Γράφει η Μελπομένη Β. Παπαδοπούλου
ΜΝΗΜΗ είναι η ικανότητά μας να ξεχνάμε, να κοσκινίζουμε, να πετάμε, να σβήνουμε, να αφαιρούμε, να ακυρώνουμε κι ό,τι μένει να κρατάμε και να ρωτάμε…
Πές μου, αδερφούλα, μίλα μου, για ό,τι ήτανε δικό μου:
τον κουρασμένο ανήφορο του γερασμένου δρόμου,
τις βάρκες, τα ψαρέματα, στους ήσυχους γιαλούς.
Πές μου, αδερφούλα, ανάστησε τους ήχους τους παλιούς·
τις καλαμιές, τις τσικουδιές, τ΄αμπέλια και τα τσάμια
και το βοριά που σφύριζε, σαν νύχτωνε στα τζάμια,
τα γέλοια, τα τραγούδια μας στις αργυρές βραδιές…
«Αξέχαστες μέρες της Σμύρνης·
περνάγανε χωρίς να καταλάβουμε την αξία τους·
αξέχαστες μέρες ξενοιασιάς» Γ. Σεφέρης.
Κι έπειτα το αίσθημα μια ανεπανόρθωτης απώλειας, το αίσθημα της εξορίας από την «άλλη» ζωή
Δε θ’ ανασάνεις· το χώμα κι ο χυμός των δέντρων
θα ορμούν από τη μνήμη σου για να χτυπήσουν
πάνω στο τζάμι αυτό που το χτυπά η βροχή
από τον έξω κόσμο.
Γ. Σεφέρης
Μουτζουρωμένο το γυαλί και πίσω απ΄ τους καπνούς του…Η Σμύρνη…….
·Όμορφη, παλιά πολιτεία, ιωνική, με τειχιά, δρόμους και ρωμέϊκα αρχοντικά σαν πετρωμένους μυώνες Κυκλώπων.
·Η Σμύρνη με τις είκοσι μία (21) τράπεζες, τα καπνεργοστάσια, τα σταφιδεργοστάσια και τα εμποριά της.
·Με τις πλούσιες συνοικίες της, τ΄απανωτά καφενεία και το γουργούρισμα του ναργιλέ.
·Κολλέγια, Ωδεία, Παρθεναγωγείο…η Λέσχη των Κυνηγών.
·Το καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής…το μεγάλο ρολόι.
·Η Σμύρνη με τις καλοντυμένες αστές της που σεργιανίζουν και τα λαντό στην προκυμαία.
·Με τις μαγειρικές και τα μπαχάρια της και τις μουσικές της, προπάντων τις μουσικές της.
«Τα Σμυρνέϊκα τραγούδια ποιος σου τάμαθε να τα λες και να δακρύζεις…»
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ: όρος που αποτυπώνει και καταγράφει στην ιστορική μνήμη την έκταση της ανθρώπινης τραγωδίας, την οδύνη της εθνικής ήττας αλλά και τον αντίκτυπο που είχαν στην κοινή συνείδηση τα δραματικά γεγονότα του ’22. Η αυλαία ανοίγει το Μάιο του 1919 όταν ο Βενιζέλος ύστερα από πρόσκληση των Συμμάχων στέλνει στρατό στη Σμύρνη.
Πίσω από τα θαμπό γυαλί της μνήμης εικόνες πανηγυρισμού. Έλληνες κάτοικοι της Σμύρνης υποδέχονται με ενθουσιασμό κι επευφημίες το κύριο σώμα του ελληνικού στρατού που αποβιβάστηκε στην προκυμαία.
Θρίαμβος του ελληνικού αλυτρωτισμού·
Μεγάλη η μικρασιατική πρόκληση·
Η εξαντλημένη Ελλάδα στα όρια των δυνατοτήτων και των αδυναμιών της·
Το πολιτικοστρατιωτικό δίλημμα σκληρό: προέλαση ή άμυνα;
Μοιραία η εκστρατεία στην Άγκυρα.
Ο ελληνικός στρατός – τις περισσότερες φορές ανώτερος από τις ηγεσίες του – έδωσε σκληρές μάχες, κατέλαβε ισχυρά οχυρωμένες θέσεις του εχθρού, απέκρουσε σφοδρές αντιπαραθέσεις του, αλλά κατέβαλε μεγάλο φόρο αίματος για μια εκστρατεία που – λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους – δε μπορούσε να έχει επιτυχή έκβαση.
