Γράφει ο συγγραφέας Βαγγέλης Βογιατζής
Eίναι γνωστή η στενή φιλία που συνέδεε από τα νεανικά τους ήδη χρόνια τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Γκάτσο. Οι ειδικότερα ασχολούμενοι μάλιστα θα έχουν υπόψη τους και την αλληλογραφία που διατηρούσαν οι δύο σημαντικοί ποιητές μας όταν ο Ελύτης διέμενε στο εξωτερικό, στο πλαίσιο της οποίας χαρακτηριστική ήταν η αντίθεση μεταξύ των πολυσέλιδων, εκτεταμένων επιστολών του πρώτου και των σχετικά ολιγόλεκτων και συνοπτικών απαντητικών επιστολών του δεύτερου. Μια χαριτωμένη όσο και αποκαλυπτική πτυχή της αλληλογραφίας τους, που μαρτυρείται από πολλούς, είναι ότι όταν ο Νίκος Γκάτσος έγραψε κάποια στιγμή στον Οδυσσέα Ελύτη πως αφού με χαρά πάντοτε, εννοείται, λάμβανε και διάβαζε τα γράμματα που του έστελνε εκείνος, στη συνέχεια τα έσκιζε για να μην σωρεύονται, προτρέποντάς τον να μη γράφει μάταια σελίδες επί σελίδων, ο Ελύτης, χωρίς κατά τ’ άλλα να διαταραχθεί η σχέση τους, έπαψε πια να του γράφει.
Ο Γκάτσος που δεν πίστευε και τόσο στη ματαιοδοξία της υστεροφημίας, προφανώς έβλεπε ότι ο νομπελίστας πίσω και πέρα από την επικοινωνία με έναν καλό φίλο και πνευματικό συνοδοιπόρο, σκεφτόταν τους κριτικούς και την μελλοντική τοποθέτηση των γραμμάτων του σε περίοπτη θέση στο κειμενικό-λογοτεχνικό είδος της επιστολογραφίας, γράφοντάς τα ώστε να μείνουν στην…αιωνιότητα, αφαιρώντας όμως από τον λόγο του τη φυσικότητα και τον εκφραστικό αυθορμητισμό μιας κοινωνικής επαφής.
Τούτη η υστερόβουλη γραφειοκρατική – ακαδημαϊκή λογική δεν σπανίζει μεταξύ των δημιουργών σε κάθε πεδίο της Τέχνης, καθώς πολλοί είναι αυτοί που υποκύπτοντας στη φιλοδοξία τους, «τοκίζουν», κατά κάποιο τρόπο, με υπολογισμό τη φλόγα της ψυχής τους, για να καρπωθούν μακροπρόθεσμα τα οφέλη της «επένδυσής» τους και να στρογγυλοκαθίσουν αυτάρεσκα στις δάφνες μιας έξωθεν αναγνώρισης και καταξίωσης.
Αντίθετα με τους προηγούμενους, λιγότεροι διαχρονικά είναι οι καλλιτέχνες εκείνοι που, παραδομένοι απόλυτα στις εμπνεύσεις και στο ένστικτό τους, διοχετεύουν την ευαισθησία και το ταλέντο τους ανόθευτα από σκοπιμότητες στο έργο τους. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ανήκει ασφαλώς και ο σπουδαίος λαϊκός ζωγράφος από τη Βαρειά της Λέσβου, Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ο οποίος καταγοητευμένος και συνεπαρμένος από τους θρύλους και τις παραδόσεις του τόπου του, κινούμενος από ένα φλογερό, αδάμαστο και ακατανίκητο πόθο καλλιτεχνικής έκφρασης, βουτούσε τα πινέλα του στο οργιώδες φαντασιακό του και στην εσωτερική λάβα που πύρωνε τα σωθικά του, αναπαριστώντας στους τοίχους καφενείων, ελαιοτριβείων, φούρνων, μύλων και κατοικιών, τόσο το ηρωικό στοιχείο και τις μνημειώδεις επαναστατικές εξάρσεις αυτού του λαού όσο και τις λαμπρές πολιτισμικές ποιότητες του καθημερινού του βίου.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, βλέποντας την εικόνα στην ανάστροφη χρωματική της απόδοση ή αλλιώς το αρνητικό, θα λέγαμε, της φωτογραφίας, ο ίδιος αυτός λαός με κάποιες λίγες αξιομνημόνευτες εξαιρέσεις είναι εκείνος που περιγελούσε τον Θεόφιλο αποκαλώντας τον μειωτικά «σοβατζή», «ζερβοκουτάλα» (αριστερόχειρας καθώς ήταν και γι’ αυτό κοινωνικά στιγματισμένος για τα μυαλά εκείνης της εποχής), «μισακάτη», «αχμάκη» κ.ά. Ως και από μια σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε, τον έριξαν κάποτε στον Βόλο, τόπο διαμονής του για μερικά χρόνια, για να διασκεδάσουν οι θαμώνες κάποιου καφενείου, γεγονός που όπως εικάζεται τόσο τον τάραξε ώστε να τα μαζέψει και να γυρίσει αμέσως στη γενέτειρά του Λέσβο το 1927 τραυματισμένος ψυχικά και σωματικά.
