Γράφει η Πέγκη Φαράντου: Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών – Συγγραφέας – Ζωγράφος.
O Γιάννης γεννήθηκε στους Δραμεσιούς, ένα χωριό της Ηπείρου. Το χωριό αυτό βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Τόμαρος, ονομάστηκε έτσι γιατί είναι χτισμένο ανάμεσα σε βελανιδιές.
Γεννήθηκε μια μέρα του Δεκέμβρη, λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα όταν τον γέννησε η μάνα του. Τον γέννησε μόνη, στο σπίτι, με τη βοήθεια του άντρα της. Σε λίγους μήνες και πριν καλά καλά μπει το καλοκαίρι, ο Γιαννάκης βαφτίστηκε στην εκκλησία του χωριού με την παρουσία των γονιών, της γιαγιάς του και των γειτόνων.
Στο μικρό χωριό των λιγοστών κατοίκων πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Παιδιά δεν υπήρχαν πολλά στο χωριό. Οι νέοι έφευγαν από νωρίς, αναζητώντας μια ζωή με περισσότερες επιλογές. Το χωριό είχε λίγους κατοίκους, κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας. Μέσα στους διακόσιους περίπου κατοίκους του ήταν και ο Γιαννάκης.
Κάθε μέρα του μικρού Γιάννη ήταν μια μικρή περιπέτεια. Το πρωί ξυπνούσε πριν από όλους. Περίμενε τη μάνα του στο τραπέζι της κουζίνας για να του φτιάξει πρωινό. Το πρωινό του ήταν δύο αβγά από το κοτέτσι του σπιτιού και μια μεγάλη κούπα γάλα. Πριν τελειώσει την τελευταία του μπουκιά, έτρεχε να βγει από το σπίτι.
Με δυνατή φωνή ξυπνούσε τον φίλο του τον Αργύρη που έμενε στην ίδια γειτονιά. Σε λίγα λεπτά είχε βγει και εκείνος από το σπίτι για να συναντηθεί με τον φίλο του. Καθώς έτρεχαν να φύγουν τους ακολουθούσε και ένας τρίτος φίλος, ένα λευκό σκυλάκι της γειτονιάς με πολλή όρεξη για παιχνίδι.
Έπαιζαν μέσα στο δάσος, ανάμεσα στις βελανιδιές και τα έλατα. Παρακολουθούσαν τα ζώα, ανέβαιναν στα δέντρα και ακολουθούσαν τα πουλιά. Μαζί τους το άσπρο σκυλάκι γαύγιζε όλο χαρά. Ρολόι δεν είχαν, σαν σκοτείνιαζε γυρνούσαν σπίτι γνωρίζοντας τις επιπτώσεις. Οι μάνες τους όρθιες με τα χέρια στη μέση περίμεναν τα παιδιά να γυρίσουν με άγριες διαθέσεις. Εκείνα γνωρίζοντας ότι θα τα συγχωρέσουν, γρήγορα έτρεχαν στο σπίτι κρύβοντας τις πληγές από το παιχνίδι. Έτσι περνούσαν οι μέρες, μέσα στα δάση της Δωδώνης…
Τα χρόνια περνούσαν και ο μικρός Γιάννης σε λίγους μήνες θα τελείωνε την έκτη Δημοτικού. Μια μέρα, όταν επέστρεψε από το παιχνίδι, τον περίμεναν στο τραπέζι οι γονείς του. Ο Γιάννης ήξερε ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Του ζήτησαν να καθίσει στο τραπέζι. Η μάνα του είχε βουρκώσει. Ο πατέρας άρχισε να μιλάει για το μέλλον και τις σπουδές του, όταν τελείωσε είπε πως πρέπει να πάει σε Γυμνάσιο στην Αθήνα όπου έμενε η θεία του. Εκεί θα μπορούσε να μορφωθεί καλύτερα και να μάθει πολλά και σπουδαία πράγματα…
Με μια μικρή βαλίτσα ο Γιαννάκης πήγε στην Αθήνα και οι γονείς του τον έγγραψαν σε ένα Γυμνάσιο της πόλης.
Πρώτη μέρα στο σχολείο. Όλα καινούργια, όλα άγνωστα, όλα νέα…
Στο διπλανό θρανίο ο Αλέξης που είχε ωραία αθλητικά παπούτσια, πιο κει η όμορφη Ελβίρα από την Αλβανία. Η Θάλεια με τα κίτρινα γυαλιά. Ο αθλητικός Βλάντι από τη Βουλγαρία. Στο τρίτο θρανίο η Άννα που είχε δύο μαμάδες. Ο Στέφανος με το σκούρο δέρμα. Στο πρώτο θρανίο ο Βασίλης που είχε δύο μπαμπάδες. Η Αλέξια στο τελευταίο θρανίο μαζί με τον Αντώνη που φορούσε φουστάνι. Η Δέσποινα με δύο μπλε κοτσιδάκια, ο Σπύρος, η Μυρτώ, η Σταυρούλα με τα πολύχρωμα σιδεράκια στα δόντια, και ο Γιαννάκης από τους Δραμεσιούς Δωδώνης…