Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου, 2024

Πέγκη Φαράντου: Ο ερημίτης

Γράφει η Πέγκη Φαράντου Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών – Συγγραφέας – Ζωγράφος.

Στην Ηρακλειά, στο όμορφο νησί των Κυκλάδων, ζούσε ο μπάρμπα Φώτης. Ένα μικρό νησί με άγρια ομορφιά. Εκεί, απότομοι βράχοι στέκονται κάθετα πάνω στη θάλασσα. Τα κύματα θαρρείς πως προσπαθούν να σπάσουν τη δυνατή πέτρα. Στους βράχους έχουν βρει καταφύγιο αρπακτικά πουλιά που ζουν εκεί, σαν ερημίτες.

Το νησί, με τους διακόσιους περίπου κατοίκους, έχει τρεις οικισμούς, την Παναγιά, τον Αϊ Γιώργη και τον Άγιο Αθανάσιο. Οι οικισμοί αυτοί πήραν το όνομά τους από τις ομώνυμες εκκλησίες, τα Εισόδια της Θεοτόκου, τον Άγιο Γεώργιο και τον Άγιο Αθανάσιο. Ο μπάρμπα Φώτης ζούσε στον Άγιο Αθανάσιο, στο δυτικό μέρος του νησιού. Τα τελευταία χρόνια, οι λιγοστοί κάτοικοι του οικισμού εγκατέλειψαν τα σπίτια τους. Άλλοι κατέβηκαν στην Παναγιά, στο λιμάνι και άλλοι έφυγαν τελείως από το νησί, για να πάνε στις μεγάλες πόλεις. Παρότι ήταν σχεδόν μόνος, δεν θέλησε ποτέ να αφήσει τον τόπο του και να φύγει.

Ο μπάρμπα Φώτης ζούσε μόνος. Είχε χάσει τη γυναίκα του λίγο αφότου τη παντρεύτηκε, από την κακιά αρρώστια, όπως έλεγαν στο χωριό. Από τότε δεν παντρεύτηκε ξανά και συνέχισε να ζει μόνος, στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Η κύρια ασχολία του ήταν το μέλι. Από μικρός ασχολούνταν με τις μέλισσες και το μέλι. Το μέλι του ήταν εκλεκτό, όπως έλεγαν όσοι το δοκίμαζαν. Ο μπάρμπα Φώτης φρόντιζε πολύ τα μελίσσια του. Μιλούσε με τις μέλισσες σαν να ήταν άνθρωποι και πολλές φορές τούς έψελνε απολυτίκια Αγίων. Κάθε άνοιξη πήγαινε τις μέλισσες σε περιοχές με άφθονο θυμάρι. Όταν το μέλι ήταν έτοιμο, το έβαζε σε ειδικά δοχεία και το πήγαινε στην Παναγιά για να το πουλήσει. Σπάνια κατέβαινε ο μπάρμπα Φώτης στην πόλη. Το έκανε ή για να δώσει το μέλι ή για να αγοράσει κρασί όταν αυτό τελείωνε. Ερημίτη τον φώναζαν όλοι γιατί ζούσε μόνος και είχε ελάχιστες επαφές με κόσμο.

Τα καλοκαίρια ωστόσο, που επισκέπτονταν το νησί τουρίστες από διάφορα μέρη του κόσμου, ο μπάρμπα Φώτης δεχόταν διάφορους επισκέπτες, χωρίς να το επιδιώξει. Τουρίστες με φωτογραφικές μηχανές και μεγάλα σακίδια σταματούσαν στο σπίτι του και του μιλούσαν. Ο μπάρμπα Φώτης, που δεν ήξερε ούτε λέξη σε άλλη γλώσσα, χαμογελούσε. Πάντα πρόσφερε με χαρά, μια θέση στον ίσκιο, κρύο νερό και μέλι με καρύδια για κέρασμα. Οι τουρίστες ενθουσιασμένοι του έλεγαν «nice -nice» και εκείνος χαμογελούσε. Μέχρι και τηλέφωνα αντάλλασσαν μαζί του. Πολλοί του τηλεφωνούσαν από τις χώρες τους για να τον χαιρετίσουν και εκείνος απαντούσε στα Ελληνικά χωρίς να καταλαβαίνει κουβέντα.

