Γράφει ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος ∆ηµοσιογράφος – ∆ηµοσιολόγος
Είχε βραδιάσει για καλά όταν κτύπησε το εσωτερικό τηλέφωνο του δωµατίου. Ήταν ο π. Κύριλλος.
– Ξάπλωσες; Με ρώτησε.
– Όχι πάτερ µου, είναι νωρίς για µένα. Γράφω τις εντυπώσεις µου στο ηµερολόγιο που κρατώ…
– Ήρθε στο ξενοδοχείο και θέλησε να µε δει ο π. Αβραάµ. Κάτι κουβεντιάζουµε. Θέλεις να έρθεις να τον ακούσεις;
– Με µεγάλη χαρά. Πήγα αµέσως.
Ο π. Κύριλλος αµέσως µπήκε στο θέµα. Μου είπε:
– Κάτι συνέβη στον τρίτο κληρικό που είναι µαζί τους και λόγω γήρατος έµεινε στο πούλµαν. Είναι αρχιµανδρίτης και λέγεται π. Αρσένιος. Πες µας πάτερ Αβραάµ.
– Ο π. Αρσένιος περιµένοντάς µας, όταν άρχισε να σουρουπώνει, λαγοκοιµήθηκε στο κάθισµά του, µπροστά και σε παράθυρο προς το πεζοδρόµιο. Το πούλµαν, προφανώς για λόγους ασφαλείας, είχε πάει στο κοντινό χωριό και ο ξεναγός µας θα τον έπαιρνε τηλέφωνο να έρθει να µας πάρει. Τον ξύπνησε ένα κτύπηµα στο παράθυρο. Κοίταξε και µε τα φώτα του χωριού είδε ένα νέο άνθρωπο καλοντυµένο να του κάνει νόηµα να κατέβει από το αυτοκίνητο για να του µιλήσει.
Ο γέρων αρχιµανδρίτης δίστασε. Ποιος ξέρει ποιος είναι και τι µε θέλει, είπε…Μπορεί να είναι και παγίδα…
Ο νεαρός επέµεινε.. Τον παρακαλούσε µε όλη τη δύναµη της ψυχής του… Ο παππούλης λύγισε. Ο οδηγός του άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε. Πλησίασε τον νεαρό.
– Πάτερ είσθε πόντιος, του είπε στα ποντιακά.
– Ναι, του απάντησε ο π. Αρσένιος.
– Το παιδί µου είναι πολύ άρρωστο και θέλω να έρθεις να το ευλογήσεις και να του διαβάσεις µιαν ευχή.
– Παιδί µου δεν µπορώ. Από στιγµή σε στιγµή θα καλέσουν το πούλµαν να πάει να πάρει από το µοναστήρι το γκρουπ…Άσε που µας βλέπει και ο οδηγός και µπορεί για µένα να το πληρώσουν όλοι οι συνταξιδιώτες µου…
– Πάτερ, επέµεινε ο νεαρός, σε παρακαλώ κάνε µου το χατίρι. Το σπίτι είναι κοντά και θα γυρίσουµε γρήγορα. Ως προς τον οδηγό, τον ξέρω, είναι δικός µου άνθρωπος, δεν θα µιλήσει..
Ο π. Αρσένιος, συνέχισε ο π. Αβραάµ, κάµφθηκε µπρος στα παρακάλια του νεαρού.
– Πάµε, του είπε. Προχώρα εσύ κι εγώ σε ακολουθώ.
