Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Μνήμη Γιώργου Σεφέρη

Επιμέλεια Λία Βαλάτα – Τσιάμα Ιστορικός – Ερευνήτρια

Ένα ταξιδιάρικο πουλί είναι ο άνθρωπος, μια «κίχλη». Η ζωή του είναι μια οδύσσεια αναζητήσεων, ένα ταξίδι στα βάθη της ψυχής του, μια «Νέκυια».

Στα μέρη που γεννήθηκε και έζησε ως δεκατεσσάρων χρόνων, ο ποιητής μας επέστρεψε για μια και μοναδική φορά στη ζωή του. Όταν υπηρετούσε στην Ελληνική Πρεσβεία στην Άγκυρα, έκανε ένα ταξίδι στη Σμύρνη και στα Βουρλά. Το αποκάλεσε «Κάθοδος στον Άδη».

Στο ημερολόγιό του «Μέρες Καταστρώματος Ε’» 1945-1951, γράφει:

«…Έπειτα, κατά τη Σμύρνη: γνώριμος αέρας, γνώριμο ύφος της εξοχής, και τ’ άρωμα των βοτάνων. Έπειτα, σιγά σιγά από μέσα, σου ανεβαίνει στο μυαλό η γνωστή στη μνήμη, και τόσο άγνωστη τώρα πολιτεία -Θεέ μου,τι πάω να κάνω… Όπως αν τύχει και μπεις μια νύχτα στην πολιτεία που σ’ ανάθρεψε, κι έπειτα συθέμελη τη χάλασαν και την ξαναχτίσαν, και παλεύεις να μετακινήσεις άλλους καιρούς για να ξαναβρεθείς…

[…] Στρίψαμε προς τη θάλασσα: όχι γαλήνη, αλλά μια εφιαλτική ακινησία. Το τοπίο ήταν το εσωτερικό μιας σφαίρας και τα πράγματα, κλεισμένα μέσα σ’ αυτή τη σφαίρα, κι εγώ μαζί τους, μίκραιναν ολοένα και στένευαν και χαλνούσαν, όσο να γίνουν μια τσακισμένη μακέτα των περασμένων, ξεχασμένη σ’ ένα ράφι.[…]

Εκεί, στην άκρη, πλάι στο φανάρι, γύρισα απότομα τη ράχη στα σπίτια που με κοίταζαν σαν άρρωστα ζώα. Έτσι που θα ‘λεγες πως μόνο από μένα κρατιούνταν η λίγη ζωή που τους έμενε ακόμη. Κοίταξα τα νησιά μου: η θάλασσα τρομερά ζωντανή κι ο αγέρας που γύρευε να τη συναρμολογήσει με το νεκρό πρόσωπο μιας νέας κοπέλας -καημένη Σκάλα…

Στο δικό μας σπίτι μένουν τα πίσω χτίσματα -κι εδώ όλα κλειστά…δεν μπόρεσα να βρω τ’ αρχικά μου που είχα χαράξει με το μυστρί σ’ ένα τοίχο όταν ήμουν δέκα χρονώ…

Πέρα από το περιβόλι, ξαφνίστηκα που το μαγκανοπήγαδο βγάζει ακόμη νερό -το γύριζε ένας μικροσκοπικός γάιδαρος. Ζει και η μουριά που το ίσκιαζε, αλλά παρακάτω χάος: ούτε αμπέλια ούτε λιόδεντρα ούτε ροδιές ούτε συκιές: ένας χέρσος τόπος. Από το άλλο μέρος, δεξιά, η πιο μεγάλη απουσία: ο γερο-πλάτανος μάς άφησε χρόνους…εκείνο το τεράστιο δέντρο που χαλνούσε τον κόσμο τ’ απογεύματα με τα σπουργίτια του.

Η εκκλησιά μας, του Αγίου Νεκταρίου του Βουρλιώτη (ο Άη Νικόλας ο μάρτυρας για τους Βουρλιώτες) έχει γίνει σχολείο… Βλέπω τη μάνα μου, με το ασημωμένο εικόνισμα της Παναγιάς στην αγκαλιά της πηγαίνοντας εκεί κάθε Δεκαπενταύγουστο…»

Ο Γιώργος Σεφέρης πέθανε, στις 20 Σεπτέμβρη του 1971. Η κηδεία του επί ημερών δικτατορίας θύμισε τον αποχαιρετισμό του Παλαμά το 1943 στον καιρό της Κατοχής. Ο νομπελίστας ποιητής, με καταγωγή από την Καππαδοκία (ο πατέρας του) και από τα Βουρλά της Ιωνίας (η μητέρα του), που στην αρχή της ζωής του συνδέθηκε με τη Μικρασιατική Καταστροφή και στο τέλος με τη διαμαρτυρία του για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και τη δραματική πρόβλεψη για την κυπριακή τραγωδία, είχε γίνει σύμβολο για τον σύγχρονο Ελληνισμό και την αντίστασή του σε κάθε σκοτεινή δύναμη εναντίον του.

