Παρασκευή, 18 Οκτωβρίου, 2024

Συχώρα με πάτερ που ασπάστηκα το Ισλάμ (Μέρος Α’)

Γράφει ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος Δημοσιογράφος – Δημοσιολόγος.

H μετάβαση στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα στον Πόντο δεν είναι εύκολη, όταν μάλιστα γίνεται υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες, όπως συνέβη στην περίπτωσή μας. Με τον π. Κύριλλο ξεκινήσαμε από την Τραπεζούντα με δύο βαθμούς πάνω από το μηδέν, χιονόνερο και ομίχλη. Ο οδηγός μας ο Ιμπραήμ, πάντα στην ώρα του, μας περίμενε, όπως και οι ίδιοι μπρατσωμένοι μουστακαλήδες.

Το μοναστήρι ψηλά, μέσα σε άγριο δάσος. Δύσκολη η ανάβαση. Οι «Γκρίζοι Λύκοι» μας ακολούθησαν για λίγο, παίρνοντας αλλεπάλληλες φωτογραφίες και βιντεοσκοπώντας μας. Μετά βαρέθηκαν… Τί να κάνουν στα κατσάβραχα… στα ερείπια. Μας άφησαν εμάς τους τρελούς Ρωμιούς να πάμε μόνοι. Φυσικά δεν τους έλεγε τίποτα ο χώρος, η ιστορία του, η ζωή εκεί αγίων ανθρώπων, το καταφύγιο χιλιάδων ανθρώπων για παρηγοριά και προστασία κατά τη γενοκτονία…

Φτάσαμε με δυσκολία, αλλά ανταμειφθήκαμε. Ήμασταν μόνοι. Δεν υπήρχε ούτε αστυνομία, ούτε στρατός, ούτε Γκρίζοι Λύκοι… Παρά το ότι το χιονόνερο είχε πυκνώσει και ένα ασπρογκρίζο σύννεφο μάς είχε σκεπάσει, ο π. Κύριλλος άρχισε να ψέλνει το τροπάριο του Αγίου Γεωργίου, το «Φως Ιλαρόν», το «Τη Υπερμάχω». Μετά είπε το τρισάγιο στη μνήμη όλων των σφαγιασθέντων στην Ιερά αυτή Μονή και σε όλο τον Πόντο… Είχαμε αδιάβροχα, ομπρέλες και μπότες ορειβασίας, αλλά, παρ’ όλα τα μέτρα μας, είχαμε μουλιάσει… Όμως δεν το νιώθαμε. Ήταν τόσο γλυκιά η ατμόσφαιρα και νιώθαμε τόσο κοντά μας όλους τους ζωντανούς νεκρούς της περιοχής, που δεν θέλαμε να φύγουμε.

Βλέποντας τα ερείπια και τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Τούρκοι στα άψυχα και τα έμψυχα του Μοναστηριού, ρώτησα τον π. Κύριλλο:

– Έχει πάτερ μου όρια η βαρβαρότητα;

Κούνησε το κεφάλι του και μου είπε:

– Διαβάζοντας στην ιστορία μας για τους μάρτυρες και τους νεομάρτυρες, έχεις διαπιστώσει το τι μηχανεύεται ο άνθρωπος για να βασανίσει τον συνάνθρωπό του και για να καταστρέψει τον πολιτισμό του. Στον εικοστό αιώνα, πρώτος ο Κεμάλ εφάρμοσε γενοκτονία και ακολούθησαν οι Στάλιν, Χίτλερ και Πολ Ποτ με τους Ερυθρούς Χμερ…

Χωρίς να το καταλάβουμε, είχε προχωρήσει το απόγευμα.

– Πάμε να κατέβουμε, μου είπε ο π. Κύριλλος. Αρχίσαμε την κάθοδο, ενώ και των δυο μας τα μάτια ήσαν υγρά. Φεύγαμε σα να εγκαταλείπαμε κάτι το δικό μας, κάτι το πολύτιμο, κάτι που ίσως δεν θα ξαναβλέπαμε…

Όταν μας είδε ο Ιμπραήμ, έτρεξε κοντά μας.

– Ανησύχησα, μας είπε. Τι κάνατε τόσην ώρα;

– Μιλούσαμε με τους ανθρώπους της Μονής, του είπε γλυκά ο π. Κύριλλος.

– Έμεινε άφωνος ο Ιμπραήμ, αλλά δεν του είπε τίποτε εκείνη την ώρα. Προφανώς τον λυπήθηκε που παραλογιζόταν…

– Βγάλαμε τα πανωφόρια μας και μπήκαμε στο αυτοκίνητο.