ΕΝΑΣ ΑΓΩΝΑΣ… ΑΓΩΝΙΑΣ… ΑΓΟΝΟΣ…
Η ΜΝΗΜΗ – κύριο όνομα των θλίψεων – και πίσω από το θολό τζάμι της, ομάδες του διαλυμένου ελληνικού στρατού που υποχωρεί χωρίς συντονισμό και ενιαία διοίκηση, κατακλύζουν τους δρόμους που οδηγούν στη Σμύρνη και τ’ άλλα αστικά κέντρα.
Ανθρώπινα ράκη, καταπονημένα, με σπασμένο το ηθικό και τον φόβο στα μάτια, που τα κρατούσε όρθια η αίσθηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Ο Αμερικανός Πρόξενος στη Σμύρνη, George Horton, αναφέρει χαρακτηριστικά:
οι Έλληνες στρατιώτες που έφταναν στην πόλη προχωρούσαν αμίλητοι σαν φαντάματα,
με το βλέμμα καρφωμένο ίσια μπροστά τους χωρίς να κοιτάζουν ούτε δεξιά ούτε αριστερά,
σαν άνθρωποι που περπατούν στον ύπνο τους.
Πίσω από το μουτζουρωμένο γυαλί φήμες για επικείμενη καταστροφή…
Πρόσφυγες από το εσωτερικό…
[…] Αλλοίμονό μας, Αλλοίμονό μας ολολύζουν… που πρέπει να ξεπατριστούμε.
[…] Ο δρόμος είναι κλειστός.
[…] Όπου να ΄ναι πλάκωσαν οι Τούρκοι.
[…] Πρέπει να φύγουμε από τη θάλασσα. Καίνε, σφάζουν κι έρχονται…
Ηλίας Βενέζης, Αιολική Γη
«Κι ήτανε κάτι αφάνταστο εκείνη η πορεία μέσα στη μαύρη νύχτα και στην ψιλή βροχή . Ένα δάσος που κινείται και καίεται από δαδιά, από κεριά, από αφάνες αναμμένες και τα κλάματα κι οι κραυγές των μανάδων που χάνανε τα παιδιά και μέσα σε κείνη τη φωτισμένη κόλαση να τα γυρεύουν, ενώ άλλοι βουλιάζανε μέσα στα ριζοτόπια του Τοματζλού κι άλλοι χάναν το δρόμο και το χέρι των δικών τους. Κι άκουγες σαν τα χαμένα αγρίμια να βγαίνουν ματωμένες από μέσα οι φωνές. Παναγή!! Νικόλα!! από κάτω . . . από δεξιά. . . μ’ ακούς, παιδί μου;
Κι ερχότανε η ηχώ, όι . . . όι. . . μανίτσα».
Τατιάνας Γκρίτση- Μιλλιέξ, Η πορεία (απόσπασμα)
…Τί ακριβώς είχε γίνει τότε, αναρωτιέται καθένας μας…
Ήταν παιχνίδια των Θεών ή των ανθρώπων;…οι άνθρωποι παίζανε…οι μεγάλοι…και τα παιχνίδια των μεγάλων είναι πάντα πολύ σοβαρά και επικίνδυνα…
Πίσω από το θολό τζάμι της μνήμης αλυσίδες φωτιάς.
«Η Σμύρνη, μάνα, καίγεται…καίγεται και το βιος μας…»
Κι ο Όμηρος να ‘χει να θρηνεί μια νέα Τροία… «Σμύρνης Πέρσις».
Γοερές κραυγές ακούστηκαν τη νύχτα της 27ης προς 28η Αυγούστου που επαναλήφθηκαν την αυγή. Οι Τσέτες είχαν μπει σε εκκλησίες των προαστίων Αγίας Τριάδας και Πετρωτών φονεύοντας και απάγοντας χριστιανούς που είχαν καταφύγει εκεί. Από το βράδυ της Κυριακής συστηματοποιήθηκαν οι σφαγές και οι λεηλασίες στην αρμενική και ελληνική συνοικία.
«Καλέ ‘σύ Παναγιά μου κι Αγία μου Φωτεινή …!
