Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή.
Κάθισα στο γκρίζο παγκάκι της πλατείας και άφησα τη µατιά να ταξιδέψει στο µεγαλείο της δύναµης των κίτρινων φύλλων, που µουρµούριζαν ένα παράξενο χαιρετισµό, καθώς αποµακρύνονταν από τα δέντρα για να ξεψυχήσουν στο υγρό πεζοδρόµιο. Η άγρυπνη πνοή του φθινοπώρου, µε ανυπόταχτη χάρη µε πλησίαζε στο πρόσωπο, µε χάιδευε χωρίς να µε αγγίζει και µετά χανόταν στον ιδρωµένο δρόµο, στο διψασµένο χώµα των κήπων, στους βαρετούς χαιρετισµούς των περαστικών και στην κρύα µοναξιά που φώλιαζε τριγύρω, γράφοντας τη δική της πολύπικρη ιστορία. Πολλά µικρά πουλιά, κρυµµένα στα γυµνά κλαδιά των δέντρων που µε έκρυβαν, µου φάνηκε ότι είχαν ξεκινήσει σπουδαία συνοµιλία µε το σοφό ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ. Και εγώ κρυφάκουγα όλα αυτά που έλεγαν:
■ ■ ■
Εγώ, είπε, ήρθα για να βάλω µια τάξη ”στα κακά και ανάποδα”, που συµβαίνουν στη φύση. Τα λόγια µου είναι γεµάτα αφυπνιστικά µηνύµατα. Πιστεύω ότι τίποτα δεν πρέπει να κρατά στη φύση για πολύ καιρό, δηλαδή, να έχει µεγάλη διάρκεια· και αυτό το καλοκαίρι που τώρα φεύγει, το παράκανε λες και ήταν ατέλειωτο. Ο ήλιος έκαιγε ηµέρα και νύχτα σαν καµίνι, και οι φωτιές που ξέσπασαν απλώθηκαν παντού, έχοντας τραγικές συνέπειες. Κατέκαψαν βουνά και λαγκάδια, οροπέδια και εύφορες πεδιάδες, περιουσίες, καλλιέργειες, ζώα, ακόµα και ανθρώπους. ∆ροσιά για ν’ ανασάνεις δεν εύρισκες πουθενά και οι άνθρωποι βάδιζαν στους δρόµους σαν υπνωτισµένοι, λες και εκτελούσαν φοβισµένοι τις εντολές του βασιλιά ήλιου, που αδιάφορος έκαιγε τα πάντα στον περίπατό του. Και το χειρότερο είναι, ότι µετά από τις ολέθριες πυρκαγιές του καλοκαιριού, σαν απρόσµενα σκιάχτρα του χρόνου, που ξεστράτισαν στο δρόµο τους και στην εποχή τους, ήρθαν και δυνατές πληµµύρες που, ξεκινώντας από τα βουνά µε δυνατή ορµή, έψαξαν και βρήκαν τα σκεπασµένα µε πολυκατοικίες -πριν από πολλά χρόνια- µικρά και µεγάλα ποτάµια, που είχαν “αποκοιµηθεί”, κάτω από πολλά κτίσµατα. Τα γκρέµισαν όλα στο πέρασµά τους, τα παρέσυραν και τα σκόρπισαν στη φουρτουνιασµένη θάλασσα, αφήνοντας πίσω τους αδικαίωτες ώρες αγωνίας και πολλά δάκρυα.
