«Το γέλιο είναι η μεγάλη παρηγοριά του λαού και οι μεγάλοι κωμικοί ποιητές είναι γνήσια λαϊκοί. Δηλαδή, μας κάνουν να θυμόμαστε και να ονειρευόμαστε ταυτόχρονα. Οι ψευτολαϊκοί απλώς κολακεύουν τις ευτελείς συνήθειές μας». Αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, με την ιδιότητα του σκηνοθέτη της παράστασης «Θεσμοφοριάζουσες», ο Γιάννης Μπέζος. Το σκηνοθετικό σημείωμα του σημερινού καλεσμένου μας θα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρεται και στους κωμικούς ηθοποιούς, στην εκλεκτή κάστα των οποίων ανήκει και ο ίδιος.
Λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης στο Κηποθέατρο Παπάγου την Πέμπτη 30 Ιουνίου, την οποία θα ακολουθήσει πανελλαδική περιοδεία, ο δημοφιλής ηθοποιός στη συνέντευξη στην Αμαρυσία αποδεικνύει για ποιόν λόγο και ο ίδιος θεωρείται ένας γνήσια «λαϊκός» ηθοποιός και μάλιστα χωρίς ποτέ να λαϊκίζει ή να χαϊδεύει τα αυτιά του κοινού.
Η Αθήνα και οι γυναίκες στην εποχή του Αριστοφάνη, οι διαχρονικές παθογένειες της φυλής μας, η άποψή του για τη νέα γενιά ηθοποιών (στην οποία ανήκει και η κόρη του, Υρώ), ακόμα και οι διαχρονικοί «Απαράδεκτοι», μπήκαν στην ατζέντα της κουβέντας μας εν μέσω εντατικών προβών σε μια ακόμα αριστοφανική κωμωδία, στην οποία συμμετέχει.
Συνέντευξη: Τάσος Μεργιάννης
Τι είναι αυτό που έχει κάνει τις «Θεσμοφοριάζουσες» να θεωρούνται ένα από τα κορυφαία έργα του Αριστοφάνη;
Όλα τα έργα του Αριστοφάνη έχουν κάτι να πουν. Ο Αριστοφάνης είναι ένας πολιτικός ποιητής. Μπορεί κάποιος να ανατρέξει στα έργα του για να βρει ιστορικά ντοκουμέντα, καθώς, σε αντίθεση με τους τραγικούς, λειτουργεί και ως «ποιητής της αγοράς».
Στις «Θεσμοφοριάζουσες» βρισκόμαστε στο 411 π.χ. και βλέπουμε την πόλη της Αθήνας να είναι σε πολύ δύσκολη θέση λόγω του Πελοποννησιακού πολέμου. Όλες οι δημοκρατικές διαδικασίες είναι σε ύφεση και επικρατεί ο λαϊκισμός.
Μέσα σε όλα αυτά, ο ποιητής μάς δείχνει και τη θέση των γυναικών, οι οποίες με αφορμή μια γιορτή με παγανιστικό χαρακτήρα, τα Θεσμοφόρια, θέλουν να καταδικάσουν τον Ευριπίδη και εκεί συμβαίνουν διάφορα ευτράπελα και κωμικά.
Ποιος είναι ο ρόλος των γυναικών στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, σε μια εποχή όπου η μεγαλύτερη αρετή για μια γυναίκα εθεωρείτο η σιωπή;
Οι γυναίκες επί Αριστοφάνη δεν ήταν όπως οι γυναίκες στο Αφγανιστάν επί Ταλιμπάν. Οι γυναίκες τότε μπορεί να μην είχαν πολιτικά δικαιώματα (μην ξεχνάμε ότι δικαίωμα ψήφου εκτός από τις γυναίκες δεν είχαν οι δούλοι, οι μέτοικοι και οι κάτω των 30), αλλά είχαν δικαιώματα στη ζωή. Ο Αριστοφάνης τις παρουσιάζει πολύ ενεργές και σκεπτόμενες. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και επιπόλαιες- όπως όλοι οι άνθρωποι δηλαδή. Η διαφορά είναι ότι οι γυναίκες δεν μπορούσαν να πολεμήσουν. Τότε το αξιόμαχο των ανδρών θεωρείτο μεγάλη τιμή. Αυτό τις έβαζε σε δεύτερη, αλλά όχι, κατά τη γνώμη μου πάντα, σε άσχημη μοίρα.
