Γράφει η Ρίκα Χρυσανθοπούλου
Διηγηματογράφος
Σουρουπώνει κι ακόμη περπατώ ανάμεσα στα λιόδεντρα. Χορεύτριες φαντάζουν οι περιστρεφόμενοι κορμοί τους, κι άλλοτε λιγνές κομψές αρχόντισσες με γερμένα μπράτσα. Θωρούν αναδεύοντας όλη μέρα τον ήλιο, σταθερά κι ευλογημένα, ώσπου να νυχτώσει, για ν΄ αρχίσουν ψιθυριστά το κουβεντολόι μέσα στ΄ ασημένια τους φυλλώματα. Ξέρω όμως, πως σωπαίνουν πάντα το ξημέρωμα. Σοφά και σταθερά. Κάθε μέρα.
Τα βήματά μου πατούν στο μονοπάτι που οδηγεί στο ξενοδοχείο. Με τις στερνές ακτίνες του ήλιου, προλαβαίνει το βλέμμα μου να σαρώσει την πεδινή έκταση της Λακωνίας. Σπίτια πέτρινα, στιβαρά, κι ανάμεσα πεζούλες φυτεμένες. Ανοιξιάτικες ευωδιές βιολέτας και πέτρινες αυλές με πέργκολες. Στρώσεις στα κενά οι φλογισμένες παπαρούνες, κυκλάμινα πλάι στα σκίνα, κι αριστερά μου η θάλασσα, στις χίλιες αποχρώσεις μιας μυρωμένης ελευθερίας. Λιόδεντρα παντού, στις πεδιάδες και τα βουνά, ήμερα και άγρια, λες και εξόρισαν για πάντα τα πεύκα κι όρισαν δική τους ασημόφυλλη πατρίδα.
Δυο πορτοκαλιές μοσχοβολούν κοντά στη γυάλινη είσοδο και ο πρώτος ήχος μιας πολυκοσμίας με πλημμυρίζει. Ουρά στο μπουφέ για το δείπνο. Στο χολ στα δεξιά μου ένα μεσήλικο ζευγάρι κάθεται πλάι-πλάι, σε δυο πολυθρόνες που για ταπετσαρία έχουν την υδρόγειο. Αυτός ντυμένος απλά, συντηρητικά και η συνοδός του, ξεχειλίζει μέσα στα παλιοκαιρίτικα ρούχα της, στολισμένη βραχιόλια και δαχτυλίδια στα παχουλά της χέρια.
Στο διακριτικό φωτισμό του χολ, κάθονται αμίλητοι και στα σκαμμένα από το χρόνο πρόσωπά τους, ψάχνω μάταια μια χαραμάδα φως. Κι αναρωτιέμαι αν μέσα στις ομιλίες, τον χρωματιστό, βουερό κόσμο του μπουφέ, τις λαχταριστές μυρωδιές, αρκούνται να κοιτάζουν τους άλλους απαθείς, από το μισοφωτισμένο χώρο.
Με χέρια κουρασμένα, ακουμπισμένα στα μπράτσα της πολυθρόνας τους, φαντάζουν να τα έχουν πει όλα στη ζωή τους. Κουβέντα δεν τους βγαίνει πια. Η θωριά τους δείχνει δυο μόνους ανθρώπους που έζησαν μαζί, που γέρασαν μαζί και δεν απέμεινε τίποτε.
Ποιός ξέρει ποιό συμβιβασμό κατάπιαν; δεν θα τον μάθουμε ποτέ. Ποιά «πρέπει» βρήκαν σαν δικαιολογία κάποτε και γλίστρησε η ζωή, ίδιο χρυσόψαρο, μέσα από τα χέρια τους. Σε ποιά σπηλιά κρύφτηκαν μέσα τους, ώσπου συνήθισαν να πορεύονται, μέχρι να καταβροχθίσουν ο ένας τον άλλο. Μήπως κατάλαβαν τελικά πως ήταν μάταιο ή μήπως είναι αργά για να αλλάξουν ρότα; Κι αυτό, το όποιο συμπέρασμα, θα μείνει πίσω από το κενό βλέμμα τους, το πιο πονεμένο μυστικό.
