Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης, Τακτικό Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» και της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών.
Για ακόμη μία φορα και εφόσον έπεσαν λίαν προσφάτως στα χέρια μου τα άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη απο τις εκδόσεις ΑΣΤΑΡΤΗ, αισθάνομαι αυτή την αδιόρατη ανάγκη του να μιλήσω εκ νέου για μία απο τις πλέον συγκινητικές λογοτεχνικές παρουσίες του μεσοπολέμου, μία μορφή των νεοελληνικών μας γραμμάτων η οποία πάντοτε με προσκαλεί και με προκαλεί να ανασκάψω το έργο της, την φωνή της Μαρίας. Της Μαρίας Πολυδούρη.
Η Μαρία, χάριν ενός λόγου δίχως περαιτέρω επεξήγηση, αποτελεί για τον υποφαινόμενο, ένα πρόσωπο οικείο. Ένα πρόσωπο που δεν θα έλεγε κανείς πως επιδίωξε ιδιαίτερα την προβολή της ως λογοτέχνιδος, μα που τα έφερε ή ζωή και η μοίρα της, να μείνει ως ένα λαμπρό μετέωρο στον νυκτερινό ορίζοντα των νεοελληνικών μας γραμμάτων, μετέωρο που δεν χάθηκε μα παρέμεινε και ακόμη παραμένει εμπρός στα μάτια μας, να φωτίζει μία απο τις καλύτερες στιγμές και τις καλύτερες των περιπτώσεων του γυναικείου ποιητικού λυρισμού για την χώρα μας.
Είναι η αλήθεια πως η Πολυδούρη, μία ακόμη λογοτεχνική φωνή βγαλμένη μέσα απο την “παρακμιακή” γενιά του μεσοπολέμου, που θα έλεγε κανείς πως ανήκει στους ποιητές του ύστερου συμβολισμού, συσχετίζεται έντονα με τον βίο και την πολιτεία του Κώστα Καρυωτάκη, του πλέον αναγνωρίσιμου εκ των ποιητών αυτής της γενιάς και ίσως και εκεί να οφείλεται η διατήρηση της στην συλλογική μνήμη όσων ασχολούνται με την ποίηση στην χώρα μας. Είναι όμως αυτός ο συσχετισμός, ικανός απο μόνος του να διατηρήσει την Πολυδούρη στην λογοτεχνική μας επικαιρότητα ; Θεωρώ πως οχι. Θεωρώ επίσης πως η Πολυδούρη, υπήρξε αυτόφωτη ποιήτρια, με δικό της προσωπικό ύφος που το όνομα της παραμένει ακόμη ισχυρό ανάμεσα σε όσους γνωρίζουν τα στοιχειώδη στον χώρο μας, μα το περισσότερο ανάμεσα και σε ανθρώπους που η ενασχόληση με την λογοτεχνία, δεν είναι και η πρώτη προτεραιότητα ζωής.
Η συγκεκριμένη λογοτέχνιδα, μιά ακόμη συντετριμμένη φωνή ανάμεσα στα εθνικά, κοινωνικά, πολιτικά και λογοτεχνικά χαλάσματα που δημιούργησε η εποχή της, τόσο στην κοινωνία όσο και στις ψυχές των ανθρώπων που την έζησαν και συν-διαμορφώθηκαν με τα πράγματα του καιρού τους, υπήρξε, (τουλάχιστον αναφορικά με την γραφή της), χαμηλών τόνων, τόσο χαμηλών όπου σαν μιά “σιωπηλή κραυγή” διήλθε το μικρό της του βίου ταξίδι των μόλις εικοσιοκτώ ετών, σπάζοντας σε πολλά επίπεδα τις νόρμες και τα στεγανά της εποχής της, και σφραγίζοντας την ύπαρξη και την υστεροφημία της με εκείνο τον χαρακτηριστικό τόνο των ποιημάτων, του ύφους και της γραφής της γενικότερα, κάτι που ως τόνισα την αποδίδει σε εμάς τους μεταγενέστερους ως κομμάτι ενός συνόλου μεν, αυτό των ποιητών του συμβολισμού μα και ως αυτόφωτη λογοτεχνική παρουσία και οντότητα, που δεν αντιγράφει κανέναν και τουναντίον θα έλεγε κανείς πως δημιουργεί και δική της σχολή και μιμήτριες, τόσο σύγχρονες της όσο και μετέπειτα λογοτέχνιδες, συντελώντας αποφασιστικά στην διαμόρφωση της γυναικείας λυρικής ποίησης στην Ελλάδα.
Ο πρόωρος θάνατος της που την βρίσκει σχεδόν κορίτσι για τα σημερινά μας δεδομένα, την βοηθά κατά έναν αδιόρατο και περίεργο ως απο την ειμαρμένη καθορισμένο τρόπο, στο να παραμείνει ανεπηρέαστη απο την φθορά του χρόνου, η οποία στην περίπτωση των λογοτεχνών δεν περιλαμβάνει μόνον τον βιολογικό ξεπεσμό μα ενίοτε και τον λογοτεχνικό τέτοιο. Και ναι η Πολυδούρη παραμένει το αιώνιο σφόδρα ερωτευμένο κορίτσι. Το κορίτσι που δεν πρόλαβε να ζήσει, μα για όσο έζησε, έζησε με ουσία. Αγάπησε, μα της αρνήθηκαν την αγάπη. Τριγύρισε τον κόσμο, μα η μοναξιά της μοναδική σύντροφος της απέμεινε, ψυχοφθόρα αλλά και ζωοδότρα πηγή έμπνευσης μα και καταστροφή συνάμα. Αυτοκαταστροφή πολλές φορές.