Ο δικός σας ρόλος είναι αυτός του Μνησίλοχου. Για ποιόν λόγο ο ήρωάς σας επιστρατεύει τρικ όπως την παρενδυσία και την πλαστοπροσωπία;
Πρόκειται για ένα παιχνίδι του Αριστοφάνη για να δημιουργήσει ένα κωμικό κλίμα. Καθώς δεν υπήρχε περίπτωση να μπει άνδρας στα «Θεσμοφόρια», ο Μνησίλοχος εμφανίζεται ντυμένος γυναίκα. Λέει στις γυναίκες διάφορες «αρλούμπες» μέχρι που τον καταλαβαίνουν και τραβάει των… παθών του τον τάραχο! Στο τέλος του έργου υπάρχει μια λύση και καταλήγει σε μια γιορτή. Σκοπός του έργου είναι να γελάσουν οι θεατές και να έρθουν σε επαφή με έναν «κόσμο» που δεν είναι και πολύ μακριά μας.
Στα έργα του Αριστοφάνη εμφανίζονται μερικές από τις διαχρονικές παθογένειες της φυλής μας. Μπορείτε να μας πείτε μερικές από αυτές;
Η επιπολαιότητα στη σκέψη, ο λαϊκισμός, η δημαγωγία και η δικομανία. Μιας και αναφερόμαστε στη δικομανία, ελάττωμα της φυλής μας στο οποίο βασίστηκαν και οι Αριστοφανικές «Σφήκες», οι μισοί απ’ όσους εμπλέκονταν σε δίκες ήταν ψευδομάρτυρες, μιας και τότε δεν υπήρχε γραπτό δίκαιο.
Βεβαίως, μέχρι να ξεσπάσει ο Πελοποννησιακός πόλεμος υπήρχε το μεγαλείο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Βλέπετε, οι Σπαρτιάτες και οι Λακεδαιμόνιοι δεν ήθελαν την υπερδύναμη των Αθηνών. Ο τότε Ελλαδικός χώρος, ικανός τόσο για το μεγαλείο όσο και για την καταστροφή, έμοιαζε με μικρογραφία του πλανήτη μας.
Από την άποψη ότι συχνά η πραγματικότητα ξεπερνά τον μύθο και πολλές φορές η μοίρα ξεφεύγει από τα χέρια μας, κατά πόσο αυτό που ζούμε σήμερα στην πραγματική ζωή μοιάζει με κωμωδία;
Υπάρχει ένα έλλειμμα στην ιστορική γνώση, η οποία μας ταλαιπωρεί. Όταν δεν μαθαίνεις από την Ιστορία, είσαι καταδικασμένος να την ξαναζήσεις. Ως χώρα είμαστε καταδικασμένοι να ισορροπούμε ανάμεσα στον Χριστιανισμό και τη φιλοσοφική σκέψη , που αποτελούν τους πυλώνες του Δυτικού κόσμου. Άλλη επιλογή δεν έχουμε. Και αυτό είναι και ευλογία και κατάρα.
Η κωμωδία ως θεατρικό είδος έχει ελληνική προέλευση. Ως Έλληνας αλλά και ως άνθρωπος που έχει υπηρετήσει πιστά αυτό το σπουδαίο είδος, θα ήθελα να μου αναφέρετε μερικά πρόσωπα που εκτιμάτε και τα οποία θεωρείτε ταυτισμένα με την κωμωδία.
