Γράφει η Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη, Φιλόλογος
«Θεωρούμε όχι φιλήσυχο, αλλά άχρηστο, εκείνον
που εντελώς απέχει από τα πολιτικά πράγματα».
Θουκυδίδου Β’ 41,
Ο Περικλέους Επιτάφιος
Πρόσφατα, η έκδοση της βιογραφίας του αγωνιστή Σπύρου Μουστακλή ανακίνησε οικεία δεινά, και αυτό πρέπει να συμβαίνει, διότι στην ιστορική λήθη ελλοχεύει ο φασισμός. Η δικτατορία 1967 σήμαινε εθνική ταπείνωση και καταστροφή, χιλιάδες ταλαιπωρημένους πολίτες, πολλούς βάναυσα βασανισμένους. Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς και ο Αλέκος Παναγούλης έδωσαν και τη ζωή τους για την ελευθερία μας.
Όλους τους σεβόμαστε. Ωστόσο, τον Σπ. Μουστακλή, από το χρόνο της εκτροπής μέχρι σήμερα, τον σκεπτόμαστε με ιδιαίτερη λύπη. Και με ευλάβεια! Ονομαζόμενοι άνθρωποι, ασκώντας υπερθηριώδη βία στο σώμα και στην ψυχή του κανόνισαν να μείνει ημιπαράλυτος, με στοιχειώδη δυνατότητα μόνο προφορικής έκφρασης. Υπήρξε «ελεύθερος πολιορκημένος» στη ζωή και έγκλειστος στην αναπηρία του, αλλά με πνευματική και ψυχική εγρήγορση.
Η άξια σύζυγος, η Χριστίνα Δημητρακάκη – Μουστακλή, μας παρέδωσε πλήρη περιγραφή της διαδρομής του, ένα έργο απέραντης αγάπης και μόχθου. Επί δεκαετίες ταξινομούσε τις αναμνήσεις της κοινής ζωής τους, ιστορικά γεγονότα, συγκέντρωνε ιατρικές εκθέσεις, κείμενα γραμμένα για εκείνον, αντίγραφα πρακτικών από τα δικαστήρια, φωτογραφικό υλικό. Τα πάντα στέγασε ο τίτλος, «Σπύρος Μουστακλής. Ένας ελεύθερος πολιορκημένος», όπως άρμοζε στον πραγματικό ήρωα, τον γεννημένο το 1925, στο Μεσολόγγι. Με τον παππού και δάσκαλό του, τον Διαμαντή Σούστα, να χαράζει στην παιδική ψυχή την ιστορία της Ιερής Πόλης, να δημιουργεί το πολικό αστέρι εκείνης της ελληνικής ζωής.
Ο Σπ. Μουστακλής, λάτρης της Ελλάδας και της ελευθερίας, φυσιολογικά εξελίχθηκε σε ΠΟΛΙΤΗ, και με την, κατά τον Θουκυδίδη, έννοια της λέξης: «Συμμετείχε» δυναμικά στα συμβαίνοντα και σε όσα έπρεπε να συμβούν, οραματιζόταν τη δημοκρατία μέχρι την αυτοθυσία, ως μέλος της κοινότητας, της πόλης, αυθόρμητα είχε αναπτύξει την αρετή της ενσυναίσθησης. Διακρινόταν ως ευφυής και αποτελεσματικός αξιωματικός, αλλά τηρούσε ανυποχώρητος και τις πολιτικές υποχρεώσεις του. Ο ταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής, υπεράνω όλων, απέδειξε ότι ήταν γενναίος πολίτης.
Από το 1965 μέχρι το 1973
Έφηβος ακόμη, μάχεται στην Ήπειρο τον φασισμό, ενταγμένος στον ΕΔΕΣ, φτάνοντας μέχρι τον τραυματισμό του. Από το 1948 υπηρετεί στον ελληνικό στρατό ως μόνιμο στέλεχος και η βιογραφία τον παρακολουθεί μέχρι το 1965, οπότε αρχίζει να διαμορφώνεται το κέντρο βάρους της έκδοσης. Μετά τον μακρό πρόλογο των Ιουλιανών περιπετειών του Μουστακλή, θα τον αντικρίσουμε στο άντρο φρίκης του ΕΑΤ ΕΣΑ, αλλά στο ύψος της αρετής. «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία»! Ταίριαζε πολύ και σ’ εκείνον ο στίχος του Ανδρέα Κάλβου.
