Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης, Μουσικοσυνθέτης, Τακτικό Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» και της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών.
Είναι αλήθεια πως σε καιρούς μάλλον μελαγχολικούς, των ισχνών αγελάδων για τα νεοελληνικά μας γράμματα, βρίσκω μιάν πνευματική ανάπαυση στο διάβασμα καλής λογοτεχνίας. Τι ορίζει κανείς την καλή λογοτεχνία πέρα απο τεχνοτροπίες και θεματολογία ; είναι η καλή λογοτεχνία κάτι υποκειμενικό ή κάτι εν τέλλει εντελώς αντικειμενικό ; Δεν μπορώ να γνωρίζω για εσένα αγαπητέ αναγνώστη όπου σκύβεις επάνω στο γραπτό μου το πως ορίζεις κάθε φορά την καλή λογοτεχνία, αλλά για εμένα ο όρος έχει να κάνει με το κατά πόσον σε απορροφά η ανάγνωση ενός βιβλίου. Αυτός θεωρώ πως είναι ο κοινός παρονομαστής ώστε να ορίσει κάποιος επακριβώς τον συγκεριμένο όρο και το πόσο αυτός ευσταθεί για το κάθε έργο.
Είχα χρόνια να διαβάσω με τέτοια ένταση ένα λογοτεχνικό κείμενο ως το ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ του Ταχτσή. Τον συγγραέα τον είχα απλώς ακουστά λόγω της δολοφονίας του στα 1988 και δεν με είχε αποσχολήσει ιδιαιτέρως. Με τον Ταχτσή στην περίπτωση μου δέ, συνέβει και το εξής αξιοπερίεργο. Πρώτα γνώρισα την ζωή του και έπειτα το γραπτό του. Κι έπειτα άρχισα να εντρυφώ έτι περαιτέρω στον άνθρωπο Ταχτση, τον τρόπο σκέψης του και το πως εκείνος διαχειρίστηκε τις καταστάσεις της ζωής του. Μεγαλωμένος ο ίδιος σε ένα αυταρχικό – μητριαρχικό θα το έλεγε κανείς περιβάλλον των αρχών του περασμένου αιώνα, με μιά μητέρα επιβλητική στην παιδική του ψυχή μα και μιά γιαγιά που καθόρισε πολλά απο την επερχόμενη μάλλον ολιγόχρονη ζωή του, ο Ταχτσής είναι το δίχως άλλο, ένας άνθρωπος εξαιρετικά μορφωμένος ίσως περισσότερο απο μιάν ανάγκη καταφυγής (ποιός μπορεί να το γνωρίζει επακριβώς) απο την δύσκολη του πραγματικότητα, μιά δημιουργική αναμφίβολα προσπάθεια. Ένας άνθρωπος που ο καίριος παράγοντας της ζωής του ήταν πάντοτε αυτό το περίεργο αίσθημα περί ελευθερίας ή μάλλον το δίπολο ελευθερία – ανελευθερία το αντιθετικό ως ορίζει πάντοτε ένα δίπολο. Μιάς ελευθερίας μακριά απο τους νόμους και την ψευτοηθική των ανθρώπινων κοινωνιών, μιάς ελευθερίας πρωτόγονης, ουσιώδους και πρωταρχικής στην σύλληψη της θα την έλεγε κανείς ως φυσικής ανάγκης, αυτεξούσιας και απαλλαγμένης απο κάθε είδος θεατρινισμού. Επίσης ο συγγραφέας δεν μπορώ να γνωρίζω πως και απο διέθετε ως οι περισσότεροι απο εμάς πολλές ζωές, πρόσωπα και χαρακτήρες, οι οποίοι εντός του συνυπήρχαν μεν, αλλά ήταν εντελώς διακριτοί και υπό απόλυτο έλεγχο.
