Γράφει ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος, Δημοσιογράφος – δημοσιολόγος
Προ ολίγων ημερών η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) δημοσίευσε τα πολύ δυσάρεστα στοιχεία του 2022, για την εξέλιξη του ελληνικού πληθυσμού στη χώρα μας. Σε ένα μόνο χρόνο (2022/2021) οι γεννήσεις μειώθηκαν άλλες 10.000 και κατέβηκαν στις 76.541! Ήσαν λιγότερες από τους θανάτους κατά 64.260, δηλαδή το 2022 οι γεννήσεις ήσαν μισές από τους επισυμβάντες θανάτους! Είναι ο χαμηλότερος αριθμός γεννήσεων από το 1922! Για σύγκριση, στην Ελλάδα του 1932 οι γεννήσεις ήσαν 185.523, στη μεταπολεμική Ελλάδα του 1960 ήσαν 157.239 και στην αρχή της κρίσης, το 2010, ήσαν 114.766, δηλαδή 50% περισσότερες από τις σημερινές. Σε μελέτη τους, το 2022, οι καθηγητές Δημογραφίας Βύρωνας Κοτζαμάνης και Αναστασία Κωστάκη επισήμαναν ότι στη δεκαετία 1956-1965 καταγράφηκαν 1,545 εκατομμύρια γεννήσεις, ενώ στη δεκαετία 2016-2025 αναμένονται 835.000. Με τα σημερινά δεδομένα η πρόβλεψη φαίνεται μάλλον αισιόδοξη…
Οι επισημάνσεις για την τραγική εξέλιξη του πληθυσμού δεν είναι φετινές. Ενδεικτικά αναφέρω ότι το 1993, επί κυβερνήσεως Κων. Μητσοτάκη, το δημογραφικό συζητήθηκε στην Βουλή, επισημάνθηκε η δραματική μείωση των γεννήσεων (τότε 103.000…) και εξαγγέλθηκαν μέτρα. Ο πρ. Υπουργός Εμμ. Δρεττάκης, ειδικός και στα θέματα της εξέλιξης του πληθυσμού, το 2004, σε άρθρο του, επισήμανε τον κίνδυνο και ζήτησε άμεσα μέτρα… Το 2022 μελέτη του ΙΟΒΕ σήμανε συναγερμό για τις επιπτώσεις που έχει η επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος στο ασφαλιστικό, στις συντάξεις και στην ανάπτυξη της χώρας. Σύμφωνα με την εν λόγω μελέτη το 2040 οι μαθητές θα είναι συνολικά λιγότεροι κατά 320.000 και οι διδάσκοντες κατά 50.000 (ΕΤ/9.6.2022/ σελ. 6).
Πολλές και δραματικές οι επισημάνσεις, περισσότερες οι υποσχέσεις και οι αποφάσεις. Όμως το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό, όχι μόνο λόγω της διαχρονικής κυβερνητικής πολιτικής. Είναι και της νοοτροπίας που μας κατακλύζει. Τα επιμέρους στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (αριθμός γάμων και διαζυγίων, δείκτης γονιμότητας, μέση ηλικία τεκνοποίησης) δείχνουν ότι η κοινωνία μας νοσεί σχεδόν πανδημικά, από φιλαυτία, αδιαφορία για τα κοινά και ηδονική, χωρίς κανόνες και αρχές, ζωή. Πώς να μιλήσουν τα φονευόμενα και τα κατεψυγμένα έμβρυα; Πώς να διαμαρτυρηθούν τα παιδιά που μεγαλώνουν υπό φιλάρεσκους πολίτες, που τα θεωρούν όπως τα σκυλάκια τους; Πώς να αποκτήσουν αγάπη στην οικογένεια οι νέοι και οι νέες, όταν ζουν την ενδοοικογενειακή βία και βλέπουν γνωστές ηθοποιούς να υποστηρίζουν την ελεύθερη σχέση και να καταφέρονται εναντίον της τεκνοποιίας; Πώς να συμπεριφερθεί η νεολαία όταν οι γονείς υποτιμάνε τη χώρα μας, τη συμβουλεύουν ότι το παν είναι η ατομική καλοπέραση και τη σπρώχνουν να πάει στα ξένα να ζήσει και να μην προσφέρει τις ικανότητες και τις υπηρεσίες της στην Πατρίδα; Με τη νοοτροπία αυτή η Ελλάδα είναι καταδικασμένη, και σε αυτή την κατηφόρα ευθύνονται η οικογένεια, η Πολιτεία, καθώς και η διοικούσα Εκκλησία, που ο κόσμος καίγεται και Εκείνη, με φανφάρες, διοργανώνει Συνέδριο «για την άυλη πραγματικότητα της ύστερης νεωτερικότητας»…
Μπορεί να υπάρχουν μελέτες για την εξέλιξη των παιδιών, που η μητέρα κυρίως και ο πατέρας δεν είναι κοντά τους, ψυχικά και σωματικά.
