Γράφει ο Γιάννης Ρηγόπουλος *
Βιβλιογραφία: Diana Haas – Μιχάλης Πιερής, Βιβλιογραφικός οδηγός στα 154 ποιήματα του Καβάφη, Ερμής 1984, σ. 222-223˙ Δ. Δακαλόπουλος, Βιβλιογραφία Κ.Π. Καβάφη (1886-2000). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2003, σποράδην αναφορικά με το ποίημα του Καβάφη «Παλαιόθεν Ελληνίς».
Σε παλαιότερο δημοσίευμά μου (Ut pictura poesis, Αθήνα 1991, σ. 21) διατύπωσα την άποψη για την πιθανή προέλευση του ποιήματος «Παλαιόθεν Ελληνίς» από την 11η ομιλία του Λιβάνιου, τον Αντιοχικόν που συνέγραψε και εκφώνησε το 360 μ.Χ. επ’ ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων στην πόλη της Αντιόχειας.
Στη βιβλιογραφία για το σχετικό ποίημα του Καβάφη δεν εντόπισα παραπομπή στον Αντιοχικόν του Λιβάνιου. Δεν αγνοώ βέβαια την αναφορά του Τίμου Μαλάνου στην Χρονογραφία του Ιωάννου Μαλάλα, βιβλίο 2 (Τίμου Μαλάνου, Ο Καβάφης, Δίφρος, Αθήνα 1957, σ. 183-184), αλλά δεν γίνεται λόγος για τον Αντιοχικόν του Λιβάνιου).
Αν τελικά είναι πειστική η υπόθεσή μου για την προέλευση του εν λόγω ποιήματος από τον Αντιοχικόν του Λιβάνιου, τότε μπορεί να εκληφθεί το ποίημα του Καβάφη ως βραχεία «έκφραση» του Αντιοχικού.
Ο Αντιοχικός ανήκει στο λογοτεχνικό είδος των κειμένων που αποτελούν «εκφράσεις» πόλεων˙ εγκώμια πόλεων. Παραδείγματα εγκωμιαστικών «εκφράσεων» πόλεων είναι της Κωνσταντινούπολης, της Τραπεζούντας, της Κορίνθου, της Σπάρτης κ.ά. (Erwin Fenster, Laudes Constantinopolitanae, München 1968. Βλ. και Ρηγόπουλος, ό.π., σ. 31).
Και το ποίημα «Παλαιόθεν Ελληνίς» είναι, όπως γράψαμε, πιο πάνω βραχεία «έκφραση» της Αντιόχειας. Πράγματι, οι αναφορές στο εν λόγω ποίημα απαντούν στον Αντιοχικόν, όπως τα λαμπρά κτήρια, οι ωραίοι δρόμοι, η θαυμάσια εξοχή, το πλήθος των κατοίκων, η έδρα ενδόξων βασιλέων, οι καλλιτέχνες και οι σοφοί, οι έμποροι, οι Αργείοι, οι πρώτοι άποικοι της Αντιόχειας.
Αντιστοιχία αναφορών στο ποίημα «Παλαιόθεν Ελληνίς» με παραπομπές στον Αντιοχικόν. Η αναφορά στα λαμπρά κτήρια παραπέμπει στις παραγράφους 131-195 του Αντιοχικού στις οποίες περιγράφεται η πόλη της Αντιόχειας, το οικιστικό της σχέδιο, τα δημόσια κτήρια, η αγορά και τα προάστια, όπως η Δάφνη.
Για τους Αργείους μπορεί κανείς να διαβάσει τις παραγράφους 59-130 του Αντιοχικού. Οι αντιστοιχίες αυτές δεν μπορεί να είναι τυχαίες, ούτε να οφείλονται σε έμπνευση του Καβάφη. Δεν αναφέρει όμως την πηγή έμπνευσής του. Είναι γεγονός ότι είναι βραχεία και ισχνή η καυχησιολογία της Αντιόχειας για τον πολιτιστικό της πακτωλό. Παραλείπονται πολλά σημαντικά πεδία της ανθρωπολογίας των Αντιοχέων˙ μνημονεύω ευάριθμα: § 268: «… και ποιες κατηγορίες ανθρώπων δεν ωφελεί η πόλη. Δεν είναι η πόλη μας αρίστη για να σπουδάσει κανείς και κατάλληλη για να περάσει καλά; Μήπως λείπουν τα θεάματα… Μήπως δεν έχει μεταφερθεί εδώ το καύχημα των Ηλείων και μήπως δεν εφέραμε τους δασκάλους των Ολυμπίων για να τιμήσουμε το Δία;» και §270: «Ποια πόλη μπορεί να παραβληθεί με τη δική μας; Υπερτερεί άλλων ως προς το μέγεθος ή ως προς τον αριστοκρατικό της χαρακτήρα… και τη φιλοσοφία και είναι σίγουρα καλύτερη από όλες τις άλλες στον πιο ωραίο τομέα, στην ελληνική παιδεία και τη ρητορική».
