Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή.
Χριστέ µου, σε είδα µε µάτια θολά, φορτωµένο στους αδύναµους ώµους σου τον ασήκωτο από τις αµαρτίες του κόσµου Σταυρό και να ‘ναι χαραγµένες στα χέρια σου ρωγµές προφητικές, καθώς γλιστρούσες στου Γολγοθά την αιµάτινη ανηφόρα, σερνόσουν σαν ξερόκλαδο απροστάτευτο στη δίνη του αγέρα και γκρεµιζόσουν χρωµατίζοντας κόκκινη τη νιογέννητη χλόη, τις πέτρες τις αιχµηρές, του βουνού τα ανθισµένα αγριολούλουδα, …και τη φλεγόµενη καρδιά µου.
Χριστέ µου, σε είδα µε µάτια υγρά, λουσµένο στο ποτάµι του αλµυρισµένου ιδρώτα Σου, να γράφει του πόνου τα σχήµατα απ’ τις πληγές και τις βιτσιές στο κορµί Σου. Τα χείλη Σου, απ’ τα ραπίσµατα σκισµένα, µατωµένα φύλλα ξερά, είδα να σφίγγονται, να τρέµουν, να προσπαθούν κάτι να πουν στο άγριο πλήθος… και σε ‘µένα, χωρίς να το µπορούν, όταν µαστίγια σκληρά, καινούργια, σφυρίζοντας στη συννεφιά σε λύγισαν στο σιωπηλό το χώµα, κι Εσύ γονάτισες, γκρεµίστηκες στη προθανάτια αυλή του Θεού, και οι φλέβες Σου τεντώθηκαν χωρίς ν’ ακουστεί η κραυγή Σου. Και ο Άγιος Σταυρός Σου, έγειρε και σε σκέπασε σαν ίσκιος προστασίας στ’ αναρίθµητα αµαρτήµατά µας, που έµελλε, αµνός αθώος οδυνηρής σφαγής, να τα σηκώσεις Εσύ.
Χριστέ µου, σε είδα µε µάτια λίµνες δακρύων και αόρατη έτρεξε µετανιωµένη η ψυχή µου κοντά Σου να σε παρηγορήσει γλυκά, τις πληγές Σου να καθαρίσει µε µύρο, να σε κρατήσει όρθιο και γιατρεµένο, να σε δροσίσει µε το νερό της κρυσταλλένιας βρύσης, να σιγήσει του πόνου την ανθρώπινη φωνή Σου, να σε οδηγήσει σε αστρόφωτο ουρανό…
Χριστέ µου, µε κατασπαραγµό θα οµολογήσω πως οι στιγµές απ’ το δικό Σου µαρτύριο, γίναν δικά µου ποτάµια µετάνοιας και του κόσµου όλης της γης, που όλες τις ώρες στυγνά και αδιάφορα σε µαστιγώνουν και σε καρφώνουν σε έναν νέο Σταυρό. Οµολογώ µε οδύνη, µαζί µε όλους τους άλλους κι εγώ, πόσο ολέθρια αργοπόρησα, και όταν ήρθα κοντά Σου σε είδα στον µατωµένο Σταυρό Σου καρφωµένο, να ψιθυρίζεις µόνο µια λέξη: «ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ» και το Άγιο κεφάλι Σου να σπαρταρά στο παγωµένο ξύλο…