Ύστερα από τον γνωστό Ιούλιο του 1965, «έπρεπε» οι αποστάτες να εξοντώσουν τον επικίνδυνο εχθρό τους. Δεν έχασαν την ευκαιρία, όταν βρισκόταν εθελοντής στην Κύπρο από τον Απρίλιο 1965, και διοικητής του 206ου Τάγματος Πεζικού, κοντά στην Αμμόχωστο. Με άνανδρο τρόπο, πληροφορήθηκε εγγράφως η Εθνική Φρουρά, ότι ο διοικητής παρέβλεψε το υβριστικό ξέσπασμα ενός αξιωματικού εναντίον του Γλίξμπουργκ, ένα περίπου μήνα μετά τα Ιουλιανά. Όντως αυτό είχε συμβεί, διότι ο Μουστακλής υπεραγαπούσε τους συναδέλφους και τους στρατιώτες του και προσπάθησε, μια αυθόρμητη αντίδραση, να μην καταστρέψει έναν καλό αξιωματικό. Τέτοιες όμως ευαισθησίες δεν χωρούσαν στην εγκληματική γελοιότητα της αποστασίας. Ο ταγματάρχης μετατέθηκε στη Σύρο, για να ακολουθήσουν η εξάμηνη διαθεσιμότητα και η απόταξη επί δικτατορίας, 13-11-1967. Αγνοήθηκε τελείως ότι η αξιοσύνη του είχε αναδείξει το κυπριακό τάγμα σε μια εξαιρετική επιχειρησιακή μονάδα, με σκοπό την υπεράσπιση της Καρπασίας και του μικρού, αλλά αξιόλογου ναυστάθμου, σε απόσταση περίπου τριών χιλιομέτρων από το Τρίκωμο. Εξάλλου, οι δήθεν πρόμαχοι των ελληνικών δικαίων, δεν άργησαν να αποσύρουν την ελληνική μεραρχία από το Νησί, σύμφωνα με άνωθεν διαταγές.
Οι εγχώριες εντολές οδηγούν τον έντιμο αξιωματικό στη φυλακή Βαρυμπόμπης και τα επόμενα τρία χρόνια τον βρίσκουν εκτοπισμένο στη Σαμοθράκη και τον Άγιο Νικόλαο Κυνουρίας. Στο διάστημα μιας λεγόμενης αμνηστίας απελευθερώνεται, αλλά σύντομα ξανά συλλαμβάνεται, με προορισμό ένα ιατρείο – κελί βασανισμού.
Μετά τη βάρβαρη κατάλυση της δημοκρατίας, ο Μεσολογγίτης μαχητής συμμετέχει σε πολλές, μυστικές αντιστασιακές οργανώσεις, αδιαφορώντας για την κομματική τοποθέτηση των μελών τους. Μόνον διεκδικώντας το Δίκαιο της Δημοκρατίας είναι φανατικός, πάντα σύμφωνα με τη βιογραφία. Ταράζει και εκείνος τους δικτάτορες με τοποθετήσεις βομβών, αλλά χωρίς ανθρώπινα θύματα, την δε σύλληψή του, 22 Μαΐου 1973, επισπεύδει ο πρωταγωνιστικός ρόλος του στο σχεδιαζόμενο «Κίνημα του Ναυτικού».
Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι κυρίως η προδοσία απέτρεψε την πραγματοποίηση του ναυτικού εγχειρήματος, με εξαίρεση τον γενναίο αντιπλοίαρχο Νικόλαο Παππά, κυβερνήτη του γνωστού Α/Τ «Βέλος». Η αποτυχία έπληξε ιδιαίτερα τον Ελληνισμό, διότι παρέτεινε τον βίο της δικτατορίας, με αποτέλεσμα την ολέθρια συμβολή της στην τουρκική εισβολή του 1974…
Στη συνέχεια, μετά τον Μάιο του 1973, είναι γνωστή η μη αναστρέψιμη ανατροπή της ζωής του γενναίου πολίτη Μουστακλή, σε ηλικία μόλις 48 ετών. Παρά τη φρίκη των βασανιστηρίων, δεν προδίδει όσους προσπάθησαν να απελευθερώσουν τη χώρα μας, με τίμημα το τραγικό πλήγμα της υγείας του. Εκτός των άλλων, η τραυματικής προέλευσης «θρόμβωσις της αριστερής εσωτερικής καρωτίδος», επέφερε σοβαρότατο εγκεφαλικό επεισόδιο. Η θρόμβωση, κατά την ιατρική δεοντολογία, έπρεπε να αντιμετωπιστεί με άμεση χειρουργική επέμβαση, αλλά ήταν αδύνατη η πραγματοποίησή της με επιτυχία, όταν είχαν μεσολαβήσει πάνω από δεκαέξι ώρες μετά τη διάγνωση.
Η λέξη «άνθρωπος» ουδεμία θέση είχε γενικά στις ενέργειες της χούντας, όπως καταδείκνυε αντιπροσωπευτικά, η όλη κατάσταση που επιβλήθηκε στον Μουστακλή, ιδιαίτερα από το κολαστήριο μέχρι το 401 ΓΝΣΑ. Επί σαράντα οκτώ ημέρες απαγορευόταν στην και ιατρό σύζυγο του ασθενούς να τον επισκεφθεί… Η κατάθεσή της κατά τη δίκη των βασανιστών, οι καταθέσεις νοσοκόμων του νοσοκομείου, προσώπων που είχαν υπηρετήσει στο ΕΑΤ ΕΣΑ καθώς όσα είπε η δυστυχής σύζυγος στη δημοσιογράφο Οριάνα Φαλάτσι, αφορούν την ιστορία και του ελληνικού φασισμού. «… Είδα το ημιπληγικό προσωπείο του άνδρα μου με τη χαρακτηριστική έκφραση και το παράλυτο σώμα. Τον φίλησα και τον αγκάλιασα ξαφνικά. Με αναγνώρισε. Αμέσως άρχισα να φωνάζω… έμεινα μόνη με τον άνδρα μου. Μου έδειξε το τελείως παράλυτο χέρι και πόδι του λέγοντας «δε(ν), δε(ν)… (Οι πρώτες λέξεις που άκουσα από το Σπύρο, μου έδωσαν να καταλάβω ότι δεν μαρτύρησε τίποτα). Επίσης μου έδωσε να καταλάβω -ή τουλάχιστον έτσι νόμισα- ότι δεν τον νοιάζει που είναι ανάπηρος, είναι ικανοποιημένος για το ότι δεν μίλησε. Ακόμη -και εδώ ριγώ- μου τράβηξε τρεις φορές το δαχτυλίδι από το δάχτυλο, δείχνοντάς μου ότι ήμουν ελεύθερη, αφού αυτός θα ήταν ανάπηρος…
… Ακόμη, κόκκινες γραμμές στους μηρούς έκαναν το δέρμα ριγέ. Στον δεξιό και αριστερό γλουτό ήταν μαυρισμένο το δέρμα. Αργότερα έμαθα, ότι όταν μετεφέρθη στο νοσοκομείο, ήταν σαν ένα κομμάτι συκώτι το σώμα του από το ξύλο…».
