Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, 2024

H δύναμη της γενναίας αξιοπρέπειας

Γράφει η Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη, Φιλόλογος.

«Αν αυτό είναι ο άνθρωπος», ήταν ο τίτλος βιβλίου του Ιταλο-εβραίου συγγραφέα Πρίμο Λέβι, μετά την απελευθέρωσή του από το Άουσβιτς. Το πρόσφατο όμως, βιβλίο, με υπέρτιτλο «Η Κοινοτοπία του Καλού», αποδεικνύει ότι στη γενική κόλαση του Ολοκαυτώματος υπήρχε και ο πραγματικός Άνθρωπος.

Ο συγγραφέας Αντώνης Μόλχο, Εβραίος της Θεσσαλονίκης, έγκριτος ιστορικός, ύστερα από ογδόντα χρόνια μάς παραδίδει τις αναμνήσεις της παιδικής ζωής του, από το 1943 μέχρι το 1945 και επιμένει στην αξιοπρέπεια. Στην πολύ επικίνδυνη συμπαράσταση, που έσωσε από τον όλεθρο τον ίδιο και τους γονείς του. Η προστασία και η σωτηρία, στην άβυσσο του Ολοκαυτώματος ήταν υπαρκτές, έστω ως εξαιρέσεις. Ωστόσο, μάλλον εμείς δεν διαθέτουμε αφηγήσεις γεγονότων εκείνης της εποχής, με παιδικό βλέμμα καταγραμμένες, όπως συμβαίνει στο ανά χείρας βιβλίο. Θυμίζει όμως, «Το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ», παρά τις διαφορές τους. Η άτυχη μικρούλα, πριν από τη σύλληψη και τη δολοφονία της, πρόφτασε να γράψει λίγες συγκινητικές λέξεις – όπως τις έχει συγκρατήσει η μνήμη: «Πιστεύω ότι οι άνθρωποι έχουν κάτι καλό στο βάθος της καρδιάς τους!».

1943-1944: Πολύμορφος αγώνας επιβίωσης

Οι γονείς του συγγραφέα, ο Σαούλ και η Λιλή Μόλχο, μεσοαστική οικογένεια με αξιοσημείωτη μόρφωση, αμέσως μετά την αναχώρηση από τη Θεσσαλονίκη, 15 Μαρτίου 1943, του πρώτου τρένου με ομοθρήσκους τους που κατευθυνόταν στην Πολωνία, έθεσαν σε εφαρμογή ένα τολμηρό σχέδιο: Με την ελπίδα να σωθούν μαζί με το παιδί τους, από καιρό έχουν αποφασίσει να καταφύγουν στην Αθήνα, όπου, παρά και την εκεί βαρβαρότητα, οι διώξεις εναντίον τής μη πολυάριθμης εβραϊκής κοινότητας δεν παρουσίαζαν την οργανωμένη αγριότητα της πόλης τους. Ο Αντώνης, περίπου τεσσάρων ετών, ήταν αδύνατον να τους ακολουθήσει σ’ αυτό το ταξίδι και τελικά, ένα άτεκνο ζευγάρι Ελλήνων τόλμησε να αναλάβει την προσεκτική φιλοξενία του. Παράλληλα, όταν μια φτωχή γυναίκα δέχτηκε στο σπίτι της την ηλικιωμένη μητέρα του Σαούλ, οι Μόλχο άρχισαν την πορεία τους. Μια βασανιστική οδοιπορία στα βουνά, όπου αντάρτικες ομάδες τούς παρείχαν πολύτιμη βοήθεια και, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αντοχή τους, έφτασαν στη Λάρισα. Εκεί, απέκτησαν πλαστές ταυτότητες με ελληνικά ονόματα σαν χριστιανοί και ύστερα, από νέα δοκιμασία, συνάντησαν στην Αθήνα έναν γνωστό τους Εβραίο, που τους φιλοξένησε.

