Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Πέγκη Φαράντου: Το σημείωμα

Γράφει η Πέγκη Φαράντου: Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών – Συγγραφέας – Ζωγράφος.

O Πέτρος ήταν ένας όμορφος άντρας, όχι μόνο στην εμφάνιση αλλά και στην ψυχή. Τελικά αυτά τα δύο πάνε χέρι-χέρι, θαρρείς και η ομορφιά της ψυχής αποτυπώνεται στην εικόνα ενός ανθρώπου. Έτσι ήταν και εκείνος, ένας όμορφος νέος άντρας. Όταν περπατούσε είχε βήμα στιβαρό και βλέμμα έξυπνο, γεμάτο ενδιαφέρον για τον κόσμο. Στο πρόσωπό του έγραφε πάντα ένα χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που ερχόταν βαθιά μέσα από την ψυχή του. Όταν μιλούσε ο λόγος του μάγευε το ακροατήριο, όποιο και να ήταν αυτό. Άνθρωπος απλός και ήρεμος. Ένας λεβέντης.

Η ζωή τα έφερε έτσι και μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο ασχολήθηκε με την πολιτική. Ασχολήθηκε με την πόλη και τους πολίτες της. Οι σπουδές στη Φιλοσοφία και τη Φιλολογία βοήθησαν πολύ το ανήσυχο πνεύμα του να βρει απαντήσεις σε σπουδαία ερωτήματα. Η βαθιά του πίστη στην Ορθοδοξία αποτέλεσε αφετηρία στο έργο του που ήταν η αγάπη για τον άνθρωπο.

Ως πολιτικός είχε ένα μεγάλο γραφείο στο κέντρο της Αθήνας. Από τη μια πλευρά της μεγάλης τζαμαρίας μπορούσες να δεις την Ακρόπολη και από την άλλη τον Λυκαβηττό. Πάνω στο μεγάλο γραφείο είχε πάντα ένα βάζο με φρέσκα λουλούδια, ένα γυάλινο μπουκάλι με δροσερό νερό και μια στοίβα από χαρτιά. Τα τηλέφωνα χτυπούσαν συνέχεια και οι βοηθοί απαντούσαν κρατώντας σημειώσεις, που άλλοτε τοποθετούσαν στο μεγάλο γραφείο και άλλοτε όχι.

Πριν λίγες μέρες είχε αλλάξει ο χρόνος. Η πόλη είχε στολιστεί και όλα έμοιαζαν όμορφα. Όλοι σχολίαζαν την επιτυχία των εορταστικών εκδηλώσεων η οποία είχε αποτυπωθεί σε εφημερίδες και περιοδικά.

Πίσω όμως από τη στολισμένη πόλη υπήρχαν χιλιάδες προβλήματα. Προβλήματα που κρύβονταν καλά πίσω από όμορφα στολίδια. Ο Πέτρος ήταν πολύ προβληματισμένος. Τον απασχολούσε αν ο ρόλος του πολιτικού τον απομάκρυνε από αυτόν του πολίτη. Με αυτή τη σκέψη πήγε στη βιβλιοθήκη και έψαχνε τα βιβλία του. Τότε από ένα βιβλίο έπεσε ένα μικρό χαρτί. Στο μικρό χαρτί, κιτρινισμένο από τον χρόνο, είχε σημειώσει μια φράση του Διογένη: «Τους ρήτορας τα δίκαια μεν εσπουδακέναι λέγειν, πράττειν δε, ουδαμώς»*.

Εκείνο το βράδυ δεν είχε ύπνο, τον βασάνιζαν σκέψεις. Πριν ξημερώσει καλά καλά σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται. Αυτή τη φορά δεν φόρεσε το καλό του κοστούμι, ούτε τα καινούρια παπούτσια. Έβγαλε από τη ντουλάπα ένα φθαρμένο τζιν παντελόνι που είχε από χρόνια, φόρεσε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια και ένα αδιάβροχο μπουφάν. Με ένα πλεκτό σκούφο σκέπασε τα μαλλιά του και με ένα ζευγάρι γυαλιά τα μάτια του. Δεν θα τον αναγνώριζε κανείς. Αυτή τη μέρα δεν θα ήταν ο γνωστός πολιτικός. Με λίγα χρήματα στην τσέπη, χωρίς συνοδεία, χωρίς φωτογράφους και χωρίς κινητό τηλέφωνο, βγήκε έξω. Μόλις είχε αρχίσει να ξημερώνει. Περπατούσε στην Ακαδημίας. Κάποια μαγαζιά μόλις άνοιγαν τα στόρια. Άνθρωποι περπατούσαν γρήγορα στους δρόμους. Ένας ηλικιωμένος μετρούσε κέρματα στο χέρι για να αγοράσει ένα κουλούρι. Σε ένα παγκάκι κάποιος άλλος κοιμόταν ακόμη, κουλουριασμένος σε ένα χαρτόκουτο. Συνέχισε να περπατά. Διασχίζοντας τη Σταδίου ένα μηχανάκι τον έβρισε επειδή δεν προχωρούσε γρήγορα στον δρόμο. Λίγο πιο κάτω κάποιος του ζήτησε τσιγάρο. Σταμάτησε στον σταθμό του τραίνου. Είχε χρόνια να χρησιμοποιήσει το τραίνο, ίσως από τότε που ήταν φοιτητής. Ρώτησε στο ταμείο πόσο κοστίζει το εισιτήριο, προσποιούμενος τον τουρίστα. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη κόσμο. Όλοι βιάζονταν να φύγουν γεμίζοντας τα βαγόνια ασφυκτικά. Αφού πέρασε και το τρίτο βαγόνι, αποφάσισε να μπει. Ο κόσμος συνέχιζε να μπαίνει παρότι ο χώρος ήταν γεμάτος. Όλοι τον έσπρωχναν. Ο Πέτρος, ως πολίτης πια και όχι ως πολιτικός, βίωνε μια άλλη πραγματικότητα. Δίπλα του κάποιος μύριζε αλκοόλ, κάποιος άλλος έβηχε. Μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά.

Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει και ο Πέτρος βγαίνει γρήγορα από το βαγόνι. Μπροστά του ένα Νοσοκομείο των Αθηνών. Ο Πέτρος προχωρά στην είσοδο. Ουρές ασθενών περιμένουν. Ένας γιατρός του λέει ότι εμποδίζει εκεί που κάθεται. Την ίδια ώρα ένα ασθενοφόρο μεταφέρει ένα παιδί μέσα στα αίματα.

Ο Πέτρος επέστρεψε κατάκοπος στο σπίτι του. Έβγαλε τα παπούτσια του και κάθισε σε μια καρέκλα να σκεφτεί ξανά τα λόγια του Διογένη που είχε γράψει κάποτε σε ένα χαρτάκι με μολύβι.

* «Οι ρήτορες έχουν σπουδάσει να μιλούν για τη δικαιοσύνη, αλλά να την πράττουν καθόλου», φράση που ανήκει τον κυνικό Φιλόσοφο Διογένη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