Ένας άλλος τομέας του οποίου εξαίρεται η σημασία από τον Λιβάνιο στον Αντιοχικόν του είναι η βουλή §139: «Η βουλή μας χαρακτηρίζεται από τόση σοφία και ρητορική ικανότητα, ώστε θα έλεγε κανείς ότι είναι χορός σοφιστών που επιδεικνύουν την τέχνη του προσπαθώντας να εξηγήσουν τις αρχές της ζωής». Βλ. π.χ. την πραγματεία του Πλωτίνου, Περί των πρώτων αρχών (De principiis).
Πιστεύω ότι είναι ικανή η αντιστοίχιση των αναφορών του Καβάφη και του Λιβάνιου, του ποιήματος του Καβάφη και του Αντιοχικού του Λιβάνιου, για να επιβεβαιώσω και να ενισχύσω την άποψή μου ότι όντως το ποίημα «Παλαιόθεν Ελληνίς» είναι βραχεία εγκωμιαστική «έκφραση» της Αντιόχειας και ότι προέκυψε από τον Αντιοχικόν του Λιβάνιου.
Θα πραγματευτώ τη βραχεία «έκφραση» διευρύνοντάς την με τη χρήση των εξής ποιημάτων του Καβάφη στα οποία γίνεται αναφορά στην Αντιόχεια και τους Αντιοχείς: 1) Ηρώδης Αττικός (Ποιήματα Α39), 2) Ούτος εκείνος (Α45), 3) Αριστόβουλος (Α67), 4) Εύνοια του Αλέξανδρου Βάλα (Β23), 5) Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών (Β53), 6) Σοφιστής απερχόμενος εκ Συρίας (Β54), 7) Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς (Β55), 8) Ας φρόντιζαν (Β85), 9) Εις τα περίχωρα της Αντιόχειας (Β93) κ.ά.
Θα προτάξω στην πραγμάτευση το ποίημα: Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς (αρ.7), επειδή δίνει πληροφορίες για τον τρυφηλό βίο των Αντιοχέων. Η πραγμάτευση αρχίζει με το επίθετο «περιλάλητος» που απαντά «άπαξ» στην ποίηση του Καβάφη (Ξενοφών Κοκόλης, Πίνακας λέξεων των 154 ποιημάτων του Κ.Π. Καβάφη, Αθήνα 1976, σ. 57. Πβ και του ίδιου, Γιώργου Σεφέρη, Πίνακας λέξεων των ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη, β’ έκδοση, Ερμής, Αθήνα 1975).
Του επιθέτου «περιλάλητος» το σημασιολογικό εύρος επιμερίζεται και διατυπώνεται με ποιοτικά χαρακτηριστικά του βίου των Αντιοχέων, όπως είναι η έμορφη διαβίωσή τους, η ποικιλία των καθημερινών διασκεδάσεων, «το λαμπρόν θέατρον όπου μια ένωσις εγίνονταν της Τέχνης με τις ερωτικές της σάρκας τάσεις» (Β55), η ανηθικότητα «ανήθικοι μέχρι τινός – και πιθανόν μέχρι πολλού» (αυτόθι).
Ήταν ακόμη ο βίος των Αντιοχέων «ενήδονος και απόλυτα καλαίσθητος» (αυτόθι). Και ήσαν ικανοποιημένοι με αυτόν τον βίο οι Αντιοχείς˙ τον προτιμούσαν και δεν τον αρνούνταν», για να προσέξουν κιόλας τί; «(αυτόθι)» Τες περί των ψευδών θεών αερολογίες του (του Ιουλιανού), | τες ανιαρές περιαυτολογίες˙ | την παιδαριώδη του θεατροφοβία˙ την άχαρη σεμνοτυφία του˙ τα γελοία γένια». Α βέβαια προτιμούσανε το Χι, α βέβαια προτιμούσαν το Κάππα˙ εκατό φορές» (αυτόθι). Βλ. το κείμενο του Ιουλιανού, Μισοπώγων που γράφεται ως moto στο εν λόγω ποίημα (ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς).