Δεν έχει καμία σημασία να αναφέρω ονόματα. Αυτά τα κρίνει ο χρόνος. Υπήρχαν και ακόμα υπάρχουν σπουδαίοι καλλιτέχνες που υπηρετούν το είδος. Η κωμωδία βασίζεται κατά πολύ στον προσωπικό αυτοσχεδιασμό. Η καταγωγή της είναι Διονυσιακή, επομένως υπάρχει ένας Θεός, τον οποίο επικαλούμαστε κάθε φορά που παίζουμε αρχαία κωμωδία. Ένας Θεός αρχαίος, που οι άνθρωποι μπορούν να τον κάνουν ότι θέλουν. Σε πολλά έργα του Αριστοφάνη ο Διόνυσος διακωμωδείται.
Συχνά ο θεατής αντιπαθεί τα πρόσωπα μιας κωμωδίας. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξε μια τηλεοπτική κωμωδία στην Ελλάδα, στην οποία οι ήρωες έπαιζαν με τα αληθινά μικρά τους ονόματα και αγαπήθηκαν όλοι. Αναφέρομαι στους «Απαράδεκτους», μια σειρά που αποτέλεσε την απαρχή μιας «επανάστασης» στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Ποιο ήταν το μυστικό της επιτυχίας αυτής της δουλειάς;
Δεν νομίζω ότι ενδιαφέρουν κανέναν αυτές οι παλιές ιστορίες. Μιας και ρωτάτε, όμως, να σας υπενθυμίσω ότι μιλάμε για άλλες εποχές, πολύ πιο απλές από τη σημερινή. Η ιδιωτική τηλεόραση βρισκόταν στο ξεκίνημά της και ζητούσε καινούργια πράγματα. Η επιτυχία της σειράς ήταν ότι ήταν τολμηρή «τόσο όσο», σε αντίθεση με τη σημερινή τηλεόραση που είναι συντηρητική.
Όταν λέτε «τολμηρή», αναφέρεστε στον πρώτο gay ρόλο στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης;
Και όχι μόνο. Και η γλώσσα ήταν τολμηρή και η θεματολογία.
Βλέπετε σήμερα επαναλήψεις σειρών, στις οποίες συμμετείχατε;
Μόνο αποσπασματικά και εάν τύχει.
Έχετε πει κάτι που αγγίζει τα όρια του μεταφυσικού: «Τα άλλα επαγγέλματα δεν έχουν καμία σχέση με το θέατρο. Η δική μας δουλειά δεν είναι κανονική». Τι εννοούσατε;
Η λέξη «κανόνας» έχει εκκλησιαστική καταγωγή. Το θέατρο είναι μια σύμβαση, στην οποία μπαίνουν θεατές και ηθοποιοί. Εσείς γνωρίζετε ότι εγώ δεν είμαι ο ρόλος. Παρ’ όλα αυτά, έρχεστε στο θέατρο, πληρώνετε το εισιτήριό σας και κάνετε ότι πιστεύετε ότι είμαι. Κι εγώ, ως ηθοποιός, βάζω κάποια ρούχα και υποδύομαι κάποιον άλλον. Είναι σαν να δημιουργώ κάτι εκ του μηδενός, έναν νέο «άνθρωπο» με σώμα και φωνή, το οποίο φυσικά είναι θνησιγενές, καθώς «πεθαίνει» δυο ώρες μετά τη γέννησή του. Αυτό, λοιπόν, δεν είναι «κανονικό». Δεν είναι κάτι που καταλαβαίνεις, αλλά που αισθάνεσαι.
Θυμάστε ποια ήταν η αφορμή ή αν θέλετε το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με το επάγγελμα;
Δεν θυμάμαι ακριβώς. Όταν κάποιος είναι μικρός, βλέπει διάφορα θεάματα που τον μαγεύουν. Πράγματα που μπορεί να περιέχουν και μια πληροφορία του στυλ «πώς γίνεται αυτό». Αυτό είναι που σε γοητεύει και αποφασίζεις να καταπιαστείς με αυτό. Και μάλιστα, εάν σε γοητεύει πραγματικά, δεν ρωτάς κανέναν εάν θα το κάνεις. Το κάνεις έτσι κι αλλιώς. Το εάν θα επιτύχεις ή όχι είναι άλλη ιστορία.
