Γράφει ο Χρήστος Στρυφτός: Ιστορικός
Ήταν 23 Ιουλίου του 1923 όταν υπεγράφη ολοκληρωμένο το κείμενο της Συνθήκης της Λωζάννης. Μια συνθήκη όπου μετείχαν χώρες οι οποίες κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα ήταν αντίπαλες με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μεταξύ αυτών των χωρών και η Ελλάδα όπου με την Συνθήκη της Λωζάννης θα προσπαθούσε επιτέλους να βάλει ένα τέλος στην μακροχρόνια διαμάχη της με την γείτονα Τουρκία. Εκπρόσωπος της ελληνικής πλευράς στην Συνθήκη ο Ελ. Βενιζέλος προσπαθώντας να αναστηλώσει την χώρα από τα συντρίμμια της μικρασιατικής καταστροφής, ενώ την τουρκική πλευρά εκπροσωπούσε ο στρατηγός Ισμέτ πασάς απεσταλμένος του Κεμάλ Ατατούρκ.
Η Συνθήκη σχετικά με τις χώρες Ελλάδας και Τουρκίας αποφάσισε την ανταλλαγή ελληνοτουρκικών πληθυσμών, όρισε το καθεστώς των νησιών του Β. Ανατολικού, του Ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων και εξασφάλισε τα χερσαία σύνορα της Ελλάδας στον Έβρο. Φυσικά οι μεγαλο-δεατικές προσδοκίες της Ελλάδας των δυο ηπείρων και πέντε θαλασσών όπου είχε οραματιστεί ο βενιζελικός φιλελευθερισμός είχαν φαλιρίσει όπως επίσης και οι εθνικιστικοί επεκτατισμοί του νεοτουρκικού κεμαλισμού. Σε αυτή την Συνθήκη δημιουργείται ένας φραγμός για την Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία εδαφικά είχε κατακερματιστεί από τους προηγούμενους πολέμους ενώ στον Μικρασιατικό πόλεμο είχε βρει την ευκαιρία να επεκταθεί αλλά και να εισχωρήσει στην Ευρώπη των Μεγάλων Δυνάμεων. Από άλλη σκοπιά για την Τουρκία η Συνθήκη της Λωζάννης σήμανε την απαρχή του νέου σύγχρονου τουρκικού κράτους αφήνοντας πίσω την παλαιοπολιτική οθωμανική δεσποτεία στην οποία εν μέρει άνηκε και ο Κεμάλ. Ο Κεμάλ ωστόσο για μπορέσει να διατηρήσει το εθνικιστικό αφήγημα του αλλά και την επικράτησή του στην εξουσία «βάφτισε» ως γιορτή την Συνθήκη της Λωζάννης και προπαγάνδιζε ταυτόχρονα την επιτυχία του για την ανατροπή της Συνθήκης των Σεβρών που θα έπληγε την Τουρκία.
Στην περιβόητη ανταλλαγή των πληθυσμών με θρησκευτικό κριτήριο μετέβησαν στην Ελλάδα 190.000 Έλληνες ορθόδοξοι που είχαν παραμείνει στην Τουρκία και 355.000 Μουσουλμάνοι που ζούσαν στην Ελλάδα μεταφέρθηκαν στην Τουρκία. Εξαίρεση από την ανταλλαγή αποτέλεσαν οι μειονότητες των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και των μουσουλμάνων της Θράκης όπου η Συνθήκη θα προάσπιζε τα δικαιώματά τους. Όσο για το Αιγαίο τα οποίο επιβουλεύονταν η Τουρκία, με τη Συνθήκη της Λωζάννης αποφασίσθηκε μερική αποστρατιωτικοποίηση υπό ελληνική κυριαρχία στη Λέσβο, την Χίο, την Σάμο και την Ικαρία, αποστρατιωτικοποίση στην Λήμνο και Σαμοθράκη υπό ελληνική κυριαρχία καθώς και στις νήσους Ίμβρο, Τένεδο αλλά υπό τουρκική πλέον κυριαρχία. Η Συνθήκη καθόρισε την τύχη των Δωδεκανήσων στην ιταλική κυριαρχία.
Έτσι για ένα χρονικό διάστημα στο όνομα της Συνθήκης της Λωζάννης αποσιωπήθηκαν οι γενοκτονίες και τα εγκλήματα πολέμου που έπραξαν οι Νεότουρκοι τα προηγούμενα χρόνια, ανοίγοντας μια σελίδα ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Όμως λίγα χρόνια μετά το 1936 λόγω της οριστικοποίησης της τουρκικής κυριαρχίας των Στενών των Δαρδανελίων η Ελλάδα στρατιωτικοποίησε πλήρως τα Νησιά της και επεκτάθηκε για 3 μίλια στα χωρικά ύδατα, ενώ το 1947 προσάρτησε και τα Δωδεκάνησα. Έκτοτε η Τουρκία θα απαντήσει επιθετικά με πολλές προκλήσεις εις βάρος της Ελλάδας από το πογκρόμ των Σεπτεμβριανών το 1955, την κρίση των Ιμίων το 1996 έως και σήμερα 100 χρόνια μετά την Συνθήκη της Λωζάννης με την εθνικιστική
ρητορική της γαλάζιας πατρίδας του ερντογανικού νεοθωμανισμού και τις συχνές πυκνές παραβιάσεις στο Αιγαίο.
ΠΗΓΕΣ
•Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, «Ελληνική εξωτερική πολιτική 1830-1981», εκδ. ΕΣΤΙΑ, Αθήνα, 2014
• Άγγελος Συρίγος, «Ελληνοτουρκικές Σχέσεις», εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα, 2020