Για τον δαπανηρό βίο της Αντιόχειας, της μοιραίας πόλης, παραπονιέται νέος «με υγείαν αρίστην | κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος» (Β85). Και η λέξη «ακαλαίσθητος» απαντά «άπαξ» στα ποιήματα του Καβάφη (Β23): «Μα αν ήμουν ακαλαίσθητος κι αν μυστικά το είχα προστάξει – θάβγαζαν πρώτο, οι κόλακες, και το κουτσό μου αμάξι».
Στο ποίημα Αριστόβουλος (Β67) εξαίρεται η ομορφιά του Αριστόβουλου «που άδικα και τυχαίως πνίχθηκε» και «και ποιο άγαλμα θεού αξιώθηκε η Αντιόχεια σαν το παιδί αυτό του Ισραήλ» (αυτόθι). Στο εγκώμιο της ομορφιάς του Αριστόβουλου και στην εξίσωσή του με άγαλμα θεού υπόκειται η διαδικασία της εξιδανίκευσης (sublimierung) (Ρηγόπουλος, Ut pictura poesis, ό.π. σ. 77-78).
Δεν γνωρίζω αν αυθαιρετώ και σε ποιο βαθμό, όταν επιδιώκω να συσχετίσω την εκτίμηση του Καβάφη με εκείνη του Λιβάνιου στον Αντιοχικόν˙ δηλαδή την εκτίμηση του Καβάφη για την ομορφιά του Αριστόβουλου και το ενδιαφέρον των Αντιοχέων για τη γλυπτική § 132: «Ας αναλογιστεί κανείς, όπως κάνουμε με τη μουσική ή μα τον Δία, με κάποιο ονομαστό άγαλμα, αν η πόλη είναι αρμονική σε όλα και είναι σε όλα ολοκληρωμένη και όχι φτιαγμένη όπως, όπως».
Η ανηθικότητα «μέχρι τινός – και πιθανόν μέχρι πολλού» (Β55), ο δαπανηρός βίος στην Αντιόχεια (Β85), «ο ενήδονος βίος» τους (Β55) και άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία της συμπεριφοράς τους (των Αντιοχέων) δικαιολογούν την ενδοτική τους στάση απέναντι στην ανορθόδοξη ερωτική λειτουργία του Μέβη, «του φημισμένου Μέβη που είναι ο πιο ευειδής, ο πιο αγαπηθείς σ’ όλη την Αντιόχεια» (Β54) με τον αγοραίο τον έρωτα. Του «περιλάλητου» βίου των Αντιοχέων θα είχε πιστεύω ερευνητικό ενδιαφέρον, αν αναζητούσαμε εικαστικά ανάλογα, ισοδύναμά του.
Θα περιορίσω την αναζήτηση προσώρας στο πεδίο των ψηφιδωτών δαπέδων από την Αντιόχεια. Επιλέγω τρία ψηφιδωτά δάπεδα: 1) στο πρώτο είναι ψηφοθετημένη η επιγραφή «ΤΡΥΦΗ». Παριστάνεται ανακεκλιμένη γυναίκα να κρατεί αγγείο. Παρατίθεται πλησίον άλλου ψηφιδωτού δαπέδου στο οποίο είναι ψηθοθετημένη επιγραφή «Ο BIOC». Το ψηφιδωτό αυτό προέρχεται από την «οικία του κωμάζοντας Διονύσου» στα περίχωρα της Αντιόχειας και χρονολογούνται τον 4ο αι. μ.Χ. (Doro Levi, Antioch Mosaic Pavements, I-II, Princeton 1947, πιν. LI[b]. (πιν.1) Βλ. και Αθανασιάδη Πολύμνια, Ιουλιανός.