βοήθησε και ‘μένα που είμαι ορφανή» […]
Τότε τα μεμονωμένα δράματα σβήνουν. Καθώς στο χορό της αρχαίας τραγωδίας, απο δω και μπρος το κύριο πρόσωπο θα ΄ναι ο λαός, ένας λαός διωγμένος, κυνηγημένος, χωρίς τον κορυφαίο του, τον Ιεράρχη του που παραδομένος στον φανατισμένο τουρκικό όχλο, θανατώθηκε… θάνατο… φρικαλέο… μαρτυρικό.
«Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, στοιβάχτηκαν ανάμεσα σε δέματα και ζώα, ώρες πολλές στην προκυμαία…κραυγάζοντες και εκλιπαρούντες πλοία δια να φύγουν»
Horton G.
Υπερφορτωμένες βάρκες αναποδογυρίζουν…Πτώματα επιπλέουν στα νερά του λιμανιού…
Και οι Σύμμαχοι… στα καράβια τους… με τα αναξιόπιστα μελάνια στις υπογραφές τους… και τα αντικρουόμενα συμφέροντά τους, με τα μυστικά αλισβερίσια τους… και τα πετρέλαια του Κιρκούκ και της Μοσούλης ψυχροί παρατηρητές του ανθρώπινου πόνου.
Και οι Λεβαντίνοι να εμπορεύονται πιστοποιητικά παροχής ξένης προστασίας. Εδώ γίνονται πράγματα που σταματάει ο νους σου· βέβηλα, σκληρά, ανίερα…
Κρουνοί πόνου οι προσωπικές μαρτυρίες. Ταραχή – σύγχυση – χαλασμός – κόλαση σωστή…
Άλλο αν κάποιοι ιστορικοί του σήμερα μπερδεύτηκαν στα «συνωθούνταν».
Η κάθαρση – καλώς ή κακώς – αναζητήθηκε στη Δίκη των Έξ και την εκτέλεση. Ο πολιτικός κόσμος – τόσο νέος πριν από λίγα χρόνια και με πολλά οράματα – μοιάζει γερασμένος, καθώς ο Βενιζέλος επιστρέφει στην αρχηγία των Φιλελευθέρων και στην τελευταία κυβερνητική θητεία του.
Η αξιοπιστία του κοινοβουλευτισμού έχει τρωθεί και μαζί και το κύρος της νεαρής ελληνικής δημοκρατίας. Λίγο μετά θα επέλθει η ανατροπή της και τελικά η επικράτηση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.
«ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰσημαίνει».
Ηράκλειτος, Περί Φύσεως (απόσπασμα 53)
που πάει να πει…η ιστορία ούτε λέγει, ούτε κρύβει αλλά δίνει σημάδια σε όσους μπορούν να τα εννοήσουν και να τα αποκρυπτογραφήσουν.
Η θάλασσα του Αιγαίου κήδευσε τα πτώματα και ταξίδεψε τους ζωντανούς στην αντίπερη όχθη, χίλια μύρια κύματα μακριά απ΄τα Αϊβαλί…
«Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει. Κοιμηθείτε, όνειρά μας. Στην ξένη χώρα που πάμε πρόσφυγες τι άραγες να μας περιμένει, τι μέρες να είναι ν’ ανατείλουν;»
Ηλίας Βενέζης, Αιολική Γη.
Οι Αργοναύτες γυρίζουν στην πατρίδα με το χρυσόμαλλο δέρας: Νέα Σμύρνη, Νέα Κίος, Νέα Φιλαδέλφεια. Η πρώτη επαφή τους με τη μητέρα πατρίδα ήταν ο στρατωνισμός τους κάτω από άθλιες συνθήκες στα λοιμοκαθαρτήρια, στο Κερατσίνι και στο Καραμπουρνού της Θεσσαλονίκης. Οι πρώτες πιεστικές τους ανάγκες (διατροφή, στέγαση, ιατρική περίθαλψη) αντιμετωπίστηκαν στοιχειωδώς από το κράτος, από ιδιώτες και ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις που δραστηριοποιήθηκαν στην Ελλάδα. Πέρα όμως από την ανάγκη για επιβίωση, οι πρόσφυγες είχαν έναν ολόκληρο κόσμο να αναστήσουν: την αίσθηση της πληρότητας, του χαμένου πλούτου, τη γεύση της χαμένης ψυχικής ευτυχίας. Ο γιατρός Βένης, στη Γαλήνη του Βενέζη, φυτεύει τριαντάφυλλα στο αλμυρό ξεχέρσωμα στην Ανάβυσσο…
Κάποιοι όμως ευτυχώς είχαν προλάβει να φύγουν πριν τον χαλασμό. Ο μικρός Πέτρος, στην Αιολική Γη του Βενέζη, θυμάται αυτό ανθρώπινο κοπάδι.
