Γράφει ο Χρήστος Στρυφτός, Ιστορικός
Κατά τον 19ο αιώνα ακόμη κυβερνούσαν τα απολυταρχικά καθεστώτα της Ρωσικής, της Αυστριακής, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Πρωσίας. Τότε τα κοινοβούλια, οι εκλογές, τα συντάγματα, οι συνελεύσεις και οποιοιδήποτε άλλο στοιχείο φιλελευθερισμού, το οποίο γεννήθηκε μετά την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης, αποτελούσε απειλή για τους ισχυρούς μονάρχες.
Τα κόμματα και η δημιουργία τους ήταν επίσης στοιχεία ενός ριζοσπαστικού φιλελεύθερου κινήματος κυρίως στην Ευρώπη, τα οποία δειλά-δειλά άρχισαν να εμφανίζονται στις πολιτικές σκηνές των νεοσύστατων εθνικών κρατών. Στο πρώτο ξεκίνημά τους, τα κόμματα στην Ελλάδα αποτέλεσαν πελατειακές ενώσεις, εξυπηρετούσαν φιλοδοξίες των αρχηγών τους και συνήθως κατευθύνονταν από μεγάλες δυνάμεις. Τα πρώτα ελληνικά κόμματα δηλαδή εμφανίστηκαν ως φατρίες αρχικά από το 1821 έως και την Καποδιστριακή Περίοδο.
Οι φατρίες είχαν αποτελέσει τις ρίζες των κομμάτων στην προεπαναστατική ελληνική κοινωνία. Οι φατρίες στην Πελοπόννησο ενώθηκαν με τους εύπορους και κοινωνικά ισχυρούς Έλληνες και σχημάτισαν έτσι τα κόμματα. Η φατρία του Μαυροκορδάτου και του Ζαΐμη π.χ. ενώθηκαν με τη φατρία του Μιαούλη και δημιούργησαν έτσι ένα κόμμα. Ενώ η φατρία του κοτζαμπάση Δεληγιάννη σχημάτισε ένα κόμμα και γι’ αυτό το λόγο παρέμεινε.
Η ελληνική προκαπιταλιστική, επαναστατημένη κοινωνία ήταν αδύνατον να φτιάξει κόμματα. Όσα κόμματα πρωτοεμφανίστηκαν, δεν ήταν αυτονόητο ότι λειτουργούσαν σωστά. Ένας λόγος που οι τότε Έλληνες ομογενείς δεν είχαν την καλύτερη αντιμετώπιση από τους ντόπιους, ήταν ακριβώς γιατί εξήγαγαν τις ιδέες διαμόρφωσης πολιτικών κομμάτων και την καθαυτή λειτουργία βάσει καταστατικού. Τα πρώτα νεοελληνικά κόμματα δηλαδή ήταν ενώσεις χωρίς καταστατικό, χωρίς ιδεολογική βάση, χωρίς πολιτικό περιεχόμενο και χωρίς οργάνωση. Ενώσεις που λειτουργούσαν με τις δυαδικές συμβάσεις πάτρωνα – πελάτη. Άνισες αλλά σταθερές σχέσεις μεταξύ αυτών των δύο, όπου ο ένας προσπαθούσε να εξυπηρετήσει τον άλλον κι έτσι να λειτουργεί το πελατειακό σύστημα των κομμάτων.
Η επανάσταση του 1821 είχε φέρει μεγάλη κοινωνική κινητικότητα ώστε ένας κλέφτης ακριβώς μετά την επανάσταση θα αποκτούσε φήμη, αναγνώριση και ίσως γίνονταν αρχηγός κόμματος (π.χ. Θ. Κολοκοτρώνης). Το ίδιο θα μπορούσε να γίνει ένας διανοούμενος λόγιος Έλληνας του εξωτερικού, λόγω του πνευματικού του κύρους (π.χ. Μαυροκορδάτος). Ακόμα και την ίδια θέση αρχηγού κόμματος θα μπορούσε να έχει ένας υψηλού κοινωνικού κύρους οικογένειας προεστών με μεγάλη ισχύ (π.χ. Κωλέττης). Έτσι προέκυψαν τα αρχηγικά κόμματα, τα οποία είχαν σκοπό να τονίσουν την κύρια επιρροή και δράση του αρχηγού τους σε αυτά.
Σημαντικό χαρακτηριστικό για τα πρώτα ελληνικά κόμματα που έχει δοθεί από τους μελετητές είναι ο όρος «ξενικά». Η θεωρία αυτή συνάδει με τους τίτλους που είχαν δοθεί στα εκάστοτε πολιτικά κόμματα π.χ. Γαλλικό, Ρωσικό, Αγγλικό. Όμως οι ξενικοί χαρακτηρισμοί των κομμάτων ήταν καθαρά επιφανειακοί και εικονικοί. Για παράδειγμα, ανώτατα διπλωματικά όργανα της Γαλλίας είχαν προτείνει τον αρχηγό του αγγλικού κόμματος Μαυροκορδάτο να εξυπηρετήσει σε κάποιο διάστημα τα συμφέροντα της χώρας τους παρά τον Κωλέττη, ο οποίος ήτο αρχηγός του γαλλικού κόμματος. Όπως επίσης ο Θ. Κολοκοτρώνης ήταν εκείνος ο οποίος υπέγραψε την προστασία της Ελλάδας από την Αγγλία, κι ας ήταν ο αρχηγός του ρωσικού κόμματος.
Με το πέρασμα των χρόνων τα σοβαρά ζητήματα του Εκκλησιαστικού, της επεξεργασίας των επανακτημένων εθνικών γαιών και το ζήτημα της Μεγάλης Ιδέας, θα συμβάλλουν στην παρακμή και διάλυση των πρωτοεμφανιζόμενων νεοελληνικών κομμάτων, πράγμα που επιβεβαιώνει την έλλειψη λειτουργικότητας και οργάνωσης από την αρχή της δημιουργίας τους.
ΠΗΓΕΣ
• Gunnar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936,
Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα ΕθνικήςΤραπέζης, 2006
• Κώστας Κωστής, «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας –
Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους,
18ος – 21ος αιώνας», εκδόσεις: ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα, 2020