Μία βιογραφία, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2005, πιν. 21, 2) και στο δεύτερο ψηφιδωτό δάπεδο ψηφοθετείται η ίδια επιγραφή «ΤΡΥΦΗ». Σ’ αυτό παριστάνεται γυναίκα σε προτομή. Προέρχεται από την «Οικία Μενάνδρου». Χρονολογείται και αυτό τον 4ο αι. μ.Χ. (Levi, ό.π., πιν. XLVI [c] (πιν. 2). Βλ. και Αθανασιάδη, ό.π., πιν. 22) και 3) στο τρίτο δάπεδο είναι ψηφοθετημένο επιγραφή «ΑΠΟΛΑΥCIC». Παριστάνεται γυναίκα σε προτομή. Προέρχεται από το προάστιο της Αντιόχειας, τη Δάφνη. Χρονολογείται όπως και τα προηγούμενα (Levi, ό.π. πίν. LXVII[d] (πιν. 3). Βλ. και Αθανασιάδη ό.π., πιν. 23). Στο ψηφιδωτό αυτό βρίσκει η «έκφραση» του Λιβάνιου «λουτρών απόλαυσις» (Ομιλία 11, § 134) την ακριβή της αντιστοίχιση.
Η σχέση του ψηφιδωτού δαπέδου και του κειμένου του Λιβανίου βάζει το εξής πρόβλημα: Είναι τυχαία η λεκτική ταύτιση της επιγραφής του ψηφιδωτού δαπέδου και του κειμένου του Λιβανίου ή θα χρειαστεί να αναζητήσουμε αμεσότερη «συνάντηση» των δύο «κειμένων»; Ή να πρόκειται δηλαδή για αυτοψία του ψηφιδωτού από τον ίδιο τον Λιβάνιο; Αν πράγματι συμβαίνει το δεύτερο τότε έχουμε «έκφραση» βαλανείου που προήλθε από υπαρκτό ψηφιδωτό και όχι από επινοημένο, φανταστικό έργο (Ι.Θ. Κακριδή, «Φανταστικές εκφράσεις. Συμβολή στην ομηρική περιγραφή της Ασπίδας»˙ περιλαμβάνεται στο βιβλίο των Bossett, Schadewald, Κακριδή, Μελέτες για την Ασπίδα του Αχιλλέα, μετάφραση Όλγας Κομνηνού – Κακριδή, Αθήνα 1965˙ βλ. και Γιάννη Ρηγόπουλου, Σεφερικά μελετήματα, Αθήνα 1916, σ. 129 κ.ε.˙ πρόσθεσε και του ίδιου, Ut pictura poesis, ό.π, σ. 8, 9, 10, 12, 13 και αυτόθι το λήμμα «εκφράσεις».
Ο συγγραφέας Doro Levi στο βιβλίο του, Antioch Mosaic Pavements, ό.π., παρουσιάζοντας το ψηφιδωτό δάπεδο «ΑΠΟΛΑΥCIC», ό.π., παραπέμπει σε επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας, βιβλίο 9 αριθ. 636: «τοῦτο ἰδὼν τὸ λοετρὸν ὁ πάνσοφος εἶπεν Ὅμηρος: «Νηπενθές ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων». Ο στίχος «Νηπενθές … ἁπάντων» προέρχεται από τη δ’ ραψωδία της Οδύσσειας, 221 (Anthologia Graeca, Book IX, Verbesserte Auflage,Griechische – Deutsch, ed. Herman Beckby, Ernst Heimeran Verlag in München. Εννοείται ότι ούτε ο Όμηρος είδε το «λοετρὸν» ούτε είπε τον στίχο «Νηπενθές … ἁπάντων». Τού αποδόθηκε ο στίχος για να αποκτήσει, πιθανόν, κύρος το λουτρό, το βαλανείο και να εξαρθούν οι απολαυστικές επενέργειές του (του λουτρού)1 *.
Στην Οδύσσεια, δ’, 219-221, είναι η Ελένη που αναμειγνύει τον οίνον με φάρμακα που τα τής προμήθευσε η Αιγύπτια Πολύδαμνα, «Θῶνος παράκοιτις» (δ’ 228). Ο στίχος (δ’ 221) αφορά τις ιδιότητες του οίνου και όχι του λουτρού. Το ψηφιδωτό δαπέδου «ΑΠΟΛΑΥCIC» έχει ενδιαφέρον και για τα «διακοσμητικά» γεωμετρικά μοτίβα που πλαισιώνουν την παράσταση της γυναίκας σε προτομή. Η συμβολική σημασία των μοτίβων αυτών και η αντιστοίχισή τους με τις λειτουργικές χρήσεις του λουτρού, του βαλανείου, είναι desideratum της έρευνας.
