Γράφει ο Φοίβος Ιωσήφ.
Δεν έχω γνωρίσει πιο αξιαγάπητο ηλικιωμένο άνθρωπο από τον παππού τον Σούλα στη Μακρακώμη. Πάνε τώρα πάνω από 50 χρόνια που πέθανε και θεωρώ χρέος μου να αποτίσω φόρο τιμής στη μνήμη ενός πραγματικού πατριώτη, ενός μεγάλου ‘Ελληνα και ενός κυνηγημένου από την ίδια την γενέτειρα πατρίδα του.
Πρωτοείδε το φώς του ελληνικού ήλιου κάπου προς το τέλος του 19ου αιώνα στην κωμόπολη Μακρακώμη της Δυτ. Φθιώτιδας. Από τα τελευταία παιδιά της οικογένειας Σοφιανού που δεν έσφιζε δα και από το βάρος των υπερβολικών τραπεζικών καταθέσεων, έσπρωξε τη ζωή σαν όλους τους άλλους μέχρι που γίνηκε παλληκαρόπουλο και χνούδιασε για τα καλά το λιπόσαρκο πρόσωπο. Μαύρισε ίσως πιο πολύ από τον δυνατό ήλιο του κάμπου τον μήνα θεριστή και αυλακώθηκε από τις παγωνιές του Δεκέμβρη, μιας και τα ξύλα στο τζάκι έπρεπε να καίγονται με οικονομία, να βγει πέρα όλος ο χειμώνας. Η παιδική αφέλεια κυριευόταν βίαια και βάναυσα από τις ανάγκες της επιβίωσης. «Το της ανάγκης δεινόν» σημειώνει με έμφαση ο Αισχύλος και ο παππούς ο Σούλας αφουγκράστηκε στα σπλάχνα του τη φύτρα της φυλής των ιερών προγόνων του, τα τρίσβαθα φιλοσοφικά γεννήματα των αρχαίων παράτολμων Ελλήνων και πήρε απόφαση. Βαριά απόφαση. Έτσι κι αλλιώς μίζερη ζωή, χωρίς αύριο, με αμφίβολο σήμερα και κουρασμένο χθες.
Έσφιξε καλά με σχοινιά ένα μπογαλάκι με ρούχα και τράβηξε για τον Πειραιά. Στο τέλος της ευέλπιδας εφηβείας βρέθηκε στην κουκέτα των πενήντα ατόμων να πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην ιερά εξέταση της νήσου Έλλις. Εκεί του εξέτασαν τα μάτια, τις πατούσες, τα μπράτσα και τέλος τα δόντια. Τα πάνω και τα κάτω δόντια εξέταζε ένας κτηνίατρος για να αποφασίσει αν ήσουν ικανός για δουλειά. Πολύ έμπειρος κτηνίατρος. Τον βρήκαν γερό σαν αρκούδα και τον έστειλαν σε ένα χυτήριο μετάλλων. ‘Ετσι άρχισε την καριέρα του στην Αμερική το χωριατόπουλο από τη Μακρακώμη. Η υπογραφή του κτηνίατρου ήταν η πρώτη ταυτότητα στη νέα του πατρίδα.
Η ζωή μετά λίγο καιρό άρχισε να κυλάει σε επικερδέστερους ρυθμούς, το χυτήριο μετατράπηκε σε μπυραρία και το ωράριο περιορίστηκε στις 15 ώρες, κατά το εργάσιμο εφταήμερο της εβδομάδας. ‘Ηταν καλά, λεφτά βέβαια δεν μέναν και πολλά, αλλά όσο για ένα εισιτήριο επιστροφής, πάντα έκανε κουμάντο ο παππούς ο Σούλας.
