Γράφει ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος Δημοσιογράφος – Δημοσιολόγος.
Από την Κωνσταντινούπολη που ήμασταν μαζί με τον π. Κύριλλο, φύγαμε λίγο μετά το ξημέρωμα, με το πούλμαν, για τη Σμύρνη. Πολύωρο και σχετικά δύσκολο ταξίδι, αλλά όμορφο, μέσα από περιοχές, που ευωδιάζουν πάντα το άρωμα των Ελλήνων και του πολιτισμού τους. Το πούλμαν μας άφησε κοντά στην παραλία, στο περίφημο (λέξη από τα γαλλικά) «Και» της «άπιστης» για τους Τούρκους, ελληνικής Σμύρνης.
Στην παραλία ήταν λίγος ο κόσμος.
– Ας σταθούμε λίγο όρθιοι εδώ, κοιτάζοντας τη θάλασσα και το Κορδελιό, μου είπε ο π. Κύριλλος. Ας προσευχηθούμε για όσους σφαγιάσθηκαν σε αυτήν παραλία από τους Τούρκους, με πρώτο τον Άγιο Μάρτυρα Χρυσόστομο Σμύρνης.
– Έχω αναμνήσεις από αυτήν την παραλία, του απάντησα. Εδώ κινδύνευσε και η μητέρα μου, μικρό παιδί τότε, να την σφάξουν οι τσέτες. Ορφανή από τον άγιο ιερέα πατέρα της, βρέθηκε στη Σμύρνη μακριά από τη μητέρα της, που αγνοούσε πού βρισκόταν, με την πρώτη εξαδέλφη της, την Ευαγγελία. Μαζί διώχθηκαν από την Πάρσα και χαθήκαν στο μακελειό στην παραλία, που τώρα βρισκόμαστε. Είναι δύσκολο να νιώσουμε το συναίσθημα των Ελλήνων, που περίμεναν ή τον θάνατο ή τη σωτηρία με κάποιο καράβι…
Κλονίστηκα εκείνη την ώρα. Έσπασε η φωνή μου, μου ήρθε ένας λυγμός που με δυσκόλεψε στην αναπνοή και μου ήταν δύσκολο να συνεχίσω. Το κατάλαβε ο π. Κύριλλος και μου είπε:
– Σταμάτα, αν δεν μπορείς να συνεχίσεις.
– Όχι πάτερ, θα σου τα πω όσα μου είχε πει η μητέρα μου, στη μνήμη της και στη μνήμη όλων των Μικρασιατών, θυμάτων της Γενοκτονίας. Πήρα μιαν βαθιά ανάσα και συνέχισα:
– Η μητέρα μου, ένα κορίτσι 15 ετών, αδύναμο, γλυκό, κοντούλικο, βρώμικο, με το πρόσωπο μαυρισμένο από την καπνιά, που της είχε βάλει η ξαδέλφη της μην την δουν οι Τούρκοι και την αρπάξουν, σπάραζε στο κλάμα. Φώναζε «μάνα μου, μάνα μου, πού είσαι μάνα μου» και «Ευαγγελία, που είσαι», με φωνή που νόμιζες πως θα βγουν τα σωθικά της. Μόνη της γύριζε σα ζαλισμένη πεταλούδα, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς σκοπό. Έτσι που ήταν ένα στιβαρό μεγάλο χέρι της άρπαξε το δικό της χεράκι κοντά στον ώμο, την πήγε στην άκρη της παραλίας και την πέταξε προς τη θάλασσα. Η μάννα μου αιωρήθηκε στο κενό έως ότου έπεσε στα χέρια ενός άλλου χειροδύναμου ψηλού άντρα που ήταν σε μια βάρκα. Αργότερα κατάλαβε ότι ήσαν δύο ναύτες του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού. Από την τρομάρα της σταμάτησε να φωνάζει. Η βάρκα ανοίχτηκε στον κόλπο και πήγε στο πλοίο. Χωρίς να κοιτάζει πίσω της ανέβηκε τη σκάλα και φθάνοντας επάνω άλλος ναύτης την άρπαξε, τη σήκωσε στα χέρια του και την πέταξε στο κενό, στο αμπάρι του πλοίου, όπου την έπιασε άλλος ναύτης και την απίθωσε σε μια γωνιά. Καθώς