Ο κόσμος τον έκλαψε στο ναό Mεταμορφώσεως του Σωτήρος, της οδού Kυδαθηναίων στην Πλάκα, και ακολούθησε τη νεκρική πομπή προς το Α’ Νεκροταφείο σαν ένα γενναίο αντιδικτατορικό -και όχι μόνο- συλλαλητήριο. Διότι, μαζί με τον ποιητή θρηνούσε και την Ελλάδα. Όταν η σορός έβγαινε από την παλιά γειτονιά της Αθήνας και έφτανε στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος ξεκίνησε αυθόρμητα να τραγουδάει:

Στο περιγιάλι το κρυφό

κι άσπρο σαν περιστέρι

διψάσαμε το μεσημέρι

μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή

γράψαμε τ’ όνομά της

ωραία που φύσηξεν ο μπάτης

και σβήστηκε η γραφή.

Mε τι καρδιά, με τι πνοή,

τι πόθους και τι πάθος,

πήραμε τη ζωή μας· λάθος!

κι αλλάξαμε ζωή.

O Γιώργος Σεφέρης στο ερειπωμένο πατρικό του στη Σκάλα των Βουρλών της Ιωνίας το 1950

Έτσι, ο Σεφέρης ταξίδεψε οριστικά για το βασίλειο του Άδη, καθώς ο συμβολισμός στο ερωτικό του ποίημα πλημμύριζε τη συνείδηση του κόσμου με την επίγνωση για τις πλάνες και για την τραγικότητα της ζωής. Όπως η πνοή του ανέμου σβήνει τη γραφή στην άμμο, έτσι και οι ματαιώσεις συντρίβουν τα όνειρα. Η απόλαυση είναι εφήμερη σαν τον έρωτα, η ευτυχία φευγαλέα. Η «Άρνηση» ακυρώνει τα σχέδια και εξανεμίζει τις προσδοκίες μας. Μισόν αιώνα μετά από εκείνον τον πάνδημο αποχαιρετισμό, βλέπουμε τα παιδιά μας ξενιτεμένα και τα οράματά μας στάχτες.

Εις μνήμην…

Ειρήνη Πετρακάκη

«… Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας δόθηκε χωρίς διακοπή …».

Ήταν 10 Δεκεμβρίου του 1963. Ο Γιώργος Σεφέρης μιλούσε στα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας, στη Στοκχόλμη, όταν παρελάμβανε το Βραβείο Νόμπελ. Σε κάθε δύσκολη ώρα -και δεν είναι λίγες σε αυτόν τον δύσκολο τόπο, σε αυτόν τον δύσκολο ντουνιά- επιστρέφει κανείς στα εμβληματικά κείμενα, στα εμβληματικά έργα.

Στη διπλανή σελίδα δημοσιεύουμε το κείμενο της ομιλίας του στη Στοκχόλμη, κατά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ. Ένα διαδικτυακό κερί, κάθε χρόνο στις 20 Σεπτεμβρίου, για τον Γιώργο Σεφέρη, την ημέρα του θανάτου του .

Ερωτευμένος, όσο λίγοι, με την Ελλάδα, τολμά να καταγγείλει με απελπισία μέσα από το έργο του, όσους σκορπάνε τα κομμάτια της δεξιά και αριστερά και διδάσκει την Αρετή της Σιωπής, όχι της Σιωπής που προκύπτει από αδιαφορία, αλλά της Σιωπής που προκύπτει από εγρήγορση, ευαισθησία, ίσως θα μπορούσε να πει κανείς, την Αρετή της πληγωμένης Σιωπής.