Προσώρας με ενθαρρύνει η εννοιολογική ταύτιση των ουσιαστικών «ΤΡΥΦΗ» και «ΑΠΟΛΑΥCIC» (ό.π.) για να αναφέρω τη συχνή χρήση της μετοχής «τρυφῶσα» του ρήματος τρυφῶ σε κείμενα του Λιβάνιου (Fenster, ό.π., σ. 44 σημ.6: Ομιλία 1, 279: Ι 202f και σποράδην) προκειμένου να δηλωθεί, να επιβεβαιωθεί και η εκτίμηση του Καβάφη για τον τρυφηλό βίο των Αντιοχέων (ό.π.).
Αλλά τώρα τί απέμεινε από τον περιλάλητο και ενήδονο και τρυφηλό βίο των Αντιοχέων και της Αντιόχειας: «Il ne reste plus rien maintenant» (= τώρα δεν απομένει τίποτε τίποτε»). Άμεση αναφορά στο μοτίβο της απώλειας στο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Σελεύκεια επί του Τίγρη», Μέρες Ζ’, σ. 54 (Γιάννης Ρηγόπουλος, Σεφερικά μελετήματα, Αθήνα 2016, σ. 16, 60, 61, 62).
Η απώλεια στο σεφερικό ποίημα δεν αφορά βέβαια στην Αντιόχεια, αλλά στη Σελεύκεια. Αλλά και της Αντιόχειας ιδρυτής ήταν ο Σέλευκος ο Α’ ο Νικάνορας.
Η Αντιόχεια στους πρόσφατους σεισμούς, ως γνωστόν, ισοπεδώθηκε˙ μεταβλήθηκε σε ερείπια. Κυρίαρχο αντικείμενο της σύγχρονης έρευνας για τη μετασεισμική Αντιόχεια θα μπορούσε να είναι η αισθητική της καταστροφής (Michel Ribon, Esthétique de la catastrophe. Essai sur l’ art et la catastrophe, Editions KIME, Paris 1999) και η αναζήτηση αρχών για μια αισθητική του θανάτου (Michel Guiomar, Principes d’une esthétique de la mort. Les modes de presences, les présences immédiates, le seuil de l’ Au-delà, Librairie Jose Cort, 1967).
Ποιο σχήμα ελεγείας θα σταθεί αρμόδιο και ικανό για να εκφράσει με εναργή επάρκεια το κενό που προήλθε από την καταστροφή της Αντιόχειας; Θα βοηθούσαν σ’ αυτό, πιθανόν, αλλά τηρουμένων των αναλογιών, οι θρήνοι και οι μονωδίες που γράφτηκαν για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (Fenster, ό.π. σ. 271 κ.ε. Βλ. Lambros, «Μονωδίαι καί θρήνοι έπί τή άλώσει τής Κωνσταντινουπόλεως», Νέος Ελληνομνήμων, 5 (1908), σ. 190-269. Πρόσθεσε και Margaret Αλεξίου, Ο τελετουργικός θρήνος στην ελληνική παράδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002, σ. 156 κ.ε. και σ. 163 κ.ε. Η βυζαντινή παράδοση και οι θρήνοι για την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, με πλούσια βιβλιογραφία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ
Βιβλιογραφία: Diana Haas – Μιχάλης Πιερής, Βιβλιογραφικός οδηγός στα 154 ποιήματα του Καβάφη, Ερμής 1984, σ. 222-223˙ Δ. Δακαλόπουλος, Βιβλιογραφία Κ.Π. Καβάφη (1886-2000). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2003, σποράδην αναφορικά με το ποίημα του Καβάφη «Παλαιόθεν Ελληνίς».
1 Βλ. και «έκφραση» βαλανείου σε κείμενο του Λουκιανού, Ιππίας ή βαλανείον. Ενδιαφέρουσα είναι η επισήμανση των αρετών του βαλανείου στο κείμενο του Λουκιανού §8: «… τὸ χρήσιμον, τὸ εὔκαιρον, τὸ εὐφεγγές, τὸ σύμμετρον, τὸ τῷ τόπῳ ἡρμοσμένον, τὸ τὴν χρείαν ἀσφαλῆ παρεχόμενον…»
* Ο Γιάννης Ρηγόπουλος σπούδασε κλασική φιλολογία, ιστορία και αρχαιολογία, ιστορία της τέχνης και παιδαγωγικά. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Πεδία ερευνητικού ενδιαφέροντός του είναι η θεωρία της τέχνης και της λογοτεχνίας και η μελέτη της μεταβυζαντινής τέχνης και των διεικαστικών σχέσεών της με τη δυτική φλαμανδική, ιταλική τέχνη.