Πάντοτε επιστρατεύουν κάθε χρήσιμη γνωριμία. Γνωστός τους μηχανοδηγός των κρατικών σιδηροδρόμων αναλαμβάνει το επικίνδυνο ταξίδι του παιδιού προς τους γονείς του, κρυμμένο σε έναν ανενεργό λέβητα της αμαξοστοιχίας που οδηγεί, στο σημείο ελέγχου των επιβατών. Ωστόσο, ο τετράχρονος μικρός διατρέχει μεγάλο κίνδυνο κοντά στους γονείς του, που προσπαθούν, για τρίτη φορά, να τον οδηγήσουν σε, κατά το δυνατόν, ασφαλές καταφύγιο.

Η μητέρα και η σύζυγος ενός Βέλγου προξενικού υπαλλήλου επισκέπτονται μονές της Αθήνας με ορφανά και προσφυγόπουλα, αλλά αρνούνται την προστασία ενός αγοριού Εβραίων, διότι σε μια δύσκολη ώρα είναι εύκολο να διαπιστωθεί η ταυτότητά του. Η καθολική Αδελφή Ελένη, ηγουμένη της Μονής Παμμακαρίστου στα Πατήσια, με βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα, καταλαβαίνει ότι παρά τους κινδύνους, το παιδί πρέπει να το βοηθήσει. Θα ζήσει στο στοργικό περιβάλλον με τις καλόγριες μέχρι το Δεκέμβριο του 1943, διότι τότε τού μέλλεται νέα αλλαγή κατοικίας. Ένας καταδότης έχει αποκαλύψει στις Αρχές τη φιλοξενία και ξαφνικά ο Αντώνης μεταφέρεται στο σπίτι μιας αξέχαστης γυναίκας με πέντε παιδιά, ή, πιο σωστά, με έξι. Έκτο είναι το εβραιόπουλο!

Το παιδί, στο διάστημα εννέα μηνών, χωρίς τους γονείς του οδηγείται από το ένα κατάλυμα στο άλλο, κάθε φορά σε διαφορετικό περιβάλλον. Όπου κι αν βρίσκεται όμως, το καλύπτει ανιδιοτελής φροντίδα, μεγάλη αγάπη και αξίζει το θαυμασμό η προστασία του. Από πρόσωπα που τολμούν να ξεπερνούν τους φόβους της τρέχουσας λογικής, όταν παντού και συνεχώς οι Γερμανοί αναζητούν Εβραίους και προστάτες τους, με χρηματική αμοιβή για τη βέβαιη καταστροφή που θα προκαλέσουν. Ο πεντάχρονος Αντώνης δεν έχει επίγνωση της φρίκης των ημερών και τον διακρίνει η αρετή της προσαρμοστικότητας. Δεν δείχνει να υποφέρει για τη στέρηση των γονιών και του σπιτιού του, δεν διαμαρτύρεται για τη στοιχειώδη διατροφή, το κρύο και τις ξαφνικές αλλαγές κατοικίας. Ήρεμος, εμπιστεύεται απόλυτα εκείνους, που έχουν αποφασίσει να τον σώσουν. Την ευγνωμοσύνη θα την φέρει το πέρασμα του χρόνου.

Παράλληλα και μετά την απομάκρυνση του παιδιού από τη μονή, η οικογένεια δεν έχασε τον φύλακα – άγγελό της. Ο πατέρας, ο πιο ευάλωτος, επειδή μιλούσε ελληνικά με εβραϊκή προφορά, για να μη συλληφθεί, είχε ενταχθεί σε αντάρτικη, ορεινή ομάδα μέχρι την απελευθέρωση. Η Αδελφή Ελένη διέθετε τη δυνατότητα να ενημερώσει σχετικά τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ο οποίος μερίμνησε για την ικανοποίηση του αιτήματός της.

Πάντως, οι προσπάθειες θα συνεχιστούν. Ακούραστη η ηγουμένη μεσολαβεί να εργαστεί η μητέρα σε πλούσιο σπίτι, αλλά, παρά την ευγένεια και την εκτίμηση των εργοδοτών της, κάποια στιγμή τής ανακοινώνουν ότι πρέπει να φύγει. Η εμφανής μόρφωσή της φοβούνται ότι θα προκαλέσει την επικίνδυνη δράση κάποιου καταδότη, ακόμη και από το προσωπικό της οικογένειας. Ωστόσο φροντίζουν να την δεχτεί ως οικιακή βοηθό μια συγγενής τους και, μετά από μικρό χρονικό διάστημα, η Λιλή Μόχλο βρίσκει ανετότερη εργασία.