Υπήρξε στιγμή που μετανιώσατε για την επιλογή σας;
Όχι, ποτέ.
Η κόρη σας όχι μόνο ακολουθεί τα χνάρια των δυο επιτυχημένων γονιών της, αλλά έχει να επιδείξει ήδη ένα σπουδαίο βιογραφικό σε θέατρο και κινηματογράφο. Τι σκέφτεστε γι’ αυτήν ως πατέρας, αλλά και ως θεατής;
Την παρακολουθώ ως θεατής – φυσικά, δεν παύει να είναι κόρη μου – και συνειδητοποιώ ότι έχει μια δική της διαφορετική πορεία. Το ρεπερτόριό της είναι διαφορετικό και έχει αυτονομηθεί πλήρως. Έχει ένα ίχνος προσωπικό και αυτό ακριβώς πρέπει να έχει. Να μην φέρνει κάτι σε εμάς, να έχει το δικό της «χνάρι». Αυτό με κάνει ιδιαίτερα χαρούμενο.
Θα θέλατε να συνεργαστείτε μαζί της;
Δεν θα είχα πρόβλημα, αλλά δεν είναι και υποχρεωτικό να γίνει. Παλιότερα είχαμε συνεργαστεί. Αυτά τα φέρνει η ανάγκη, αλλιώς γίνεται «στυλ». Και κάτι τέτοιο δεν θα ενδιέφερε ούτε εμένα, ούτε τη σύζυγό μου, ούτε την κόρη μου.
Είναι γνωστό ότι ανήκετε στους ανθρώπους που δίνουν χώρο σε νεότερους ηθοποιούς. Πώς βλέπετε τη νέα γενιά;
Θεωρώ ότι είναι πολύ καλύτερη από την παλιότερη. Υπάρχουν άνθρωποι ταλαντούχοι, διαβασμένοι, έτοιμοι να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους. Άλλωστε, η υποκριτική δεν είναι κάτι άλλο από ένα προσωπικό στοίχημα. Αυτό που φοβάται ο ηθοποιός πάνω στη σκηνή είναι ο εαυτός του, από την άποψη εάν θα έχει ενδιαφέρον προς τον θεατή. Η εκτίμησή μου είναι πως για να κατακτήσεις μια θέση πιο μεγάλη στη δουλειά μας, απαιτείται χρόνος. Δεν είναι κάτι που γίνεται από τη μια ημέρα στην άλλη. Τα ξαφνικά «πετάγματα» πλην ελαχίστων εξαιρέσεων είναι χωρίς αντίκρισμα.
Εκτός από τα ταλέντο, είναι και η τύχη προαπαιτούμενο στη δουλειά σας;
Το ταλέντο είναι σχετικό, θα χρησιμοποιούσα καλύτερα τη λέξη «χάρισμα». Θέλει ακόμα πολλή υπομονή, εργασία και κυρίως θάρρος.
Έχετε πει «δεν υπάρχει περίπτωση να δημοσιοποιηθεί κάτι από την προσωπική μου ζωή» ή «αποκλείεται κάποιος να μιλήσει στο κινητό σε παράστασή μου». Πώς κερδίζονται αυτά τα κεκτημένα;
Με το ζόρι· όσο περίεργη και εάν ακούγεται η λέξη. Υπάρχουν κάποια πράγματα που επιβάλλονται, δεν αφήνονται στη διακριτική ευχέρεια. Και επιβάλλονται όχι λόγω πείσματος, αλλά για λόγους προστασίας της δουλειάς των ηθοποιών και της αξιοπρέπειας του κοινού. Όσον αφορά την απαγόρευση της χρήσης του κινητού στην αίθουσα, νιώθω ότι έχω όχι το δικαίωμα αλλά την υποχρέωση να το κάνω, για να προστατεύσω το εισιτήριο των θεατών.