Ο μπάρμπα Φώτης είχε ένα κινητό τηλέφωνο για να επικοινωνεί για το μέλι. Το τηλέφωνο αυτό ήταν μια παλιά συσκευή που είχε σπάσει σε πολλά σημεία και ο μπάρμπα Φώτης τα είχε κολλήσει με διάφορες ευρεσιτεχνίες. Στην οθόνη είχε σημειώσει με μεγάλα γράμματα τον αριθμό του και δύο κουμπιά για το άνοιγμα και το κλείσιμο.

Ένα πρωινό, καθώς μαγείρευε δύο αβγά στο τηγάνι, χτύπησε το τηλέφωνο. Έψαξε να βρει το τηλέφωνο στον χώρο και άνοιξε τη συσκευή, πατώντας το μεγάλο πράσινο κουμπί. Από την άλλη γραμμή μια γλυκιά γυναικεία φωνή μιλούσε με μεγάλη ταχύτητα, «Καλημέρα σας, ονομάζομαι Κατερίνα Αποστόλου, σας τηλεφωνώ από την γνωστή εταιρεία u.m.c. σήμερα, ειδικά για εσάς, κάνουμε την καλύτερη προσφορά σε ενεργειακά κουφώματα pvc». Η κυρία Αποστόλου, αφού δεν την είχε διακόψει κανείς, συνέχισε να αναλύει την προσφορά της. Κάποια στιγμή σταμάτησε να μιλάει και ρώτησε ανήσυχα, «είστε εκεί;». Ο μπάρμπα Φώτης, πήρε με βαθιά ανάσα και είπε, «καλημέρα Κατερίνα, τι κάνεις;», τότε η Κατερίνα έβαλε τα κλάματα, έκλεγε ακατάπαυστα μέχρι που απάντησε, «είστε ο πρώτος άνθρωπος που με ρώτησε τι κάνω, συνήθως με βρίζουν και μου κλείνουν το τηλέφωνο απότομα. Ο μπάρμπα Φώτης που δεν είχε καταλάβει γιατί φέρονται έτσι στην κοπέλα είπε, «δεν πρέπει να στεναχωριέσαι καλό μου παιδί, από τη φωνή σου καταλαβαίνω τη μικρή σου ηλικία, η ζωή είναι μπροστά σου, να μη στεναχωριέσαι για τίποτα και να δοξάζεις κάθε μέρα τον Θεό».

«Καλέ μου κύριε -απάντησε η Κατερίνα- δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ, ως τηλεφωνήτρια σε μεγάλη εταιρεία. Δεν ξέρω αν έξω βρέχει, χιονίζει ή έχει ήλιο γιατί δεν έχω παράθυρα στον χώρο μου. Τα χρήματα που παίρνω δεν φτάνουν για τίποτα. Μέσα σε όλα αυτά κανένας δεν με ρώτησε ποτέ αν είμαι καλά». Ο μπάρμπα Φώτης έκανε μια μικρή παύση, άναψε ένα τσιγάρο και είπε, «καλή μου, όσα χρήματα και να έχει κανείς δεν θα τον κάνουν ποτέ ευτυχισμένο…».

Εκείνη την ώρα ακούστηκε από την τηλεφωνική γραμμή ένας ηλεκτρονικός ήχος, η Κατερίνα Αποστόλου συνέχισε, «πώς σας φαίνεται η προσφορά μας; θα σας ενδιέφερε μια επιδότηση για αλλαγή των παλιών σας κουφωμάτων;». Ο μπάρμπα Φώτης, έσβησε το τσιγάρο και είπε, «δεν έχω κουφώματα στο σπίτι καλή μου…ο Θεός μαζί σου» και το τηλέφωνο έκλεισε…

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