Κάποιος του σφύριξε ότι στο στρώσιμο της γραμμής των τραίνων έδιναν καλύτερο μεροκάματο, αλλά ο ήλιος της Αριζόνα ήτανε λέει ανυπόφορος. Όσο για την κάθε ράγα ζύγιζε και ξεπερνούσε τα 300 κιλά, σκληρή δουλειά και ύπνος στο ύπαιθρο της απέραντης χώρας. Ο παππούς τα τελευταία λόγια δεν τα άκουσε καθόλου, τον είχε αποσβολώσει το άκουσμα του καλύτερου μεροκάματου, έτσι κι αλλιώς η έννοια της κακουχίας είχε κυρίαρχη και εξέχουσα θέση στην αυτοαποκαλούμενη ζωή του. Η ευκαιρία δεν χάθηκε και σε λίγες μέρες έσπρωχνε το μπαλάστρο κάτω από τις γραμμές ή με το ωώωπα ανασήκωνε με άλλους επτά εργάτες τη σιδηροτροχιά για να καθίσει πάνω στις τρύπες που θα μπαίναν οι βίδες. Η λέξη ωράριο δεν είχε ακόμη μπει στο λεξιλόγιο της απέραντης αμερικανικής ηπείρου και τα χορτάρια που μαλάκωναν λίγο το πετρώδες έδαφος για ύπνο ήταν λιγοστά λόγω της ανομβρίας. Όλα εναντίον των ειλημμένων αποφάσεων, μα και όλα πιο αδύναμα από τις αποφάσεις του πάνισχνου Μακρακωμίτη. Το μεγαλύτερο μεροκάματο του μαλάκωνε τη νεαρή ψυχή και του έδινε την ευκαιρία αργά το βράδυ να ονειρεύεται πάνγλυκα όνειρα. Ονειρευόταν τη μέρα της επιστροφής, το ολόγιομο από αδέρφια πατρικό τραπέζι. Τα όνειρα όμως ήταν αέρινα και σκορπούσαν αμέσως όταν τα βλέφαρα βάραιναν κάτω από τον κόπο της ολοήμερης βαριάς δουλειάς. Και μετά το ξύπνημα πάλι τα ίδια, το μπαλάστρο, οι σιδηροτροχιές, οι βίδες και τα κλειδιά της γραμμής.
Οι μέρες κυλούσαν, οι μήνες έτρεχαν και τα βαγόνια της πρώτης θέσης άρχισαν τα τακτικά δρομολόγιά τους μέσα από τους κάμπους και τα βουνά που φιλοξένησαν τις νύχτες τα όνειρα, τα ατελείωτα όνειρα του παππού του Σούλα. Κάθε δέντρο και κάθε τρατσέρα ήταν ποτιμένη από έναν δικό του κόμπο ιδρώτα και ένα φευγάτο όνειρο στο βάθος της φεγγαρόφωτης νύχτας.
Όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν, το κρύο και οι ζέστες είχαν σκληρύνει μόνον την επιδερμίδα, τα σωθικά κράταγαν ανέπαφο μέσα τους τον ήλιο του Απόλλωνα, τις μυρουδιές της πρώιμης αμυγδαλιάς και τα χρώματα της ελληνικής μωβένιας κουτσουπιάς. Αυτά τον ατσάλωναν. Όλα θα πήγαιναν καλά, όλα.
Η ευτυχία άρχιζε να κυριεύει τη νεανική φύση και να βάζει τα πρώτα τούβλα με στέρεη λάσπη στο όνειρο που κάθε μέρα και πιο πολύ αγκιστρωνόταν στους μήνιγγες του ακούραστου και αποφασισμένου μετανάστη. Ήτανε τότε που ακούστηκε η είδηση. Αστροπελέκι. Μας χτύπησαν οι Τούρκοι.
Ο κοντός, αδύνατος Μακρακωμίτης πατριώτης ανασήκωσε λίγο το κορμί, το γύρισε κατά τη μεριά του ήλιου και ξέχασε να σκουπίσει τον ιδρώτα που κύλαγε πάνω στα μάτια του. ‘Ηταν ιδρώτας, ήταν δάκρυα, δεν το καλοσκέφτηκε και ούτε το ξεκαθάρισε ποτέ. Πέταξε πέρα τον κασμά κι έφυγε τρέχοντας να προλάβει την πρώτη άμαξα για το Ελληνικό Προξενείο. Τα μεροκάματα, η καριέρα και η ζωή του ούτε που τόλμησαν να ενοχλήσουν τη σκέψη του. Αστεία πράγματα. Το θυμικό τον φούντωνε, το θυμικό και η ονειρεμένη λέξη Πατρίδα τον σήκωναν ψηλά, ακόμη ψηλότερα.
Όταν έφτασε ήταν κι άλλοι μαζεμένοι εκεί, όλοι ζητούσαν ένα φύλλο πορείας, ένα εισιτήριο με το πρώτο πλοίο για τον Πειραιά, ήθελαν όλοι το συντομότερο να καταταγούν, ήταν όλοι φουντωμένοι πατριώτες. Ήταν το 1922.
Έλαβε αρνητική απάντηση, η κυβέρνηση αδυνατούσε να παρέξει δωρεάν εισιτήρια στους επιθυμούντες να καταταγούν στον στρατό, η οικονομική κατάσταση της Ελλάδος δεν άφηνε περιθώρια για μετακινήσεις στρατιωτών αχρεωστί. Όποιος ήθελε να πολεμήσει έπρεπε εξ ιδίων να καταβάλει το εισιτήριό του. Πόλεμος χωρίς πληρωμή αντιτίμου από τους στρατιώτες δεν γινόταν δεκτός, απερρίπτετο.