Άνθρωπος ευγενής, Καβαφικός στο ύφος του (ας διαβαστεί το εμβληματικό του ποίημα ΚΟΙΤΑΖΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ώστε να καταλάβει κανείς τι θέλω να πώ με τούτο τον χαρακτηρισμό), με ομιλία στρωτή, φωνή που σε ευχαριστούσε να την ακούς τόσο, που θαρρείς και είχε σχεδιάσει απο πριν το τι ήθελε να πεί, έστω και στην παραμικρή του λεπτομέρεια, καθαρολόγος και εξαιρετικά τυπικός, δίχως να επιβάλλεται με τίποτε άλλο πέρα απο το ύφος του το κατάδικο του προς τους άλλους, με έναν βαθύ ανθρωπισμό και μιάν ενσυναίσθηση μοναδική. Μόνον ένας τέτοιος άνθρωπος με όλα αυτά τα εξωγενή και εσωγενή χαρακτηριστικά και πόσα άλλα που μου διαφεύγουν λοιπόν, θα μπορούσε να φέρει τον νεωτερισμό που διαπνέει το ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ στα νεοελληνικά μας γράμματα, το οποίο πέρα απο την αμεσότητα που έφερε στον χώρο της νεοελληνικής μυθιστοριογραφίας, αφήνοντας πίσω του όλα τα κλισέ που ο ίδιος σιχαινόταν, κυρίως κλισέ καθωσπρεπισμού μορφολογικά και σε σχέση με τα εκγραστικά μέσα έφερε και έναν νέον ανανεωτικό αέρα στα λιμνάζοντα ως και βαλτωμένα ύδατα μιάς εποχής όπου η λογοτεχνία άρχιζε να μην απασχολεί πλέον σχεδόν κανέναν.
Στο ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ, είναι απο πολύ νωρίς φανερό πως αυτός που το γράφει, είναι ένας εξαιρετικά μορφωμένος κύριος με το “Κ” κεφαλαίον, που παρά τις προσπάθειες του η λόγου χάρη άπταιστη χρήση της Ελληνικής γλώσσας τον προδίδει έστω και σε μικρολεπτομέρειες που καθόλου μικρές δεν είναι ως οι κλίσεις των ρημάτων και η υποβόσκουσα καθαρεύουσα μπερδέμενη με την απλή δημοτική που επιβάλλει η ιστορία του βιβλίου ή η σαφώς διατιπωμένη θέση του περί του φορμαλισμού που διέπει την γαλλική λογοτεχνία σε σχέση με την αγγλοσαξονική σχολή σκέψης και προσέγγισης.
Το πόνημα του αυτό, έπεσε στα χέρια μου πριν απο λίγο μόλις καιρό και θέλησα να του δώσω μιάν ευκαιρία ως αναγνωστης, να διαπιστώσω ο ίδιος το γιατι ένα τέτοιο βιβλίο έκανε τον πάταγο που έκανε και που ακόμη συνεχίζει να συγκινεί. Δεν πίστευα ποτέ πως ένα τέτοιο βιβλίο (προιδεασμένος ίσως απο τις εντυπώσεις άλλων μυθιστορημάτων και της εποχής μας), θα ήταν ικανό οχι μόνον να με κρατήσει ως αναγνώστη σε τέτοια ένταση, αλλά να διαθέτει μιά τέτοιο ορμή που να με συνεπάρει για ελάχιστες νύχτες όπου το απόλαυσα πραγματικά. Το έργο αυτό του Ταχτσή, το εμβληματικότερο όλων εξ όσων τουλάχιστον βγήκαν στο φώς, αξίζει κάθε στιγμή που σπαταλά κάποιος προκειμένου να το αναγνώσει. Και θαρρώ πως δεν αρκεί μιά απλή ανάγνωση για το συγκεκριμένο βιβλίο, διότι πίσω απο την μικροαστική αυτή ιστορία με τα πολλά πρόσωπα τα τόσα πολλά που κάπως σε κάνουν να χάνεις ενίοτε τον ειρμό, δεν κρύβεται ακόμη ένα βιβλίο της σειράς, αλλά μιά επιτομή της νεοελληνικής κοινωνίας οχι μόνον της εποχής που περιγράφεται τόσο αδρά μέσα στις γραμμές αυτού του πονήματος (και ως ομολογεί και ο ίδιος όντως πόνεσε πολύ πριν, κατά την διάρκεια και έπειτα απο την συγγραφή του), αλλά μιά κατάθεση της νεοελληνικής ψυχής επάνω στον βωμό της αλήθειας. Ένας καθρέπτης της νεοελληνικής κοινωνίας και μιά άριστη περιγραφή της ιστορίας αυτού του τόπου μέσα απο τα μάτια των ηρώων και των ηρωίδων αυτού του έργου μας διαπερνά, μας αγγίζει και γιατι οχι μας πονά. Κι όταν κάτι τέτοιο καταφέρει να μας πονά, έχει επιτελέσει μεγάλο μέρος της αποσχολής του.