Και τις ώρες της σωματικής του κατάρρευσης, το ψυχικό μεγαλείο διέκρινε τον Μουστακλή: «Δεν … δεν πρόδωσα»! Δεν επιζήτησε τον οίκτο, αλλά με άγρυπνη τη Χριστίνα Μουστακλή, ακολούθησε μια οδύσσεια, προς την αναζήτηση κάθε δυνατής ιατρικής βοήθειας. Στην «Πολυκλινική Αθηνών» είχε έλθει και τον εξέτασε ο Βρετανός, διάσημος νευροχειρουργός P.H. Schrurr. Το ιατρικό ιστορικό του έφτασε στα χέρια διαπρεπών γιατρών, από την Ιταλία μέχρι την Κίνα. Τελικά, μετά από μεγάλες προσπάθειες, ο Μουστακλής έγινε δεκτός, ως εξωτερικός ασθενής, από το στρατιωτικό εξαιρετικό νοσοκομείο Walter Reed, στην Ουάσιγκτον. Εκτός των άλλων, υποβλήθηκε σε «θεραπεία του λόγου» και επέφερε κάποια βελτίωση.
Είναι γεγονός, ότι από τη στιγμή που ανέλαβε την κατεύθυνση νοσηλείας η σύζυγός του, τα πάντα έγιναν με σκοπό ό,τι το καλύτερο για την υγεία του. Δυστυχώς όμως, εξακολούθησε καθημερινό το μαρτύριό του, διότι του είχαν απομείνει ελάχιστες δυνατότητες να εκφράζει τις σκέψεις του. Ο αναγνώστης της βιογραφίας του θα τον δει να καταθέτει στο δικαστήριο, να παριστάνει με νοήματα τα χτυπήματα των βασανιστών, οι λέξεις του να είναι μεμονωμένες και η αδυναμία του να δίνει απαντήσεις εκδηλώθηκε με τρόπο σπαρακτικό. Δυστυχώς, ο άνθρωπος και ως μοναδικό τέρας της φύσης, είναι ικανός να μετατρέψει τον συνάνθρωπό του σε πραγματικό ράκος και η ανθρώπινη συνείδηση εξεγείρεται.
Μπορούμε να δούμε την τοπική προέλευση της τραγωδίας, σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα Νικολάου Μήνη, δικηγόρου, κατά τη δίκη των βασανιστών: «Όταν ερχόταν ένας κρατούμενος, εκκαλείτο από τον Θεοφιλογιαννάκο και τον Χατζηζήση και εδίδοντο εντολές… Ο άνθρωπος που επέβλεπε αν δούλευε το σύστημα καλά εκεί μέσα, ήταν ο Ιωαννίδης. Και ο Γ. Παπαδόπουλος γνώριζε τι γινόταν εκεί μέσα. Ο Χατζηζήσης και ο Θεοφιλογιαννάκος μας έλεγαν «όλοι αυτοί εδώ μέσα πρέπει να πεθάνουν, εσείς θα διατάσσετε και αυτοί θα εκτελούν». Ήταν αβάσταχτο. Να προέρχεται από τον ευγενικό ελληνικό λαό και η απόλυτη βαρβαρότητα…
Όταν πλήθος κόσμου είχε δει, ξαφνικά, τον Σπύρο Μουστακλή
Έχουν περάσει πολλά χρόνια, από τότε που ο Σπύρος Μουστακλής είχε αφήσει μια ανεξίτηλη ανάμνηση σε πλήθος κόσμου. Με μεγάλη ευγένεια ο κ. Γιώργος Ζεμπίλας, δέχτηκε να αφηγηθεί όσα έζησε δίπλα στον ήρωα, μια σημαντική ημέρα:
Όπως κάθε χρόνο, το ανθοπωλείο μας έφτιαχνε το στεφάνι του αείμνηστου Σπύρου Μουστακλή, για να το καταθέτει κατά την επέτειο του Πολυτεχνείου. Εκείνη την ημέρα (1979 ή 1980-81) οδήγησα εγώ τον αγωνιστή στον προορισμό του, με το αυτοκίνητό μας. Ξεκινήσαμε, έχοντας μαζί μας τον αλησμόνητο Πατέρα Πηρουνάκη και δύο απεσταλμένους από την Κύπρο.