Η Αδελφή Ελένη και η γλωσσομάθεια, τελικά οδήγησαν τη μητέρα ως βοηθό στα γραφεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και η αισθητή βελτίωση της ζωής της έδωσε τη δυνατότητα ενοικίασης σπιτιού και συγκατοίκησης με τον Αντώνη. Προηγουμένως, ορισμένες φορές τον παρακολουθούσε από μακριά, χωρίς να την βλέπει ο μικρός, που σχεδόν είχε ξεχάσει τη μορφή της. Η φανερή συνάντησή τους πιθανότατα και για τους δύο θα ήταν μοιραία.

Μετά την απελευθέρωση επιστρέφει ο πατέρας, ύστερα από άγνοια της τύχης του επί δεκαέξι μήνες και τον Απρίλιο του 1945 η οικογένεια βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Σε μια πόλη φαντασμάτων, με την οδύνη για χιλιάδες Εβραίους, δολοφονημένους στα στρατόπεδα της παράνοιας. Οι Μόλχο αγωνίζονται να αποκτήσουν κάποια κανονικότητα ζωής και, όταν ο Αντώνης έχει τελειώσει τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, μεταναστεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή πιστεύουν ότι εκεί δεν υπάρχουν διακρίσεις εις βάρος των κατοίκων με εβραϊκή καταγωγή. Ωστόσο οι προσδοκίες τους θα διαψευστούν.

Στο δρόμο του συγγραφέα

Πολλά είναι τα θέματα του βιβλίου, όπως: Η ταυτότητα του συγγραφέα, με τις εβραϊκές και ελληνικές ρίζες του. Οι συνθήκες διαβίωσης της εβραϊκής κοινότητας με τους Έλληνες, οι οποίες παρουσίαζαν σημεία προσέγγισης κατά τον μεσοπόλεμο, αλλά και ο ίδιος ο νεαρός Μόλχο, με ιδιαίτερη θλίψη είχε αντιληφθεί, ότι διαχωριστικές γραμμές δεν επέτρεπαν να είναι αποδεκτοί οι ομόθρησκοί του στο ελληνικό κράτος. Είναι όμως ενδιαφέρον ότι η οικογένεια έδωσε στο γιο της το μη εβραϊκό όνομα Αντώνιος, ως έκφραση μεγάλης εκτίμησης προς τον συνονόματο Έλληνα γιατρό, που στήριζε τον ασθενή πατέρα της μητέρας. Εξάλλου η παρούσα μαρτυρία – οικογενειακή βιογραφία δεν εκτυλίσσεται με φόντο μόνο την ανείπωτη φρίκη του Ολοκαυτώματος, αλλά και τις αναφορές στην κατοχική Αθήνα, ενώ προξενούν κατάθλιψη οι πράξεις όχι λίγων Ελλήνων της Θεσσαλονίκης (και άλλων πόλεων) εναντίον των συμπολιτών τους με εβραϊκή καταγωγή, στα χρόνια του αφανισμού τους.