Εγώ, το µελαγχολικό ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ -όπως µε φωνάζουν- ήρθα στην ώρα µου για να δροσίσω και να στεγάσω πάλι από την αρχή, τα όνειρα και τις ελπίδες των ανθρώπων. Τώρα µ’ εµένα κοντά σας, θαρρώ ότι το δροσερό βοριαδάκι και οι ήρεµες σταγόνες της βροχής που σας στέλνω µε τα πρωτοβρόχια, µαρτυρούν ότι οι ανάσες µας στις βαριές ώρες της ηµέρας, που ήταν πριν τόσο δύσκολες, τώρα έχουν γίνει πιο εύκολες και καθαρές. Αυτό βεβαιώνει και το θλιµµένο γαλάζιο χαµόγελο τ’ ουρανού, αν και απρόβλεπτα, ντύνεται µε γκρίζο χρώµα, και συχνά το διατρέχουν αθόρυβες αστραπές που ανοίγουν χρυσές και κόκκινες πληγές που αιµορραγούν στο σώµα του.
Είναι γνωστό, ότι εγώ το ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ, είµαι ο δρόµος της µετάβασης, που σας φέρνει από το καλοκαίρι στον χειµώνα. Και αυτό σας στεναχωρεί γιατί σκεπτόσαστε τις βροχές, τα κρύα, τα χιόνια και όλα αυτά τα δύσκολα που φέρνει στην πλάτη του ο χειµώνας, και σας κάνει να γυρίζετε όλοι “προς τα µέσα” του εαυτού σας, όχι µόνο σωµατικά αλλά και στην ψυχή, εκεί που παραµονεύει µια αλλόκοτη µελαγχολία. Βέβαια φταίει και αυτό το παράξενο γκρίζο χρώµα του ουρανού, αλλά και η εξαφάνιση του ήλιου, που πεισµατικά παίζει το δικό του “κρυφτό”. Τη µια στιγµή λάµπει, και την άλλη χάνεται πίσω από τα σύννεφα. Ακόµα φταίει και η θερµοκρασία που πολύ συχνά κατηφορίζει και σε κάνει να ψάχνεις τρέµοντας από το κρύο να βρεις ποια ζεστά ρούχα να φορέσεις. Και µαζί µε όλα αυτά, σου φαίνεται ότι µικραίνει απότοµα η ηµέρα και µεγαλώνει η νύχτα, και εσύ δεν µπορείς να χαρείς τον ύπνο σου, αφού το ξυπνητήρι όταν αρχίσει να χτυπά το πρωί δεν έχει σταµατηµό, µέχρι να σε αναγκάσει ν’ αφήσεις τη θαλπωρή του κρεβατιού και να σηκωθείς τρέχοντας για να τα προλάβεις όλα.
Κάνοντας έναν ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ περίπατο στη φύση, τώρα προσέχεις ότι και αυτή έχει αλλάξει χρώµατα. Χάθηκαν τα ζωντανά και χαρούµενα χρώµατα, δίνοντας τη θέση τους στο γκρίζο, στο καφέ σε όλες του τις αποχρώσεις, και στο κίτρινο, ενώ τα φυλλοβόλα δέντρα έχουν χάσει όλο το πράσινο φύλλωµά τους αφήνοντας πένθιµους µαύρους και γυµνούς τους κορµούς και τα κλαδιά τους. Ακόµα και ο σκαντζόχοιρος που τον είχες συντροφιά στο χωριό κι αυτός χάθηκε, γιατί έχει πέσει σε χειµερία νάρκη.
Πολύ συχνά συννεφιάζει µαζί µε τον ουρανό και το πρόσωπό σου. Θυµάσαι εκείνη την υπέροχη θάλασσα του καλοκαιριού που σ’ αγκάλιαζε τρυφερά για πολλές ώρες κάθε µέρα και δε σ’ άφηνε να φύγεις από κοντά της. Θυµάσαι την ατσαλάκωτη οµορφιά της, τα γαλαζοπράσινα απαλά της χρώµατα, τις χρυσαφένιες ακτίνες του ήλιου που την έντυναν στο χρυσάφι τους, και τους λευκούς γλάρους που κάθε τόσο χαµήλωναν, τη φιλούσαν και -θαρρείς µε ντροπή- έφευγαν βιαστικά. Θυµάσαι τις χαρούµενες φωνούλες και τα πλατσουρίσµατα των παιδιών, τα ασταµάτητα τακ-τακ από τα χτυπήµατα της ρακέτας των νέων, και το αθόρυβο και βιαστικό κρυφτό των ζευγαριών στο βυθό, για ένα βιαστικό φιλί. ∆εν έχεις άδικο να µελαγχολείς!