Αλλά ακόμη και στο νησί του συνέχισε να δημιουργεί με αμοιβή ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί, πάμφτωχος σε όλη του τη ζωή, κόντρα στο ρεύμα της κανονικότητας του κοινωνικού του περίγυρου που τον περιέπαιζε αδιάλειπτα και στον τόπο του. Εκείνος, ωστόσο, έχοντας στο σελάχι της φουστανέλας που φορούσε τους χρωστήρες του αντί για όπλα, όπως οι οπλαρχηγοί του ‘21 τους οποίους τόσο θαύμαζε, εξακολουθούσε ανυποχώρητα να μάχεται με μοναδικό σύμμαχο την Τέχνη του. Δίχως να επιζητεί καμιά εν ζωή και καμιά μεταθανάτια δόξα, παρά μόνο να εξωτερικεύει τον χείμαρρο εικόνων που είχε θησαυρισμένο μέσα του. Την ώρα που με ενθουσιασμό τις φιλοτεχνούσε γύρω του, δεν σκεφτόταν ότι θα χάνονταν τα περισσότερα ίσως από τα έργα του είτε μετά από πυρκαγιές και σεισμούς είτε λόγω της φθοράς του χρόνου αλλά και της άγνοιας ή της αμέλειας των ανθρώπων. Κι αυτό διότι ήταν ολοκληρωτικά και ολόψυχα δοσμένος στη στιγμή της δημιουργίας, χωρίς να έχει στο νου του στρατηγικές ανέλιξης, καριέρας και κοινωνικής αποδοχής σε κάποιο κοντινό ή απώτερο μέλλον. Η πληρότητα και η ικανοποίηση που προσφέρει ένα γόνιμο παρόν στον εκάστοτε αυθεντικό και αφοσιωμένο δημιουργό είναι πλούτος αμύθητος που δεν συγκρίνεται με κανέναν άλλο. Αυτό θυμίζει λίγο τον Τάσο Λειβαδίτη σε εκείνους τους υπέροχους στίχους του που λέει:
«Όχι, δε θέλω δόξες, νίκες, έρωτες, χαρές!..
Σένα, ζωή, διψάω, καίγομαι,
σαν το σιδερά που τρελάθηκε
και κόλλησε παράφορα τα χείλη του
στο πυρωμένο σίδερο!..
Καμιά γυναίκα δε θα τον κοιτάξει πια
μα και κανείς, ωσάν αυτός,
δε φίλησε – μεμιά! –
όλη την τρέλα κι όλη την ομορφιά!..»
[Από τη συλλογή «Ποίηση (1952-1963)»,
Αθήνα, Κέδρος, 1965]
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, τελικά τούτοι οι «παράξενοι» άνθρωποι είναι που «περνούν απέναντι» και «σώζονται» κάνοντας κοροϊδευτικές γκριμάτσες και βγάζοντας τη γλώσσα τόσο στη μοίρα που τους ταλαιπώρησε όσο και στους συμβιβασμένους και στους μικροαστικά σκεπτόμενους νοικοκυραίους που τους χλεύαζαν για τη στάση ζωής που επέλεξαν.
Το 1961, μετά από πρωτοβουλία του διεθνώς καταξιωμένου Λέσβιου τεχνοκριτικού και εκδότη Στρατή Ελευθεριάδη (Τεριάντ) ο οποίος διέκρινε, κατέδειξε και προέβαλε εντός και κυρίως εκτός Ελλάδας την αξία του Θεόφιλου, που από το 1934 είχε ήδη φύγει πια από τη ζωή, διοργανώθηκε μεγάλη έκθεση με έργα του στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, με τον άλλοτε περιφρονημένο φουστανελοφόρο αυτοδίδακτο λαϊκό ζωγράφο να στέκει δίπλα στους κορυφαίους δημιουργούς όλων των εποχών.