– Ο Γιουσούφ, έτσι λένε τον νεαρό, πέταξε από τη χαρά του. Με γοργό βήµα περπατούσε. Έστριψαν από τον κεντρικό δρόµο, όπου είχε παρκάρει το πούλµαν και µπήκαν σε στενό σοκάκι, χωρίς φωτισµό. Πράγµατι σύντοµα έφτασαν στο σπίτι του. Ένα παλιό σπίτι µε κατώι, ανώι και κήπο. ∆ιέσχισαν τον κήπο και στο χαγιάτι τους περίµενε η σύζυγος του Γιουσούφ και µητέρα του παιδιού. Γονάτισε όταν τη χαιρέτισε ο π. Αρσένιος και του φίλησε το χέρι. Πήγε στο δωµάτιο, όπου ήταν το τρίχρονο γλυκό παιδάκι, που ψηνόταν στον πυρετό. Ο π. Αρσένιος διάβασε την ευχή, το σταύρωσε, το χάιδεψε και µετά ευχήθηκε στους γονείς περαστικά, βιαζόµενος να επιστρέψει στο πούλµαν…
Όµως ο Γιουσούφ και η γυναίκα του τον καθυστέρησαν, θέλοντας και αυτοί την ευχή του. Τους την έδωκε και τους χάρισε τον ξύλινο επιστήθιο Σταυρό, που πάντα έφερε µαζί του. Εκεί του είπαν πως και οι δύο ήσαν απόγονοι χριστιανικών – ρωµέϊκων οικογενειών. Η ιστορία τους συγκινητική. Και οι δύο ήσαν κρυπτοχριστιανοί, χωρίς ο ένας να το ξέρει για τον άλλον… Γνωρίστηκαν στο Πανεπιστήµιο της Τραπεζούντας, αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν σα µουσουλµάνοι. Οι γονείς και των δύο ήξεραν την αλήθεια για τα παιδιά τους, αλλά ποτέ δεν τους είπαν κάτι, για να µην τα φέρουν σε δύσκολη θέση, για να τα προστατεύσουν. Όταν πέθανε ο πατέρας του Γιουσούφ και πριν πεθάνει και ο παππούς του από την µητέρα του, αυτός του φανέρωσε την αλήθεια, εξορκίζοντάς τον να µην το φανερώσει πουθενά, ούτε στη γυναίκα του. Όµως και η γυναίκα του από τη δική της οικογένεια είχε µάθει το ίδιο και ούτε αυτή το έλεγε… Και οι δυο προσεύχονταν µυστικά ο ένας από τον άλλον… Κάποια όµως στιγµή δεν άντεξαν και µε πολλή συγκίνηση αλληλοεξοµολογήθηκαν… Από τότε ζουν επιφανειακά ως µουσουλµάνοι, αλλά έχουν κοινά πλέον τα ρωµέικα βιβλία, κάνουν µαζί τις προσευχές τους, διαβάζουν Αγία Γραφή και ασπάζονται εικόνες και όλα τα φυλάνε σε κοινό σεντούκι…
Η ώρα είχε περάσει, συνέχισε ο π. Αβραάµ να εξιστορεί. Ο οδηγός του πούλµαν ειδοποιήθηκε να πάει να παραλάβει από το µοναστήρι το γκρουπ. Ήρθε χωρίς τον π. Αρσένιο. Όταν δεν τον είδα στο πούλµαν, ο οδηγός µου εξήγησε ότι είχε κατέβει και µαζί µε έναν νεαρό πήγαν κάπου µέσα στο χωριό…. Με έζωσαν τα φίδια. «Πού πήγε ο ευλογηµένος;» µονολόγησα. «Μήπως έπαθε κάτι κακό;». Το πούλµαν επέστρεψε στο µέρος όπου ήταν προηγουµένως και περίµενε.
Σε λίγο ήρθε ο π. Αρσένιος µαζί µε τον Γιουσούφ, τον οποίο χαιρέτησε εγκαρδίως και τον ασπάσθηκε, ενώ αυτός του φίλησε το χέρι.
«Πού ήσουν πάτερ µου;» του είπα, συνέχισε να µας περιγράφει το γεγονός ο π. Αβραάµ. «Ανησυχήσαµε».