Κι εγώ ακόµα το ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ, όταν τα σκέπτοµαι όλα αυτά µελαγχολώ περισσότερο! Τώρα η θάλασσα, αναστατωµένη και σκοτεινή, χτυπιέται από παντού µε τα ασπρισµένα κύµατα, ταράζεται, σκορπίζει, και ο αφρός της οργής της φτάνει µέχρι έξω στην παραλία. Όλα αυτά είναι αλήθεια κι εγώ το φθινόπωρο καταλαβαίνω αυτή τη µελαγχολία που φέρνω στους ανθρώπους…
Όµως, ας µη µένουµε µόνο σ’ αυτά, γιατί κι εγώ σας φέρνω και σας δίνω πολλά και όµορφα πράγµατα. Και πρώτα-πρώτα, είµαι η εποχή της συγκοµιδής! Ωριµάζουν τα φρούτα, τα λαχανικά και τα δηµητριακά. Οι καρποί της γης φέρνουν µεγάλη χαρά, και ας είναι αυτή η χαρά ανακατεµένη µε οµίχλη και µελαγχολία για τις σκληρές καιρικές συνθήκες του χειµώνα που …παραµονεύει.
Θα µπορούσαµε να σηµειώσουµε κάποια πράγµατα που συµβαίνουν µόνο σε ‘µένα το φθινόπωρο. Και αυτά είναι:
Ο Κeats, µε ονόµασε: «Εποχή της οµίχλης και της ώριµης καρποφορίας», και είχε µεγάλο δίκιο.
Είµαι διάσηµο, για τις περιόδους της πλούσιας, πρώτης συγκοµιδής.
Για τον γυρισµό των φύλλων, στα έρηµα κλαδιά των δέντρων.
Για τις χαµηλές θερµοκρασίες, που θολώνουν τα τζάµια και τις ψυχές των ανθρώπων.
Για τις σκοτεινές νύχτες, που ψάχνεις άδικα µέσα στο σκοτάδι να βρεις το νιογέννητο φως της αυγής.
Για τις ηµέρες, που φεύγουν τρέχοντας και δεν προλαβαίνεις να κάνεις πολλά.
Τέλος, η Ελληνική Μυθολογία γράφει, ότι εγώ το ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ, ξεκίνησα να υπάρχω, όταν ο Άδης έκλεψε την Περσεφόνη για να την κάνει βασίλισσα του Κάτω Κόσµου. Επάνω στη στενοχώρια της, η µητέρα της Περσεφόνης, η ∆ήµητρα, η θεά της συγκοµιδής, έκανε όλες τις καλλιέργειες να πεθάνουν, µέχρι να επιτραπεί στην κόρη της να επιστρέψει, πράγµα που έγινε την Άνοιξη!
■ ■ ■
Εδώ το ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ, τελείωσε τη συνοµιλία του µε τα µικρά πουλιά, που έτσι έµαθαν πολλά υπέροχα πράγµατα που δεν τα γνώριζαν.
Τώρα η σιωπή, σαν θολό δίχτυ, έχει απλωθεί στην πλατεία, κι εγώ καθώς καληνυχτίζω το φιλόξενο παγκάκι, φέρνω στη σκέψη µου ένα όµορφο ποίηµα του ποιητή µας Νίκου Καρούζου, που λέει:
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Να µη λυπάσαι που πέφτουν
τα φύλλα φθινόπωρο.
Η δική σου τρυφερότητα
θα τα φέρει και πάλι στα δέντρα.
∆άκρυα µη χαλνάς.
Όλοι ανήκουµε στην Ανάσταση!