Κατεβαίναμε τη Σόλωνος και, κάποια στιγμή, ο Σπύρος Μουστακλής, από τη θέση του συνοδηγού, μου έκανε νόημα ότι περνάμε έξω από τη Νομική Σχολή… Με το που πλησιάζουμε την οδό Στουρνάρη, βρίσκομε μια λαοθάλασσα και η συνέχιση της πορείας μας φαινόταν αδύνατη. Ορισμένοι είχαν αναγνωρίσει τον ήρωα και ειδοποίησαν την επιτροπή του εορτασμού.
Τότε, ως δια μαγείας, άρχισε να ανοίγει διάδρομος και σιγά-σιγά προχωρούσαμε. Ο κόσμος επευφημούσε τον ηρωικό Μουστακλή, τον αγκάλιαζαν από το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου, άλλοι φιλούσαν το παρμπρίζ, ή χειροκροτούσαν και του πέταγαν γαρίφαλα. Εγώ ήμουν 19-20 χρονών, αισθανόμουν ρίγος, σαν να μην πάταγα στη γη. Έτρεμα από συγκίνηση, δυσκολευόμουν να οδηγήσω.
Περίπου μισή ώρα χρειάστηκε, για να φτάσουμε στην Πύλη. Φοιτητές τον συνόδευαν στο προαύλιο. Τη στιγμή, που κατέθετε το στεφάνι, ακούστηκε από τα μεγάφωνα: «Και τώρα καταθέτει στεφάνι ο Σπύρος Μουστακλής»!
Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται… Οι ιαχές του κόσμου και τα χειροκροτήματα δονούσαν την ατμόσφαιρα. Ήταν πραγματικός σεισμός! Όταν επιστρέψαμε στο Παγκράτι, νόμισα ότι πέρασε μια αιωνιότητα… Έζησα στιγμές, που δεν θα ξεχάσω σε όλη μου τη ζωή.
Δεν μεταφέρεται στο χαρτί η ξεχωριστή χροιά της φωνής του κ. Γιώργου Ζεμπίλα… Ο ελληνικός λαός πάντοτε αισθάνεται δέος, όταν θυμάται τον εμβληματικό του ήρωα, τον Σπύρο Μουστακλή!…
«Θυμούμαι, άρα υπάρχω»
Μανόλης Αναγνωστάκης, Υ.Γ.
Διαβάζοντας βιβλία, όπως τη βιογραφία Σπύρου Μουστακλή, είναι γεγονός ότι «η Ιστορία πληγώνει». Πρέπει όμως να γράφονται και ιδίως να διαβάζονται ιστορικές σελίδες, για να συνδέεται το παρελθόν με το παρόν. Για να συντηρείται το φως της ιστορικής μνήμης. Υπάρχουμε, ζούμε όταν θυμόμαστε. Μελετούμε την Ιστορία, γιατί πρέπει τιμή στα θύματα. Η ιστορία δείχνει το αποτρόπαιο πρόσωπο του φασισμού. Αν το προσπερνούμε, είναι έτοιμο να καταστρέψει. Να ευγνωμονούμε όσους το πολέμησαν, συχνά με αυτοθυσία.
Στο Σπύρο Μουστακλή, μόνον στα 61 χρόνια του, η μοίρα τού να είμαστε άνθρωποι, στη ζωή της οικογένειάς του έγραψε τον πικρότερο αποχωρισμό, τη Μεγάλη Δευτέρα, 28-4-1986. Δεν επέτρεψε να καταθέσει ξανά στεφάνι με κλαδιά ελιάς στους «Ολυμπιονίκες» του Πολυτεχνείου, όπως είχε αφήσει να εννοηθεί. Δεν ταξίδεψε κι άλλη φορά στην αγαπημένη του Κύπρο, όπως κάθε χρόνο. Από τη Μεγάλη Τετάρτη, ο Μεσολογγίτης αγωνιστής αναπαύεται στην ιερή γη, που τον γέννησε και τον ανάθρεψε.
Η ελληνική ψυχή δεν ξεχνά τον Σπύρο Μουστακλή. Έναν από τους νεομάρτυρες της δημοκρατίας μας!