Κάθομαι ώρα παράμερα μπροστά από μια σκακιέρα και καμώνομαι πως παίζω με τον εαυτό μου. Τους παρατηρώ και θλίβομαι. Στάζουν τα λεπτά της κλεψύδρας, θαρρείς νότες μιας μουσικής που σβήνει. Κι αυτοί ακόμη ασάλευτοι, αμίλητοι, κουβάλησαν τη μοναξιά τους ως τη Λακωνία.
Ίσως αν έμεναν στο σπίτι τους να ήταν πλάι-πλάι, σε δυο άλλες πολυθρόνες, μπροστά από την λάμψη μιας τηλεόρασης, που αυτή την ώρα, το ρόλο της παίζει ο πολύχρωμος μπουφές.
Μια λεπτόκορμη κοπέλα με γλυκό χαμόγελο, στη γωνιά της τραπεζαρίας, χαϊδεύει τις χορδές μιας κιθάρας και η απαλή φωνή της αφήνεται στους ήχους της ρυθμικής μπαλάντας. Θυμίζει γλυκόλαλο καναρίνι σε ακριβό, χρυσό κλουβί.
Ο κόσμος ασχολείται με το πιάτο και την συντροφιά του. Κάποιοι έφηβοι με το τάμπλετ τους. Θαρρείς και κανείς δεν ακούει τις τρυφερές, δροσερές νότες που πετούν στον αέρα και ομορφαίνουν τη βραδιά. Κανείς δεν δίνει σημασία. Η κοπέλα χαμογελώντας, συνεχίζει στο επόμενο τραγούδι, σαν να έχει συνηθίσει να παίζει μόνο για τον εαυτό της, και ίσως γι΄ αυτό δείχνει να το απολαμβάνει τόσο.
Το αμίλητο ζευγάρι δεν κινείται από τη θέση του. Δεν συγκινείται, δεν πεινάει, δεν ανταλλάσσει ούτε λέξη, ούτε βλέμμα. Ασάλευτο.
Ίσως γιατί τα συναισθήματα ξεπερνούν συχνά τη λογική. Ίσως έτσι, ξεχνά κανείς τι έχει και εστιάζει σε ότι δεν έχει. Κι αυτό κάνει τη μοναξιά βαθύτερη.
Ο ήλιος βυθίστηκε πια στη Δύση. Τα λιόδεντρα άρχισαν να ψιθυρίζουν κινώντας τα ασημένια φύλλα τους, όπως κάθε βράδυ. Οι βάρκες στο μόλο, καθισμένες στα μπουντέλια τους, περιμένουν τη στιγμή που θα γλιστρήσουν στο νερό, σταθερή παρέα των Νηρηίδων.
Φαίνεται όμως πως ο αέναος, όμορφος και σιωπηλός κύκλος της Φύσης, περνάει απαρατήρητος εδώ. Πως τίποτε από όλα αυτά δεν αφυπνίζει τους ενοίκους γύρω μου, που πλάι στο πιάτο παρατηρούν με ενδιαφέρον τα κινητά τους, φορώντας τα ακριβά στολίδια τους. Τίποτε δεν αφυπνίζει και το μοναχικό αμίλητο ζευγάρι που χάνει χρόνο ζωής, χωρίς μια κουβέντα, ένα χαμόγελο, παραδομένο, βυθισμένο θαρρείς, σε σκέψεις ή και στο απόλυτο κενό. Παρατηρώ το άδειο βλέμμα τους. Τα ακίνητα χέρια τους.
Ξάφνου, νοιώθω να πνίγομαι μπροστά από τα πιόνια της σκακιέρας. Ψάχνω μια σανίδα να πιαστώ στην τρικυμία του μυαλού μου, που δεν κατανοεί τη σκηνή του θεάτρου γύρω μου.
Οι σκέψεις και οι απορίες μου, γεμίζουν βροχή το νου μου. Η άρνηση της ομορφιάς, η απόρριψη της ουσίας. Με γονατίζει η τόση μοναξιά γύρω μου. Αυτή η μοναξιά που οι άνθρωποι κουβαλούν μαζί τους, ακόμη και στον Παράδεισο.
Και μια προσευχή ανεβαίνει στα χείλη μου, σαν ικεσία. Θεέ μου, δώσε μου τη δύναμη, το σθένος, να μην βρεθώ ποτέ, καθισμένη σε μια πολυθρόνα ξενοδοχείου, με ταπετσαρία την υδρόγειο. Μα ποτέ.