Γιατι δεν θεωρώ πως ο Ταχτσής κάθησε και έγραψε ένα απλό βιβλίο – καταγραφή και καταγγελία των δικών του ενίοτε προσωπικών βιωμάτων, ναι μεν αναμφίβολα το κείμενο είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό, αλλά συνάμα (και τούτο το χαρακτηριστικό του κατ εμέ είναι και η κύρια δύναμη που το διαπνέει πέρα ως πέρα), πρόκειται για ένα βιβλίο που διατρέχει απο άκρη ως άκρη και αναλύει την νεοελληνική ψυχή, τέμνοντας και ανατέμνοντας κάθε στιγμή τον ψυχισμό ενός ολάκερου λαού, με τα στραβά και τα καλά του, με τα όνειρα, τις μεγάλες του ιδέες για το έθνος και την φυλή, τις φοβίες του για κοινωνικές ομάδες που εχθροποιεί προκειμένου να κοιμάται ήσυχος την κακοδαιμονία του που για την περισσότερη φταίει αυτός ο ίδιος, μα και την περηφάνια του, την αίσθηση αλληλεγγύης, το μίσος και ένα σωρό άλλα εθνοκοινωνικά αντιθετικά χαρακτηριστικά, που μας έκαναν αυτό που είμαστε μέσα απο τόσες χιλιάδες χρόνια.
Το ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ δεν είναι απλώς μιά ιστορία για να περνά η ώρα, δεν είναι προφανώς ένα λαΐκό ανάγνωσμα, έχει πολλά διαφορετικά επίπεδα και ο καθείς κρατά οτι του κάνει. Πιστεύω πως ο Ταχτσής, ένας Έλληνας πραγματικά παλιά κοπής, πέρα απο την μεγάλη του μόρφωση, την εμπλοκή του με κύκλους που τον ήθελαν και δεν τον ήθελαν, που τον αναγνώριζαν και απο την άλλη έκαναν πως δεν τον έβλεπαν, καθίσταται το κάτοπτρόν της αληθείας για μια ολάκερη κοινωνία, οχι αυτήν μόνον την κοινωνία που βρίσκεται παγωμένη (αν και τόσο ορμητικά δοσμένη λογοτεχνικά με ύφος που δεν μοιάζει καν με οτι έχουμε στο μυαλό περί λογοτεχνίας καμιά φορά, άλλη μιά δύναμη του βιβλίου αυτού), αλλά και την άλλη, αυτή που ζούμε και εμείς.
Μιά παγωμένη φωτογραφία μιάς εποχής που καμιά δεν θα είχε σχέση με την δική μας, δεν θα ενδιέφερε ίσως κανέναν. Μας αφορά ή τουλάχιστον θα έπρεπε να μας αφορά το παρελθόν, μόνον υπό την έννοια του πως μπορεί να συσχετιστεί με το δικό μας παρόν και το υπό διαμόρφωση μέλλον, ειδάλλως τι αξία θα είχε η μελέτη του. Ο Ταχτσής λοιπόν εδώ, φωτογραφίζοντας μιά δυναμική φωτογραφία της αενάως προβληματικής νεοελληνικής κοινωνίας που τα προβλήματα της είναι ίσως περιέργως ενίοτε και η δύναμη της για να συνεχίζει, δεν αλλάζει απλώς τα στάνταρ, τις σταθερές, τις νόρμες ενός κοινωνικού μυθιστορήματος και του πως πρέπει να γράφεται κάτι τέτοιο, αν ήταν αυτό μονάχα τότε θα είχε πραγματικά μικρή αξία παρά τους νεωτερισμούς που φέρνει αναμφίβολα στα νεολληνικά μας γράμματα. Αυτό που δίνει κατά την άποψη μου πραγματική δύναμη σε αυτό το αριστούργημα, είναι η καταγγελία που ο συγγραφέας κάνει απο αγάπη. Μια καταγγελία σαν να καταγγέλει ένας γονιός το παιδί του στην αστυνομία όταν αυτό προβαίνει σε μιά παράνομη πράξη, με σκοπό να το συνετίσει. Με ύφος που καθίσταται εντελώς εμμέσως λόγω της έμφυτης ευγένειας αυτού του ανθρώπου, διδαχή, υπόδειξη ευγενής, θεωρώ πως υπό αυτό το πνεύμα γράφεται το ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ.