– «Όλα καλά», µου απάντησε ο π. Αρσένιος, «θα σου τα πω στο ξενοδοχείο». Και απευθυνόµενος στον οδηγό τον ρώτησε «Είσαι πόντιος;». Η απάντηση ήταν µονολεκτική «Ναι». Ο π. Αρσένιος έκαµε και τη δεύτερη, κρίσιµη, ερώτηση: «Και Ρωµιός;». Η απάντηση ήταν πάλι µονολεκτική: «Ναι»…
∆εν είπαν τίποτε άλλο, µέχρι που έφτασαν στο ξενοδοχείο τους και από εκεί ο π. Αβραάµ ήρθε να µας εξιστορήσει το γεγονός…
Όταν γυρίσαµε στην Ελλάδα και µετά από ένα περίπου χρόνο ο π. Κύριλλος ενδιαφέρθηκε να µάθει από τον π. Αβραάµ αν υπήρξε συνέχεια στην ιστορία του Γιουσούφ και της οικογένειάς του.
– Μάθαµε τη συνέχεια από τον π. Αρσένιο, που είχε ανταλλάξει τηλέφωνα και διευθύνσεις µε τον Γιουσούφ, είπε ο π. Αβραάµ. Μετά από κανένα µήνα αφού φύγαµε από τον Πόντο κάηκε το σπίτι του. Ατύχηµα το χαρακτήρισαν οι αρχές, εµπρησµός για τον Γιουσούφ. Πήγαν να µείνουν στα πεθερικά του. Οι ηλικιωµένοι τους συµβούλευσαν να φύγουν από τον Πόντο για την Κωνσταντινούπολη και, αν µπορέσουν, για τη Γερµανία. Το είπαν, όπως είπε ο Γιουσούφ στον π. Αρσένιο µε βαριά καρδιά, πάντα µε το πνεύµα θυσίας και χωρίς να σκέφτονται οι γέροντες τους εαυτούς τους, αλλά την ασφάλεια των παιδιών τους. Οι µανάδες, γνήσιες Πόντιες, µε δάκρυα στα µάτια τους αλλά και µε έναν εµπνευσµένο δυναµισµό και ηρωισµό είπαν στα παιδιά τους: « Παιδιά µας, βλέπετε ότι για µάς η Καταστροφή του 1922 συνεχίζεται. Είσαστε υποχρεωµένοι να γίνετε κι εσείς πρόσφυγες, αλλιώς κινδυνεύετε. Φαίνεται κάποιος σας πρόδωσε και όταν ξέρουν ότι είσαστε κρυπτοχριστιανοί δεν θα σας αφήσουν σε χλωρό κλαρί. Εµάς µη µας σκέφτεστε. Τι θα µας κάνουν; Το πολύ να µας βασανίσουν µε τον τρόπο τους και να µας οδηγήσουν στον θάνατο. Το καλύτερο για εµάς. Θα απαλλαγούµε από το ψέµα του Ισλάµ και θα πάµε κοντά στον Χριστό, που µέσα µας ποτέ δεν απαρνηθήκαµε».
– Πάτερ µου βάζει ο Γιουσούφ κανέναν στο µυαλό του, που µπορεί να τον πρόδωσε; Ρώτησε ο π. Κύριλλος τον π. Αβραάµ.
– Ο Γιουσούφ δεν θέλησε να µιλήσει, αλλά ο π. Αρσένιος υποθέτει τον οδηγό του πούλµαν. Ήταν ρωµιός, αλλά από τους προσκυνηµένους, όπως τον χαρακτήρισε…
Πέρασαν τα χρόνια. Με µπόλικο µπαξίσι ο Γιουσούφ και η οικογένειά του κατάφεραν να µεταναστεύσουν στη Γερµανία. Κάποια µέρα πήραν τη Γερµανική υπηκοότητα, πήραν την ελληνική ιθαγένεια και εντάχθηκαν στην ελληνορθόδοξη κοινότητα. Βαπτίσθηκαν, άλλαξαν τα ονόµατά τους, σε Γεώργιος, Μαρία και Ιωάννης, τα ονόµατα της Παναγίας και των Αγίων που τα τρία µοναστήρια του Πόντου είναι αφιερωµένα και το επίθετό τους σε Πετρίδης, για τις καταιγίδες που συνεχώς δέχεται ο Ελληνισµός, αλλά σαν βράχος αντιστέκεται και τις αντιµετωπίζει.