν από το 1967. Ο δρόμος, είναι θέμα ζωής και θανάτου να γίνει μεγάλη και πλατιά λεωφόρος, για να χωρέσει όλους, μα όλους εμάς, επαναστατημένους εναντίον της καταστροφής και υπέρ της Ειρήνης. Αν αυτό συμβεί, θα ανατέλλει μια Ελπίδα. Αν δεν συμβεί, κάθε εγκατάλειψη του ταξιδιού θα είναι η χείριστη προδοσία. Ακόμη κι ένας άνθρωπος να σώζεται από τον πόλεμο, αυτό θα σημαίνει λιγότερα δάκρυα για την ανθρωπότητα…

 

Τ’ όνομά σου: Eιρήνη…
Νικηφόρος Βρεττάκος

 

Τ’ όνομά σου: ψωμί στο τραπέζι.

Τ’ όνομά σου: νερό στην πηγή.

Τ’ όνομά σου: αγιόκλημα αναρριχώμενων άστρων.

Τ’ όνομά σου: παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα

στην πρώτη του Μάη.

Τ’ όνομά σου: ένας ψίθυρο απ’ αστέρι σε αστέρι

Τ’ όνομά σου: ομιλία δυό ρυακιών μεταξύ τους.

Τ’ όνομά σου: μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο.

Τ’ όνομά σου: ένα ελάφι βουτηγμένο ως το γόνατο

σε μιαν άμπωτη ήλιου.

 

Τ’ όνομά σου: ροδόφυλλο σ’ ενός βρέφους το μάγουλο.

Τ’ όνομά σου: πεντάγραμμο στις κεραίες των γρύλλων.

Τ’ όνομά σου: ο Ηνίοχος στην άμαξα του ήλιου.

Τ’ όνομά σου: πορεία πέντε κύκνων που σέρνουν

την Πούλια μεσούρανα.

 

Τ’ όνομά σου: Ειρήνη στα κλωνάρια του δάσους.

Τ’ όνομά σου: Ειρήνη στους δρόμους των πόλεων.

Τ’ όνομά σου: Ειρήνη στις ρότες των πλοίων.

Τ’ όνομά σου: ένας άρτος, βαλμένος στην άκρη της γης

που περίσσεψε.

 

Τ’ όνομά σου: αέτωμα περιστεριών στον ορίζοντα.

Τ’ όνομά σου: αλληλούια πάνω στο Έβερεστ.

 

(Απόσπασμα από το «Μεγαλυνάρι»)

Παραπομπές
1 Ηροδότου Ιστορία. Μετάφραση Άγγελου Βλάχου, τόμος Α-Β. σελ. 66-67. Εκδόσεις Παπαδήμα, 1978
2 Θουκυδίδης. Πελοποννησιακός πόλεμος, μετάφραση Π. Ξιφαράς, τόμος Α. Σελ. 156. Εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλος
3 Κ. Π. Καβάφης. Άπαντα τα ποιήματα. Επιμέλεια: Σόνια Ιλίνσκαγια. Σελ. 370. Εκδόσεις Νάρκισσος, 2003
4 Λεύκιος Ζαφειρίου. Μ’ ευλάβεια και με λύπη. Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2013. Ο τίτλος είναι στίχος από το ποίημα του Κ. Π. Καβάφη «Η κηδεία του Σαρπηδόνος». Περιλαμβάνεται στον τόμο «Άπαντα τα ποιήματα» (Παραπομπή 3η)
5 Οι ομηρικοί στίχοι παρατίθενται σε μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή. Ομήρου Ιλιάδα. Αθήνα 1976

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