Ο παππούς ο Σούλας θεώρησε την πληροφορία του Προξενείου απολύτως φυσιολογική και ο ίδιος ένοιωσε ντροπή. Αλλοίμονο, θα επιβάρυνε τέτοια ώρα την πατρίδα, και τώρα ντράπηκε δύο φορές. Κατευθύνθηκε αμέσως στην Ακτοπλοΐα Τυπάλδου και αγόρασε από το υστέρημά του ένα εισιτήριο για τον Πειραιά.
Σε έναν μήνα και κάτι είχε αλλάξει πια τρεις ηπείρους. Στάθηκε για λίγες μέρες στην Αθήνα, ντύθηκε στρατιώτης και από κεί γραμμή για τον Σαγγάριο. Ύστερα ήρθε η αρμυρά έρημος, το Εσκί Σεχίρ, το Αφιόν Καραχισάρ, και πιο ύστερα το ποδοβολητό της επιστροφής μετά την κατάρρευση του Μετώπου. ‘Αντε παιδιά, κουράγιο, σαράντα οκτώ ώρες μείνανε ποδαράτο ακόμα για τη Σμύρνη, μας περιμένουν τα καράβια.
Η ζωή του πατριώτη από τη Μακρακώμη γευόταν το τελευταίο κατακάθι της αποκαρδίωσης, στράγγιζε την τελευταία σταγόνα της πίκρας, που η κάθε επόμενη ήταν πικρότερη από την προηγούμενη. Μόνον που δεν ήταν η τελευταία.
Μετά τον πόλεμο εγκαταστάθηκε στη γενέτειρα Φθιώτιδα, στα πατρογονικά του χώματα. Τα δούλεψε με πάθος, άλλωστε η δουλειά για κείνον ήταν συνυφασμένη με το αχνό φέγγος της αυγής και το πρώτο άναμα του λυχναριού το βαθύ σούρουπο. Ήταν συνήθεια γεννημένη στη σκληρή κούνια της συνείδησης και της ανάγκης, ήταν η ερωτική σχέση ανάμεσα στον χρόνο και τον τρόπο της ζωής, ήταν η νομοτέλεια της φύσης του πεπρωμένου, σε σύγκριση με την ανωτερότητα της ανθρώπινης θέλησης.
Τα χωράφια απαιτούσαν δουλειά και νερό. Το πρώτο ήταν αγαθό εν βρασμώ ψυχής, το δεύτερο επιτρεπτό μόνον από την εξουσία. Προσήλθε ευπρεπώς στο κοινοτικό κατάστημα και υπέβαλε την απαιτούμενη αίτηση για τη διάνοιξη γεώτρησης, περίπου στα 1935. Απερρίφθη, κάποιος καλοθελητής διέδωσε εντέχνως ότι ο Σοφιανός είναι κομμουνιστής. Κομμουνιστηηής; Να πεθάνεις και συ και τα παιδιά σου από τη δίψα ρε!
Ο Σαγγάριος σκεφτόταν, το Εσκί Σεχίρ, οι Ατμοπλοϊκές Γραμμές Τυπάλδου, το χυτήριο, το εισιτήριο που κατέβαλε σαν ειδικό φόρο συμμετοχής στον πόλεμο, όλα του φαίνονταν λογικά, όλα. Μονάχα τούτο δεν μπορούσε να χωνέψει, πως έπρεπε να πεθάνει από τη δίψα. Και δεν πέθανε, κόντεψε τα ογδόντα.
Σαν βάλσαμο στα σωθικά τον θυμάμαι στη δεκαετία του ’60 με ολόλευκο κεφάλι να προσπαθεί να βάλει στο στόμα του ένα κουτάλι άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι. Βλέπετε, ο Σαγγάριος, το χυτήριο και η ξηρασία των καλοθελητών ανεκδιήγητων κομματικών, τον φιλοδώρησαν με ένα γενναίο Πάρκινσον, για να του θυμίζουν κάθε στιγμή πως οι δυσκολίες της ζωής βρίσκουν τον μπελά τους από τους ατσαλωμένους Έλληνες παππούδες.
Και τώρα η κρίσιμη ερώτηση: Ποιος ωφέλησε περισσότερο την Ελλάδα, ο Καραμανλής, ο Τσίπρας, ο Παπανδρέου ή ο παππούς ο Σούλας ο Σοφιανός; Την απάντηση θα δώσει η συνείδηση του καθενός.