Προσωπικά δεν τις γνωρίζω. Όμως μέσα από τα όσα διαβάζω και τα όσα προκύπτουν από μικρή προσωπική έρευνά μου, αυτά τα παιδιά έχουν κενό στην ψυχή τους και πολλές φορές αφήνονται έρμαια στην κυριαρχούσα ατομικιστική, υλιστική και ηδονιστική αντίληψη περί ζωής. Με έχει συγκλονίσει η βιογραφία της Λιν Ούλμαν, που κυκλοφορεί και στα ελληνικά με τίτλο «Ανησυχία» (Έκδοση Μεταίχμιο). Πρόκειται για την θυγατέρα του σπουδαίου Σουηδού σκηνοθέτη Ινγκμαρ Μπέρκμαν και της γνωστής Νορβηγίδας ηθοποιού, σκηνοθέτου και συγγραφέως Λιβ Ούλμαν. (Σημειώστε ότι κράτησε το επώνυμο της μητέρας της, γιατί ο Μπέργκμαν δεν παντρεύτηκε την μητέρα της, αναγνώρισε ως παιδί του τη Λιν, αλλά εκείνη δεν τον ένιωσε ποτέ ως πατέρα…). Ο Μπέργκμαν τέλεσε πέντε γάμους και απέκτησε από αυτούς επτά παιδιά. Η Λιν. γράφει για τα ετεροθαλή αδέλφια της: «Ετεροθαλής αδελφή και ετεροθαλής αδελφός – σα να μην ήταν πραγματικοί. Γεννημένοι από έτερη μητέρα, ζώντας σε έτερο τόπο, που δεν θυμόνταν ο ένας τον άλλο- παιδιά φαντάσματα που εξαφανίζονταν στον φράκτη από πασχαλιές…».
Μεγαλώνοντας οι γονείς, της είπαν ότι γεννήθηκε από ατυχία… Η μητέρα της είχε αντισυλληπτικά χάπια στην τσάντα της, αλλά είτε τα ξέχασε, είτε αμέλησε να τα πάρει… Όταν συνελήφθη η Λιν, ο πατέρας της μίλησε στη μητέρα της για έκτρωση, αλλά αρνήθηκε η Λιβ και εκείνος υποχώρησε…
Όταν ήταν έφηβη η Λιν της έλειπε η μητέρα της, που πήγαινε για τις δουλειές της επί μακρό διάστημα κυρίως στις ΗΠΑ. Ζούσε με οικονομική άνεση, με υπηρέτριες, αλλά η γιαγιά της τη φρόντιζε. Γράφει η Λιν Ούλμαν:
«Η μαμά θα λείψει αρκετούς μήνες. Φοβάμαι ότι θα τη χάσω, φοβάμαι ότι δεν θα ξαναγυρίσει, φοβάμαι ότι θα εξαφανιστεί… Με τη μαμά μιλάμε στο τηλέφωνο και, πριν κλείσουμε, συμφωνούμε πάντοτε την ώρα της επόμενης συνομιλίας μας. Πού είναι σήμερα….Μισή ώρα πριν από τη συμφωνημένη νιώθω χάλια, στέκομαι σε επιφυλακή δίπλα στο τηλέφωνο. Χτυπάει, είναι τρία λεπτά πριν από τη συμφωνημένη ώρα – αλλά δεν είναι η μαμά. Είναι μια πρόσχαρη κυρία που θέλει να μιλήσει με τη γιαγιά. Γιατί δεν είναι η μαμά; Γιατί η μαμά δεν τηλεφωνεί τρία λεπτά πριν από τη συμφωνημένη ώρα για να με σώσει από τον φόβο; Διαρκής λαχτάρα….Τώρα έχει περάσει μία ώρα από τη συμφωνημένη κι εγώ βαδίζω από δωμάτιο σε δωμάτιο στο μεγάλο διαμέρισμα της μαμάς. Δεν θέλω να σταματήσω να περπατάω, δεν θέλω να σταματήσω το κλάμα…». Η αφήγηση συνεχίζεται έτσι τραγικά….
Οικογένεια και κυρίως παιδιά σημαίνει πνεύμα αυτοθυσίας για το μεγάλωμα τους, ώστε να συνεχίσουν να ζουν με τις αξίες που μας κράτησαν ζωντανούς επί αιώνες, μας ελευθέρωσαν και μας κάνουν να προοδεύουμε. Στην εποχή μας το πνεύμα αυτό της αυτοθυσίας όλο και μειώνεται, με συνέπεια τη σημερινή κατάσταση στο δημογραφικό. Είναι πολύ πιο δύσκολο οι γονείς να αναδείξουν άξιους πολίτες στην κοινωνία, από το να γίνουν οι ίδιοι πλούσιοι επιχειρηματίες ή επαγγελματίες, καθηγητές πανεπιστημίου, ή να αποκτήσουν υψηλές θέσεις στην ιεραρχία του ιδιωτικού ή του κρατικού τομέα. Αυτό μου είπε σοφός γέροντας και το κρατώ ως μέτρο ζωής και επιτυχίας των γονέων.