Ανήκετε στους ηθοποιούς που λένε «θα πεθάνω στο σανίδι;»
Το θέμα δεν είναι να «πεθάνεις» στο σανίδι – κανείς δεν έχει όρεξη να δει κάποιον να πεθαίνει στη σκηνή. Η δουλειά η δική μας δεν ορίζεται στον χρόνο. Υπάρχουν ρόλοι για όλες τις ηλικίες. Είναι μια δουλειά από την οποία δεν βγαίνεις στη σύνταξη, ουσιαστικά εννοώ και όχι νομικά. Εφόσον έχεις κάτι να πεις και σε βοηθάει η διάθεση και το σώμα σου, μπορείς να παίξεις.
Πριν από λίγο καιρό ολοκληρώσατε τα γυρίσματα κάποιων επεισοδίων του 3ου κύκλου της σειράς «Έτερος Εγώ» με τον τίτλο «Νέμεσις». Τι κάνει αυτήν την τηλεοπτική δουλειά να ξεχωρίζει;
Η θεματολογία της. Πρόκειται για ένα noir, κάτι που δεν συνηθίζει η ελληνική τηλεόραση. Θα έλεγα ότι είναι δουλειά φτιαγμένη με γνώση και τιμιότητα. Μια δουλειά «προστατευμένη» από την άποψη ότι οι συνθήκες παραγωγής είναι οι καλύτερες δυνατές για το επίπεδο της Ελλάδας. Το ίδιο και το καστ, οι φωτισμοί… Όλα είναι προσεγμένα.
Υπάρχει κάτι που δεν έχετε κάνει ακόμα στον χώρο και θα θέλατε πολύ να κάνετε;
Όχι. Τα έχω κάνει όλα. Τα έχω χορτάσει όλα!
Πληροφορίες
«Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη
Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στο Κηποθέατρο Παπάγου την Παρασκευή 30 Ιουνίου στις 21.00 και θα επαναληφθεί στον ίδιο χώρο και το Σάββατο 1 Ιουλίου.
Θα ακολουθήσει πανελλήνια περιοδεία.
Διανομή
Μνησίλοχος: Γιάννης Μπέζος
Ευριπίδης: Βλαδίμηρος Κυριακίδης
Κρίτυλλα: Φωτεινή Μπαξεβάνη
Αγάθωνας/Τοξότης: Λαέρτης Μαλκότσης
Χορός: Νίκη Σερέτη
Χορός: Γιάννα Παπαγεωργίου
Κλεισθένης: Παναγιώτης Κατσώλης
Χορός: Αρετή Πασχάλη
Χορός: Λήδα Καπνά
Υπηρέτης: Αλέξης Βιδαλάκης
Πρύτανης: Σταύρος Μαρκάλας
Χορός: Ντένια Στασινοπούλου
Χορός: Κωνσταντίνα Νταντάμη
Χορός: Αγγελική Γρηγοροπούλου
Χορός: Eλένη Ζαχοπούλου
Χορός: Μανταλένα Καραβάτου
Συντελεστές
Μετάφραση: Κ. Χ. Μύρης (Κ. Γεωργουσόπουλος)
Σκηνοθεσία: Γιάννης Μπέζος
Πρωτότυπη μουσική – σύνθεση: Φοίβος Δεληβοριάς
Ενορχήστρωση: Σταμάτης Σταματάκης
Σκηνικά: Γιώργος Γαβαλάς
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Κίνηση: Σεσίλ Μικρούτσικου
Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας
Φωτογραφίες, βίντεο: Δημήτρης Μακρής
Μουσική διδασκαλία: Νεφέλη Φασουλή
Βοηθός σκηνοθέτη: Βοηθός ενδυματολόγου: Κωνσταντίνα Δακτυλίδη
Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη
Οργάνωση παραγωγής: Ντόρα Βαλσαμάκη
Προπώληση: viva.gr