Περικλής Μοσχολιδάκις

Σε εποχές σαν τις σημερινές, ενός σχιζοφρενικού λόγου, από τις παρυφές του Facebook και του Twitter μέχρι την καρδιά των μιντιακών μέσων, ο πάντα επίκαιρος -όπως όλοι οι ποιητές- Σεφέρης, υπενθυμίζει την αρετή της σιωπής των πνευματικών ανθρώπων που δεν κομματίζονται αλλά καταγγέλλουν συνεχώς όλα, όσα πληγώνουν και βρωμίζουν. Γράφει ο Σεφέρης και ανατριχιάζεις με την επικαιρότητα των λόγων του:

«Η δημόσια ζωή μας είναι μια αλληλοεξοντωτική ζούγκλα γεμάτη με δόλο, με συκοφαντία, με αδιαντροπιά…Αυτοί οι άνθρωποι είναι σαν να μασάς ομίχλη…»

Το Φωτογραφικό Αρχείο του Σεφέρη, κατατεθειμένο στο ΜΙΕΤ, συγκροτείται από περίπου 2.500 λήψεις που καλύπτουν μισόν αιώνα, κατά προσέγγιση, την περίοδο 1920-1970. Το πλήθος φωτογραφιών που τράβηξε ο ποιητής αποτελούσαν ένα είδος διαρκούς μνημονίου που συχνά τροφοδοτούσε ή αναθέρμαινε την ποιητική έμπνευση και, παράλληλα, επισημαίνει προς τα πού στρέφεται η ματιά και το βλέμμα του Σεφέρη. Χρησιμοποιεί τη φωτογραφία για την καταγραφή στοιχείων, ως λειτουργία μνήμης. Στα τετράδια που καταγράφει ταξιδιωτικές εντυπώσεις, συχνά σημειώνει ένα μικρό “φ” στο περιθώριο -ένδειξη ότι τράβηξε σχετική φωτογραφία. Είναι τα μάτια του ποιητή. Ο τρόπος που βλέπει, αλλά και ο τρόπος που αντιλαμβάνεται το ταξίδι (ακόμα και το επαγγελματικό).

Πολιτιστική Εταιρεία Πανόραμα

Στοκχόλμη, 11 Δεκεμβρίου 1963: Ὁμιλία τοῦ Γιώργου Σεφέρη κατὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ Νόμπελ Λογοτεχνίας

Τούτη τὴν ὥρα αἰσθάνομαι πὼς εἶμαι ὁ ἴδιος μία ἀντίφαση. Ἀλήθεια, ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδημία, ἔκρινε πὼς ἡ προσπάθειά μου σὲ μία γλώσσα περιλάλητη ἐπὶ αἰῶνες, ἀλλὰ στὴν παροῦσα μορφή της περιορισμένη, ἄξιζε αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ διάκριση. Θέλησε νὰ τιμήσει τὴ γλώσσα μου, καὶ νὰ – ἐκφράζω τώρα τὶς εὐχαριστίες μου σὲ ξένη γλώσσα. Σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ δώσετε τὴ συγνώμη ποὺ ζητῶ πρῶτα -πρῶτα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου.

Ἀνήκω σὲ μία χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρὸς ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγμα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι μας παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν ἔπαψε ποτέ της νὰ μιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωμένη μὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ τὸ μέτρο, πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.

Ὅσο γιὰ μένα συγκινοῦμαι παρατηρώντας πῶς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους μου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασμένου αἰώνα, γράφει: «… θὰ χαθοῦμε γιατί ἀδικήσαμε…». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράμματος. Εἶχε μάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡμερῶν μας, ἡ προφορικὴ παράδοση πηγαίνει μακριὰ στὰ περασμένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση. Εἶναι γιὰ μένα σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιμήσει καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόμη καὶ ὅταν ἀναβρύζει ἀνάμεσα σ’ ἕνα λαὸ περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσμος ὅπου ζοῦμε, ὁ τυραννισμένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση. Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα – καὶ τί θὰ γινόμασταν ἂν ἡ πνοή μας λιγόστευε; Εἶναι μία πράξη ἐμπιστοσύνης – κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά μας δὲν τὰ χρωστᾶμε στὴ στέρηση ἐμπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τὸν περασμένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ στὴ λογοτεχνία. Παρατήρησαν πὼς ἀνάμεσα σ’ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράμα καὶ ἕνα σημερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲ μοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν’ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ ὀνομάζουμε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγμὴ ἀπὸ στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει ποὺ νἄ ʹβρει καταφύγιο, ἀπαρνημένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι’ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν μεγάλα καὶ μικρὰ μέρη τοῦ κόσμου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν’ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιομηχανία.

Χρωστῶ τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδημία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλμὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανὸς νὰ κρίνει μὲ ἀλήθεια ἐπίσημη τὴν ἄδικη μοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυμηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐμπνευστή, καθὼς μᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νομπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία μὲ τὴ μεγαλοσύνη τῆς καρδιᾶς του.

Σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας μας χρειάζεται ὅλους τοὺς ἄλλους. Πρέπει ν’ ἀναζητήσουμε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.

Ὅταν στὸ δρόμο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγμά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουμε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουμε. Ἂς συλλογιστοῦμε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