Η Πολυδούρη, η γραφή της πιο συγκεκριμένα, είναι ένας ύμνος στην μοναχικότητα. Μοναχικότητα, το νόμισμα όπου πληρώνεται η μοναδικότητα. Ο Καρυωτάκης δεν είναι παρά μόνον η αφορμή. Η αφορμή στο να ξεχειλήσει απο εντός της, οτι ευγενέστερο μπορεί να κρύβει στην ψυχή του ένας άνθρωπος, την αγάπη. Την αγάπη τόσο για πρόσωπα, όσο και για την ζωή την ίδια. Και αυτό το “αγάπης μετέωρο” που δεν βρήκε ποτέ του την αγάπη στον κόσμο της ύλης, παρά την δημιουργούσε και την κυνηγούσε μέσα απο την δημιουργικότητα και τα γραψίματα της, στέκει για όλους εμάς τους μετέπειτα ως ένας φάρος μοναδικός. Φάρος όπου βοηθά όλα τα υπόλοιπα σκαριά (τα δικά μας σκαριά) που απλώνουν τα πανιά τους μέσα στις θάλασσες του χρόνου, να πορευτούν κατά τις επιταγές της ψυχής τους, ενάντια σε κάθε όριο. Ενάντια σε κάθε κονφορμισμό. Ενάντια σε κάθε είδους “πρέπει”.
Ο αδιέξοδος έρως, είναι ο ένας εκφραστικός πόλος της Πολυδούρη. Ο άλλος είναι σαφώς ο αντικονφορμισμός που την διακρίνει οχι τόσο ξεκάθαρος μας που υπάρχει. Η Πολυδούρη αξίζει να διαβαστεί οχι μόνον σε συνάρτηση με τον Καρυωτάκη, αλλά αυτόνομα. Διαθέτει ειρμό, συναίσθημα, λεπτότητα και ορισμένες κορυφές γυναικείας λυρικής ποίησης. Κι αν ακόμη και πολλά απο τα ποιήματα της δεν διεκδικούν δάφνες τελειότητας και είναι θαρρείς σκαρωμένα γρήγορα γρήγορα (κάποιου είδους διαίσθηση για το σύντομο της ζωής της ταξίδιον ; ποιός μπορεί να ξέρει), επουδενί δεν χάνουν την δροσιά τους. Η ατημέλητη μορφή των γραπτών της, την εξαγνίζει. Την τοποθετεί, ίσως και ασυναίσθητα (και τούτη είναι η δύναμη του έργου της ακριβώς ή έστω ένα απο τα δυνατά της σημεία, τι οξύμωρον μιά αδυναμία φιλολογική να καθίσταται δύναμη ανθρώπινη), ως μιά ωραία, ευγενική, συμβολή στο οικοδόμημα της λογοτεχνίας μας που απο τη βάση του ως τα σήμερα χτίστηκε με όνειρα, αίμα ψυχής, απογοητεύσεις μα και πολύ πολύ αγάπη ειλικρινή για το κάθε τι σε αυτόν τον κόσμο που μας περιβάλλει.
Δεν ξέρω τι αίσθηση μπορεί να είχε η Πολυδούρη για τον εαυτό της τον ίδιο. Δεν ξέρω τι αίσθηση μπορεί να έχει ένας δημιουργός ο ίδιος για το δικό του έργο. Θαρρώ πως καμιά συναίθηση είχε για το πως εκείνη την ώρα που έβρεχε με δάκρυα το ταπεινό, φτωχό της ημερολόγιο με τις λίγες σελίδες του χαρτιού, καμιά συναίσθηση δεν είχε για το οτι έγραφε ένα μικρό ή μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής μας ιστορίας. Καμιά συναίσθηση δεν έχει κανείς μεγάλος για την μεγαλοσύνη του έργου του, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Και σαν το μεγαλύτερο παράσημο για το έργο της Πολυδούρη, θεωρώ εκείνη την συζήτηση που είχα κάποτε με μιά νέα της εποχής μας, η οποία στην ερώτηση μου “Παιδί μου, τι σου αρέσει απο την ποίηση μας σήμερα ;” μου απήντησε ευθαρστώς και ανυπόκριτα, “Κύριε για το σήμερα δεν ξέρω κανέναν. Εγώ διαβάζω Πολυδούρη”. Κι αν ο Μάρκος Αυρήλιος είχε κάποτε τονίσει πως “οι πράξεις μας αντηχούν στην αιωνιότητα’, κάτι τέτοιο πιστεύω σαφώς, θα εννοούσε.
Η Πολυδούρη οφείλει και πάλι να διαβαστεί αυτόνομα. Αυτήν την ακράδαντη πεποίθηση έκτισα διαβάζοντας το έργο της στο σύνολο του.