«Ήταν γερόντοι, γυναίκες, παιδιά. Οι γυναίκες βογγούσαν, τα παιδιά τρέχαν να προφτάξουν τους μεγάλους και, βαρημένα απ΄την κούραση και τη νύστα, κουνούσαν στον αγέρα τα κορμιά τους σα λαβωμένα πουλιά. Τα πιο μικρά μωρά οι μανάδες τα σήκωναν στις πλάτες τους, κι αυτά, αποκοιμισμένα, γράφανε έτσι τη μοίρα τους, βλέποντας όνειρα με αγγέλους και με αρκούδες. Ύστερα φάνηκε κάτι άλλο εκπληκτικό. Έξι άντρες σήκωναν στον ώμο τους κάτι που δεν ήταν κορμί ανθρωπινό, δεν ήταν ζο. Ήταν ένα ξύλινο σεντούκι, σα νεκροσέντουκο. Βάδιζαν προσεχτικά μην τύχει και παραπατήσουν. Και το πλήθος του κοπαδιού μπροστά και πίσω τους έμενε σε απόσταση, δε στριμωχνόνταν στον επιτάφιο, από φόβο μην τον βεβηλώσει».[…] Φεύγοντας κυνηγημένοι δεν πήραν τίποτα άλλο απ΄την πατρίδα τους. Μονάχα τον εφέσιο θεό τους πήραν. Τον Άγιο που μαρτύρησε στον τόπο τους. Και τα παλικάρια τους τον φέρναν στον ώμο τους μες στο άγριο φαράγγι, στη σκοτεινή νύχτα, για να τον έχουν βοηθό και προστάτη τους στη νέα γη όπου όδευαν να βρούνε καταφύγιο».
Οι γηγενείς αναφέρονταν συχνά επιτιμητικά στο ήθος των μικρασιατών, στη ροπή τους για διασκέδαση και στην κοσμοπολίτικη συμπεριφορά τους. Ο όρος «πρόσφυγας» θα πάρει στην κοινή συνείδηση, για πολλά χρόνια, υποτιμητική σημασία. Η ιστορία όπως τον κατέγραψε οριστικά ως βασικό συντελεστή στη διαμόρφωση της οικονομικής, κοινωνικής αλλά κυρίως της πνευματικής και πολιτισμικής ταυτότητας της σύγχρονης Ελλάδας.
Επωδός ο λόγος δύο κορυφαίων ποιητών μας του Γιώργου Σεφέρη και Κωνσταντίνου Καβάφη: «τούτοι οι αρχαίοι ναοί της Ελλάδας, της Μεγάλης Ελλάδας, της Ιωνίας, είναι με κάποιον τρόπο σπαρτοί, ριζωμένοι στα τοπία τους. Αφού χαλάστηκαν και ερειπώθηκαν οι «καλύβες» αυτές των αθανάτων, οι άστεγοι θεοί γύρισαν εκεί που άρχισαν, χύθηκαν ξανά έξω στο τοπίο και μας απειλούν με πανικούς φόβους ή και με θέλγητρα, παντού».
Ιωνικόν
Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμόσφαιρά σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των˙
και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή,ξολ
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περν
* Η Μελπομένη Β. Παπαδοπούλου είναι μικρασιατικής καταγωγής. Φοίτησε στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Τμήμα Κλασικής Φιλολογίας και στη συνέχεια στο Ιστορικό – Αρχαιολογικό Τμήμα). Είναι μέλος της «Μικρασιατικής Στέγης Κορίνθου» και του πολιτιστικού συλλόγου «Νέα Διάπλαση».
Το εν λόγω κείμενο αποτελεί παρουσίαση στο πρόγραμμα διαλέξεων του ΙΗΑ μέσω ΖΟΟΜ, την Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022.