Γράφει ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος Δημοσιογράφος – Δημοσιολόγος.
Πολλοί ποιητές πέθαναν κατά την ιταλογερμανική κατοχή, όπως ο Παλαμάς.
Ένας μόνο πέθανε κατά τη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου. Ο Γιώργος Σαραντάρης. Δύο συστρατιώτες του διηγούνται στην Ολυμπία Καράγιωργα (Σημ. Οι μαρτυρίες τους υπάρχουν στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της «Γιώργος Σαραντάρης ο Μελλούμενος» (Εκδ. Δίαυλος, Αθήνα, 1995, σ.372 κ.ε.) το πώς θυσιάστηκε στα βουνά της Πίνδου.
• Ο ένας διηγείται:
«Περάσαμε την Κλεισούρα, τη φοβερή Τρεμπεσίνα, αυτό το γυμνό, άγριο βουνό…Πολλές φορές συναντηθήκαμε με τον Σαραντάρη στα λασποχώρια από όπου περνούσαμε. Είμασταν εξουθενωμένοι και οι δυό. Πολύ περισσότερο όμως εκείνος. Δεν είχε, από την αρχή, πολλά αποθέματα αντοχής. Κάποτε βρέθηκα στο Κιλαρίτσι. Σε κάτι στάβλους είδα τον Σαραντάρη καθισμένο κάτω στο χώμα σε φοβερή εξάντληση. Ήταν χλωμός, αδύναμος. Τα μάτια του φωσφόριζαν παράξενα. Τον πλησίασα. Θυμάμαι ότι γονάτισα να του μιλήσω καθώς ήταν καθισμένος. “Έχεις τίποτα να μου δώσεις να φάω;” μου είπε.
Έψαξα το σακίδιο. Βρήκα ένα κομμάτι ξερή κουραμάνα. Τούδωσα. Ύστερα με κόπο ανέσυρε από τον χιτώνα του ένα μάτσο χαρτιά. Το πρώτο που μούδειξε χαμογελώντας ήταν ιατρική γνωμάτευση, που τον έστελνε στο νοσοκομείο στα Γιάννενα… Το δεύτερο ήταν ένα ποίημα…».
• Ο δεύτερος συστρατιώτης του τον βρήκε να στέκεται ακίνητος στην ερημιά. Έτρεξε κοντά του. Από κοντά ο Σαραντάρης τον γνώρισε. «Έχασα τα γυαλιά μου» του είπε. «Δεν βλέπω τίποτε…». «Μη φοβάσαι μωρέ Γιώργο -του απάντησε- άνθρωποι είμαστε, ό, τι χρειαστεί εγώ θάμαι κοντά σου». Ο Σαραντάρης δεν αντέδρασε. Ήταν εξουθενωμένος. Τον κράτησε από την πλάτη και τον βοήθησε να κατέβουν τη χαράδρα. Δεν είχε δύναμη. Τον κρατούσε.
Κάπου κάτω από τα κάτασπρα έλατα, ψευτοκατασκήνωσαν. Οι δικοί του προχώρησαν. Τους άφησε. Δεν μπορούσε να αφήσει μόνο τον Σαραντάρη. Του έδωσε λίγο ψωμί, που το έφαγε δύσκολα. Τον είδε τόσο εξαντλημένο και σκέφθηκε: «Πού να πάει ο Σαραντάρης χωρίς μάτια και ποιόν να ακολουθήσει;»…
Εξαντλημένος μεταφέρθηκε στα Γιάννενα, όπου οι εκεί γιατροί δεν μπόρεσαν κάτι να του προσφέρουν και μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου απεβίωσε στις 25 Φεβρουαρίου 1941 και δεν έζησε την υπό Γερμανούς και Ιταλούς κατοχή.
Ο φίλος του Σαραντάρη ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος έγραψε για το τέλος του Σαραντάρη: «Άρρωστος βαριά, ύστερα από τον υποσιτισμό και τις κακουχίες του επάνω στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, όπου υπηρετούσε ως απλός στρατιώτης, ενταγμένος παρά την μυωπία του, σε μονάδα πρώτης γραμμής του Μετώπου, ήταν γαλήνιος ενώπιον του θανάτου και ψιθύριζε προς τους παραβρισκόμενους δύο νέους που τον θαύμαζαν, παραινέσεις για εμμονή στον δρόμο της αρετής, υψωμένος ήδη στη σφαίρα της αγιότητας».
Επίσης ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος μιλώντας στο Λεωνίδιο, ιδιαίτερη πατρίδα του Σαραντάρη και σε εκδήλωση για τον ποιητή, τόνισε μεταξύ άλλων: «Θυμόμαστε τον Γιώργο Σαραντάρη, τον κρατούμε στη μνήμη μας και ειδοποιούμε τους νέους να τον κρατήσουν στην ψυχή τους, γιατί υπήρξε αληθινός Έλληνας…».