– Ανησυχήσανε και τα παιδιά, μας είπε ο Ιμπραήμ μιλώντας με ένα ειρωνικό χαμόγελο για τους «Γκρίζους Λύκους».

– Ελπίζω να μην αρρωστήσουν τόσην ώρα μέσα στη βροχή και στο κρύο με ένα πουκάμισο, ένα σακάκι και παπούτσια κοινά, του απάντησε ο π. Κύριλλος, μιλώντας με αγάπη και γι’ αυτούς που μισούν τους Έλληνες.

– Μπα, είναι σκληραγωγημένοι, του απάντησε ο Ιμπραήμ… Και πρόσθεσε:

– Πέρασε η ώρα και δεν έχουμε φάει τίποτε. Να πάμε σε ένα μαγέρικο που ξέρω σε ένα κοντινό παραθαλάσσιο χωριό;

– Και δεν πάμε, απαντήσαμε.

Σουρούπωνε όταν φτάσαμε. Μικρό το χωριό, σχετικά μικρό και το μαγαζί, μακρόστενο. Οι «Γκρίζοι Λύκοι» δεν ήρθαν στο ίδιο μαγαζί. Έκατσαν σε ένα απέναντί μας σουβλατζίδικο. Καθίσαμε στο βάθος της αίθουσας, κοντά στην κουζίνα.

Όταν καθίσαμε ήρθε ο εστιάτορας. Περίπου πενήντα ετών, λίγο παχύς, κανονικού αναστήματος, με μουστάκι, χαμογελαστός, Κοίταξε επίμονα τον π. Κύριλλο και ρώτησε στα τούρκικα τον Ιμπραήμ, που φάνηκε ότι τον γνώριζε, τι θα πάρουμε και αν είμαστε ξένοι. Ο Ιμπραήμ ρώτησε στα ποντιακά τον π. Κύριλλο και εκείνος του είπε από ένα τσάι πρώτα για να ζεσταθούμε και μετά ψάρι με πατάτες τηγανιτές, σαλάτα και κρασί. Το τσάι το έφερε σε γυάλινα φλιτζάνια και ακολούθησε το φαγητό.

Όταν είδε ότι τελειώσαμε το φαγητό, ο εστιάτορας ήρθε και κάθισε κοντά μας.

– Άκουσα που μιλάτε ποντιακά, μας είπε. Είστε Έλληνες; Του απαντήσαμε καταφατικά. Τότε απευθύνθηκε στον π. Κύριλλο.

– Παπάς; Τον ερώτησε.

– Παπάς! Του απάντησε.

Έρχεστε για λίγο μαζί μου; Δεν θα αργήσουμε. Ο π. Κύριλλος κοίταξε τον Ιμπραήμ, που με το βλέμμα του τον ενθάρρυνε. Από εδώ και πέρα μου τα διηγήθηκε ο π. Κύριλλος, όταν επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο.

Διέσχισαν τον διάδρομο, πέρασαν από την κουζίνα, διάβηκαν μια πόρτα που έβγαζε στο πίσω μέρος του μαγαζιού και ανέβηκαν από μιαν υπαίθρια τσιμεντένια σκάλα. Μπήκαν σε ένα χωριάτικο αλλά περιποιημένο σπίτι. Το φως λιγοστό. Πέρασαν στον χώρο υποδοχής, όπου φάνηκε ότι περίμενε τον π. Κύριλλο ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Εκείνος πάνω από 80 ετών, μετρίου αναστήματος, αρχοντάνθρωπος, λίγο κυρτωμένος και ρυτιδιασμένος από τα χρόνια, με άσπρα μαλλιά και μουστάκι. Εκείνη, νεότερή του, καλοστεκούμενη γιαγιά.

Από εδώ ο πατέρας μου, του είπε ο εστιάτορας και πριν πει κάτι για τον π. Κύριλλο αυτός του είπε:

– Πήγαινε Τζαμάλ. Θα σε ειδοποιήσω όταν τελειώσουμε.

Τον κοίταξε στα μάτια ο γέρος.

– Έλληνας; τον ρώτησε.

– Έλληνας! Του απάντησε.

– Και παπάς; Συνέχισε.

– Και παπάς! Ανταπάντησε.

Τότε συνέβη κάτι το συγκλονιστικό.

 

Στο επόμενο φύλλο το β’ μέρος

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