Ο υπότιτλος του βιβλίου οριοθετεί το κεντρικό θέμα του: «Ένα εβραιόπουλο στην Ελλάδα της Κατοχής». Η πορεία του σε ορισμένα σημεία της ιδιαίτερα συγκινεί και συγκλονίζει η εμπειρία του 1945, στην Αθήνα των εμφύλιων, δραματικών ταραχών. Ένα βράδυ, από τα γραφεία του Ερυθρού Σταυρού, στο Μαράσλειο, η μητέρα και το παιδί κατευθύνονται προς τη στάση του τραμ «κι ενώ ακούγονταν κοντά μας πυροβολισμοί… στρίψαμε από μια γωνία και η μητέρα μου σταμάτησε αποσβολωμένη. Στη μέση του δρόμου βρισκόταν ένα πτώμα… Η μητέρα μου με άρπαξε, με κόλλησε στον τοίχο κρατώντας την ανάσα μας… Κάποια στιγμή πάντως άνοιξε η πόρτα του κήπου, που βρισκόταν στην απέναντι μεριά του δρόμου, ένας άντρας βγήκε τρέχοντας, με άρπαξε, με σήκωσε στους ώμους του, έσπρωξε τη μητέρα μου προς την ανοιχτή πόρτα, και μας έχωσε μέσα στον κήπο… Ο άντρας μάς είπε ότι κοίταζε από περιέργεια πίσω από τις κουρτίνες,… όταν μας είδε απροστάτευτους, ενώ έπεφταν πυροβολισμοί. Χωρίς να διστάσει στιγμή, βγήκε τρέχοντας…». Εκείνοι οι άγνωστοι, εξαιρετικοί άνθρωποι του σπιτιού υποχρέωσαν τους κατατρεγμένους να μείνουν κοντά τους, τουλάχιστον ως το πρωί. «Αν θέλαμε όμως, θα μπορούσαμε να μείνουμε κι άλλο». Ο υπέροχος εκείνος Έλληνας, αγνόησε τους πυροβολισμούς, για να σώσει δυο ανθρώπους. Η πράξη του αποτελεί ορισμό του ανθρώπινου ψυχικού μεγαλείου.

«Η κοινοτοπία του καλού»

Είχαν ψυχικό μεγαλείο -ό,τι υψηλότερο στον άνθρωπο- οι πολλοί εκείνοι απλοί άνθρωποι, που έκτισαν το θαύμα της σωτηρίας των Μόλχο. Πώς συνέβη εκείνο το θαύμα; Ο συγγραφέας «με τόση πείρα», πριν φύγει από τη ζωή των ανθρώπινων αντιφάσεων, κατέγραψε και μας έστειλε το μήνυμά του: «Ομολογώ ότι ένας από τους λόγους που έγραψα αυτό το βιβλίο ήταν για να δώσω μια μικρή απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Πώς τα καταφέραμε εγώ και η οικογένειά μου να επιστρέψουμε στο σπίτι μας; … Πιο συχνά από ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, ένας έ ν τ ι μ ο ς άνθρωπος επιλέγει να βοηθήσει όχι από ηρωισμό, ούτε από επιθυμία να ξεχωρίσει, ούτε επειδή υπακούει σε μια ισχυρή ηθική προσταγή… ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙ…»

Θυμόμαστε ότι η κορυφαία φιλόσοφος του 20ου αιώνα, η Χάνα Άρεντ, ερμηνεύει τις συμπεριφορές των χιλιάδων ναζιστών εγκληματιών με τη φράση «Η κοινοτοπία του κακού. Η διάχυση της εγκληματικότητας». Δυστυχώς αυτή η ερμηνεία αφορά την απουσία ηθικής και σε άλλες κοινωνικές καταστάσεις. Ο Αντώνης Μόλχο, έχει βιώσει την «κοινοτοπία του κακού», αλλά και την παραφράζει. Αναγνωρίζει με ευγνωμοσύνη, ότι η σωτηρία της οικογένειάς του είναι δημιούργημα της «Κοινοτοπίας του Καλού»!

Και σήμερα, ύστερα από ογδόντα χρόνια; Ξανά υπό τραγικές συνθήκες, λογικά απαράδεκτες, και εμείς ευγνωμονούμε τους εξαιρετικούς νέους, που, αφού είχαν την τύχη να επιζήσουν κατά τη συμφορά των Τεμπών, προσπάθησαν και έσωσαν συνανθρώπους τους από εκείνη την «κόλαση». Χωρίς να γνωρίζουν τον Αντώνη Μόλχο, τον επιβεβαίωσαν. Το βιβλίο του αξίζει να διαβαστεί, ιδιαίτερα από τις νέες και τους νέους μας. Παρηγορεί και διδάσκει.

Ας μην επηρεαστούν από το γεγονός ότι, ακόμη και άνθρωποι με ιστορία ανείπωτων καταστροφών, δεν δρουν με πολιτική σωφροσύνη. Ας εστιάσουν στην ουσία και στο μήνυμα του βιβλίου: Στην ανυποχώρητη αξιοπρέπεια, που έχει τη δύναμη να νικά, ακόμη και το θάνατο.

Πολλών η απόλυτη Αξιοπρέπεια είναι ανθρώπινη επιταγή…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