Κυριακή, 7 Ιουλίου, 2024

Αναμνήσεις του 1940: Η κατσαρόλα της κατοχής κι ο ύπνος της Αναμονής

Γράφει ο Δημήτρης Βόγγολης, Υποστράτηγος ε.α. Συντονιστής και μέλος των IHA-ΟΔΕΓ.

Πριν από πολλά χρόνια είχα την επιθυμία να γράψω για τα κατοχικά μου χρόνια και ιδιαίτερα για την περίοδο της μεγάλης πείνας του ‘42.

Τώρα, με εργαλείο την ηλεκτρονική τεχνολογία, τα πράγματα έγιναν πιο εύκολα, άρα και η δυνατότητα να γράψω με περισσότερη ευχέρεια και ν’ αγγίξω αυτή την αλήθεια.

Όλοι μας σίγουρα έχουμε στο μυαλό μας συναισθήματα, εικόνες, παθήματα και μαθήματα, αναμνήσεις συνυφασμένες με το παρελθόν, που καθορίζουν το παρόν και το μέλλον μας.

Πολλά τα περιστατικά τα οποία θα αναλύσω παρακάτω:

Η στέρηση τροφής ήταν τέτοια που έβαζε σε μεγάλη δοκιμασία τις ανθρώπινες βιολογικές αντοχές.

Από τις μικρομάνες λεχώνες στέρευε το γάλα για τα μωρά τους από την ασιτία και προσπαθούσαν με εφευρετικούς τρόπους να σοφίζονται μαγειρέματα για να κρατήσουν στη ζωή τα παιδιά τους. Αυτό που ο λαός λέει «πενία τέχνας κατεργάζεται» στην κατοχή είχε μεγάλη εφαρμογή και είχε πάντα τα πρωτεία.

Στη Θεσσαλία όταν σπέρνανε τα χωράφια με σιτάρι στις άκρες του χωραφιού έσπερναν και ζαχαροκάλαμο και εμείς παιδιά, μη έχοντας ψωμί ή και μπομπότα πολλές φορές, πηγαίναμε στα χωράφια και κόβαμε ζαχαροκάλαμο, ένα πλούσιο φυτό σε ζάχαρη, ότι καλύτερο για παιδικές λιχουδιές.

Θυμάμαι τη μάνα να παίρνει αλεύρι να το ανακατεύει με νερό κάνοντας το κουρκούτι με γρόμπους και με λίγο αλάτι, για να έχουμε -λέει- την αίσθηση ότι μασάμε και το έβραζε μέχρι να γίνει κρέμα.

Κάποτε τέλειωσε και το αλεύρι και την θέση του πήραν τα χόρτα που έγιναν η τροφή της καθημερινότητας. Με άλλα λόγια, τα χόρτα είχαν φυτρώσει στην κοιλιά μας από τις πολλές φορές που μας τα έβραζε η μάνα με αλάτι χωρίς λάδι.

Είχε την πρόνοια να φυλάει καφέ, ρεβίθι και κριθάρι να ξεγελά και τους μεγάλους, βράζοντας λίγο καφέ με ρεβίθια και κριθάρι ή ένα από τα δύο.

Μια μέρα είχε ρίξει σε μια κατσαρόλα νερό και την έβαλε στη φωτιά πάνω σε ένα μεταλλικό τρίγωνο (πυροστιά όπως τη λέμε οι Βλάχοι) και από το απόγευμα μέχρι το βράδυ το νερό έβραζε κι εμείς τη ρωτούσαμε συνέχεια: Άντε! Μάνα πότε θα φάμε;

Και παίρναμε την απάντηση κάθε φορά που τη ρωτούσαμε «Σε λίγο παιδιά μου σε λίγο». Αυτό το σε λίγο, σε λίγο μας βρήκε η νύχτα και αντί για φαγητό μας πήρε ο ύπνος. Σοφότατη η κυρία Σοφία, αφού δεν είχε τίποτε να μαγειρέψει, δεν ήθελε ν‘ αφήσει νηστικά τα παιδιά της και μας χόρτασε ύπνο. Και καθώς γουργούριζε πάλι το πρωί η κοιλιά μας παραπονιόμασταν!

Ήταν τότε που ακούγαμε την τραγουδίστρια της Νίκης τη Σοφία Βέμπο να τραγουδάει το:

«Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου

κι όσο μπορείς κρατήσου

και στα παλιά παπούτσια σου

γράψε ότι λέν οι εχθροί σου.

Κάνε κουράγιο Ελλάδα μας

μη μας αρρωστήσεις

γιατί το θέλει κι ο θεός

να ζήσεις και θα ζήσεις»

Και μας έλεγε: «Aκούσατε παιδιά μου τη Βέμπο μας; κάντε κι εσείς κουράγιο, μαζί με την Ελλάδα μας!»

Η μάνα Βλάχα είχε μέσα της το ελληνικό μεγαλείο.

Έτσι με τον τρόπο αυτόν γευόμασταν τον εθνικό παλμό, την αναπτέρωση του ηθικού μας, αισθανόμενοι φορές πως κι εμείς, αν και σχολιαρόπαιδα, να ήμαστε μαζί με τους λεβέντες – του πολέμου του Σαράντα.

*Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου του βλάχικου ιδιώματος το οποίο έχει κατατεθεί στην Ακαδημία Αθηνών.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