Και ο μπερδεμένος Ταχτσής μιά ολάκερη ζωή, αυτός ο άνθρωπος που παλεύει με το μέσα του και το τι αντιμετωπίζει έξω του, όντως πονετικά, ανθρώπινα, κυριολεκτικά και συνάμα με ευγένεια ψυχής προσεγγίζει το θέμα που αναπτύσει με σκοπό να μας παραδειγματίσει όλους μας. Γίνεται θυσία αυτός και η ψυχή του, γίνεται φώς ώστε να το δούν οι άλλοι, γίνεται φάρος για τα ανεμορδαρμένα σκαριά μας. Κι αν ακόμη δεν τον δέχθηκαν αρχικά λόγω της άλλης του ζωής που στο κάτω κάτω της γραφής δεν αφορούσε κανέναν πέραν απο τον ίδιο αυτόν και μόνον, στο τέλος επιβλήθηκε, διότι η αλήθεια πάντοτε θα βρεί τον τρόπο της να βγεί παραέξω. Η άποψη μου είναι πως πρέπει ο Ταχτσής να διαβαστεί ξανά, να μπεί ίσως και στα σχολειά μας, να μην φοβόμαστε να εξετάσουμε τον εαυτό μας, την συλλογική μας ψυχή με τα τόσα κόμπλεξ ανωτερότητας και κατωτερότητας που την διαπνέουν.
Πιστεύω πως ο Ταχτσής με το συγκεκριμένο του βιβλίο, ακόμη και αν δεν είχε γράψει τίποτε άλλο, κέρδισε επάξια οχι την εκδοτική επιτυχία, αλλά το να θεωρείται και κείνος ένας καλών προθέσεων λογοτέχνης των γραμμάτων μας, με την δική του οπτική, με τον δικό του φιλελεύθερο πραγματικά τρόπο της σκέψης, με την βαθιά ματιά που μας υποδυκνείει να ρίξουμε όλοι μέσα μας, αλλά και με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που ονοματίζουν κάποιον μεγάλο, άξιο λόγου συγγραφέα.
Βρείτε το βιβλίο αυτό και δεν θα μετανιώσετε ούτε λεπτό της ζωής σας όπου το διαβάσατε, το ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ αποτελεί μιά βαθιά επιτομή οχι μόνον των νεοελληνικών μας γραμμάτων αυτό ως προείπα είναι το λιγότερο, αλλά των νεοελληνικών μας πραγμάτων τα οποία έρχονται απο την αρχαιότητα διαμέσου των αιώνων και μας κάνουν να μοιάζουμε τόσο με τους προγόνους μας και οχι μόνον ως εύστοχα γράφει εκείνος πως οι Έλληνες έκαναν παιδιά για να τα βάλουν με τους Τούρκους και έδιναν αρχαία ονόματα θαρρείς και νόμιζαν πως η ονοματοδοσία και μόνον θα σώσει τα προσχήματα σε αυτόν τον ευλογημένο μα και συνάμα καταραμένο τόπο. Διότι ο τόπος δεν είναι οι πέτρες και τα χώματα, είναι τα μυαλά όσων τον κατοικούν.
Με την περίπτωση Ταχτσή, ένα είναι το αναμφίβολα σίγουρο. Πως με τον φυσικό του χαμό δεν χάνεται μόνον ένας βαθιά ευγενικής υφής άνθρωπος και λογοτέχνης, αλλά και κάποιος ο οποίος θα είχε πάντα κάτι άξιο λόγου να πεί. Και εμείς ως κοινωνία και ως χώρος λογοτεχνικός απο αυτούς τους ανθρώπους έχουμε πάντοτε την μεγαλύτερη ανάγκη.