Γράφει η Πέγκη Φαράντου – Διδάκτωρ ψυχολογίας Πανεπιστήμιου Αθηνών, συγγραφέας – ζωγράφος.
Eίναι κάτι παιδιά που η ζωή τούς έδωσε ένα επιπλέον χάρισμα, να παραμείνουν για πάντα παιδιά και η ψυχή τους να ταξιδεύει άδολα στον κόσμο…
Ένα τέτοιο παιδί είναι και ο Μάριος. Ο Μάριος είναι ένας όμορφος νέος γύρω στα τριάντα, που ζει και εργάζεται σε κάποιο προάστιο της Αττικής. Κάθε μέρα ξυπνά πολύ πρωί, οι υποχρεώσεις του είναι πολλές και ξεκινούν από νωρίς. Αφού ξυπνήσει, φορά το παντελόνι, το σακάκι και τη γραβάτα του και πηγαίνει στην Εκκλησία. Από πολύ μικρός ήταν παππαδάκι στην Εκκλησία και αγαπητό μέλος της. Εκεί θα μείνει και θα βοηθήσει όποιον χρειαστεί κάτι, με μεγάλη χαρά. Έπειτα, αφού πάρει την ευχή από τους ιερείς της Εκκλησίας, θα πάει περπατώντας στο Δημαρχείο να βοηθήσει και εκεί στις ειδικές δομές που έχει θεσπίσει η Πολιτεία για ανθρώπους με ειδικές ικανότητες.
Ο Μάριος, παρότι με λίγα κιλά παραπάνω, έχει βηματισμό γρήγορο και στιβαρό και όπου πάει πηγαίνει περπατώντας. Πριν κάποιο καιρό κάτι άλλαξε στις συνήθειες του κατά τις μετακινήσεις του. Ο Μάριος περπατούσε φορώντας μεγάλα ακουστικά στο κεφάλι του. Όλοι το είχαν παρατηρήσει αλλά κανείς δεν το είχε σχολιάσει. Όπου πήγαινε, μαζί και τα ακουστικά.
Ένα πρωινό που ο Μάριος έφτασε στην Εκκλησία, κάποιος του έκανε μια διακριτική παρατήρηση για τα μεγάλα ακουστικά. Από τότε ο Μάριος δεν τα ξαναφόρεσε αλλά δεν τον πείραξε καθόλου, γιατί οι σκέψεις του ήταν πάντοτε αγαθές. Ο καιρός περνούσε και κάποτε κάποιος θυμήθηκε το περιστατικό με τα ακουστικά και ρώτησε τι άκουγε με αυτά. Όλοι είχαν παρατηρήσει τα ακουστικά αλλά κανείς δεν είχε αναρωτηθεί τι να ακούει με αυτά. Τότε ο Μάριος απάντησε ότι άκουγε ραδιόφωνο, τον σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδας και τον σταθμό Πειραϊκή Εκκλησία…
Φέτος το Πάσχα ο Μάριος κουράστηκε. Μετά από μια δύσκολη περίοδο, λόγω πανδημίας και μέτρων που την ακολούθησαν, η Ελλάδα θυμήθηκε πως γιόρταζε κάποτε το Πάσχα. Παρότι πολλά βάραιναν τις καρδιές των Ελλήνων, οι Εκκλησίες γέμισαν με κόσμο και το ελληνικό πασχαλινό τραπέζι στρώθηκε πάλι. Ο Μάριος συμμετείχε σε όλες τις λειτουργίες και εργασίες για τις ανάγκες των ημερών. Όταν το Πάσχα τελείωσε ήταν πολύ κουρασμένος και το μόνο που σκεφτόταν ήταν τις διακοπές που θα πήγαινε με τη μαμά του το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι όμως αργούσε και εκείνος ήταν προβληματισμένος τον τελευταίο καιρό. Στον προβληματισμό του Μάριου δεν προλάβαινε κανείς να δώσει σημασία. Όταν οι άγιες μέρες πέρασαν και οι περιστάσεις το επέτρεψαν, ο Μάριος ανακοίνωσε ότι θέλει να πάει ένα ταξίδι, ένα ταξίδι σε ένα μέρος που δεν είχε πάει ξανά. Τότε ρώτησαν τον Μάριο, «πού είναι αυτό το μέρος που θέλεις τόσο να πας;» και εκείνος απάντησε, «στη Μύκονο!». Ο Μάριος ήθελε να επισκεφτεί το νησί της Μυκόνου και ρωτούσε τους φίλους που ήταν κοντά του αν την έχουν επισκεφτεί. Τότε ο κάθε ένας κατέθεσε τη δική του εμπειρία από την επίσκεψή του στο νησί· άλλος έλεγε για την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, άλλος για τη νυχτερινή ζωή, άλλος για τα διάσημα πρόσωπα που μπορεί κανείς να συναντήσει, άλλος για την ομορφιά του νησιού, τα εστιατόρια, την ελευθερία έκφρασης…
Ο χρόνος κυλούσε με διηγήσεις και σχόλια. Στο τέλος ρώτησαν τον Μάριο, «εσύ τι θέλεις να δεις στο νησί αυτό;» Τότε ο Μάριος είπε, «θέλω να επισκεφτώ την Παναγιά την Παραπορτιανή, την Εκκλησία που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα».
Η ώρα είχε περάσει και όλοι πήραν τον δρόμο της επιστροφής χωρίς να πουν τίποτα· μόνο ευχές για ένα καλό βράδυ…