είχε κλειστοφοβία προσπαθούσε να δει λίγο ουρανό… Με το βλέμμα της άρχισε να γυρεύει την ξαδέλφη της, καθώς δεν είχε πια φωνή από τα όσα πέρασε. Πίστευε πως θα ήταν στο ίδιο αμπάρι, αλλά τόσος κόσμος που ήταν, δεν ήταν εύκολο να την βρει…Ευτυχώς το πλοίο τους κατέβασε στη Μυτιλήνη , για να γυρίσει γρήγορα να παραλάβει και άλλους Έλληνες. Όταν βγήκε είδε τον ουρανό, αισθάνθηκε πιο ήρεμη, πιο ασφαλής και έκανε τον Σταυρό της, ευχαριστώντας τον Θεό και με τα δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της. Αισθανόταν μόνη, σαν καλαμιά στον κάμπο. Ο Θεός ήταν συντροφιά της και την βοήθησε να βρει την εξαδέλφη της, που ήταν στο ίδιο πλοίο. Αγκαλιάστηκαν και έμειναν αχώριστες, μέχρι την Κρήτη που κατέληξαν και στην Αθήνα που εγκαταστάθηκαν, όπου η μητέρα μου βρήκε και τη μητέρα της…
– Συγκινητική ιστορία, σχολίασε ο π. Κύριλλος, παρόμοια με αυτές του Πόντου.
– Παρόμοιες είναι οι ιστορίες για όλους τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, του απάντησα…
Αρχίσαμε να περπατάμε χωρίς να μιλάμε στην παραλία, με το μυαλό μας στον χαμένο Ελληνισμό. Το «Και» το αισθανόμασταν σα να ακούγονταν ακόμα οι απεγνωσμένες κραυγές των Ελλήνων, σα να υπήρχε στα κράσπεδα των πεζοδρομίων ακόμη αίμα ελληνικό, σα να ακούγαμε σε απόηχο τις συζητήσεις των Σμυρνιών…
Έτσι απορροφημένοι που ήμασταν κάποια στιγμή κατάλαβα ότι κάποιος ήταν πίσω μας και μας ακολουθούσε. Γύρισα με τρόπο και κοίταξα. Ήταν εν στολή ένας αξιωματικός του Τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού. Συνεχίσαμε τον περίπατό μας και πάντα πίσω μας ο αξιωματικός.
– Λες πάτερ να έχουμε τα ίδια του Πόντου; ρώτησα τον π. Κύριλλο.
– Αμέσως θα το διαπιστώσουμε, μου είπε και περάσαμε απέναντι. Ο Τούρκος αξιωματικός μας ακολούθησε. Όταν φτάσαμε σε μια γωνιά πήραμε έναν δρόμο προς τα ενδότερα της παραλίας. Ο Τούρκος αξιωματικός πάντα λίγα βήματα πίσω μας. Τότε ο π. Κύριλλος απότομα σταμάτησε, γύρισε προς το μέρος του και τούπε με τα λίγα αγγλικά του:
– Θέλετε κάτι από εμάς κύριε;
– Καλά το καταλάβατε, του απάντησε. Θέλω να μιλήσουμε.
– Πείτε μας, σας ακούμε, του είπε ψυχρά ο π. Κύριλλος.
– Όχι εδώ, κάπου κοντά να γευματίσουμε κιόλας μαζί, αν θέλετε.
Με κοίταξε ο π. Κύριλλος και μου λέει στα ελληνικά μπροστά του, λές και δεν ήξερα αγγλικά και δεν είχα καταλάβει τι του είπε:
– Ο κύριος από εδώ, που μας είναι ένας άγνωστος Τούρκος με στολή τούρκου αξιωματικού, μας ζητάει να πάμε μαζί του σε κοντινό εστιατόριο και εκεί θέλει να μας μιλήσει. Τί λες;
Πριν απαντήσω κοίταξα το τούρκο αξιωματικό. Μου φάνηκε έντιμος άνθρωπος και είχε ένα παρακλητικό ύφος…
– Πάτερ, του λέω, προτείνω να του δείξουμε εμπιστοσύνη…
Ο π. Κύριλλος συμφώνησε μαζί μου.
– ΟΚ, είπε στον Τούρκο, θα έρθουμε. Σας ακολουθούμε εμείς τώρα.