Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
spot_img

Ημέρες φρίκης στη Γάζα: H οργή του πολέμου

Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή.

Συχνά χρησιμοποιούμε μικρές και απλές λέξεις σε σύντομες προτάσεις, που ανάλογα με τον τόπο, τον χρόνο, τα γεγονότα και τις καταστάσεις που τις εγκλωβίζουν, μπορεί να μας κάνουν κοινωνούς σε σημαντικά γεγονότα, που ήταν αδύνατο να τα προβλέψουμε από την αρχή. Για παράδειγμα γράφουμε τη φράση: «Εμείς δεν κάναμε τίποτα κακό…»

Όμως, αυτή η απλή φράση πνιγόταν και χανόταν και έσβηνε κάθε τόσο στα αναφιλητά, στους γκρίζους καπνούς, στη σκόνη και στις λάσπες, αλλά και στα μουτζουρωμένα δάκρυα του μικρού αγοριού που ασταμάτητα αυλάκωναν το χλωμό του πρόσωπο. Σήκωνε ψηλά στον ουρανό, σε στάση προσευχής και ικεσίας τα δυο του χέρια που τρεμούλιαζαν και λύγιζαν, καθώς οι πληγές από τα θραύσματα των όπλων του πολέμου ήταν ακόμα νωπές και αιμορραγούσαν τυλιγμένες με βρώμικα κουρέλια. Το παιδί χαμένο σ’ έναν δικό του ανατριχιαστικό φόβο, επαναλάμβανε την ίδια πονεμένη φράση, που δυστυχώς κανείς ούτε την πρόσεχε ούτε ήθελε να την ακούσει: «Εμείς δεν κάναμε τίποτα κακό…»

Γύρω, η φρίκη του πολέμου, κάλπαζε αδιάφορη επάνω στα χαλάσματα της ασχήμιας των πράξεών της, της ντροπής και της εμπάθειας. Ποιος άραγε μπορεί να σταματήσει και να εξωραΐσει αυτό το μακάβριο σκοτάδι του πολέμου στις αντίπαλες χώρες που διψούν για αίμα δικαίωσης (;) και ακόμα περισσότερο αίμα, μήπως και ξεδιψάσουν την οργή που κοχλάζει μέσα στο «είναι» τους και τους μεταμορφώνει σε άγρια πεινασμένα ζώα της ζούγκλας;

Εμείς οι τηλεθεατές, χιλιόμετρα από τους ματωμένους τόπους του ολέθρου, με τα μάτια κολλημένα στην οθόνη, λέμε ότι «λυπούμαστε πολύ για την παρακμή της ειρήνης και της αλήθειας…» και ανταλλάζουμε κριτικές, εικόνες, διαλόγους και ανόητες συζητήσεις, που όσο και να ψάξουμε στην κοινωνία των ζώων δεν θα τις συναντήσουμε πουθενά, γιατί -όπως έχουμε μάθει- «ο άνθρωπος από τότε που γνώρισε πολύ καλά τον εαυτό του, προτίμησε ν’αγαπήσει τα ζώα».

Και από λύσεις, προτάσεις, βοήθειες και υποσχέσεις, και ό,τι άλλο ακόμα μπορεί να φανταστεί ο νους, όλοι προσφέρουν απλόχερα τα πάντα, απαιτώντας, δήθεν, «άμεση κατάπαυση του πυρός και ειρήνη», την ίδια ώρα που εφοδιάζουν με άκρα μυστικότητα και τους δύο εμπλεκομένους σ’αυτόν τον πόλεμο, με όπλα τελευταίου τύπου και άλλα σύγχρονα μηχανήματα του θανάτου για να φαγωθούν μεταξύ τους, την ίδια ώρα που αυτοί κρυφά θα πλουτίζουν ακριβοπουλώντας τον θάνατο.

Όμως στο τέλος, κανείς δεν θα γνωρίζει ποιος έχασε και ποιος κέρδισε σ’ αυτόν τον πόλεμο, γιατί είναι γνωστό ότι σε κάθε πόλεμο, το πρώτο θύμα είναι η ΑΛΗΘΕΙΑ».

« Ένας διάλογος στα ερείπια του πολέμου». Ο διάλογος των δύο αντρών ήταν βραχνιασμένος και σιγανός. Μόλις που μπορούσα ν’ ακούσω τι έλεγαν. Κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλον -ανάμεσα σε πολλούς- και έσφιγγε προστατευτικά ο καθένας στην αγκαλιά από ένα μεγάλο δέμα τυλιγμένο με λευκό σεντόνι, που έγραφε επάνω ένα όνομα και έναν αριθμό.

Για την ημέρα αυτή, μόλις είχε ολοκληρωθεί η αναγνώριση των νεκρών θυμάτων αυτού του φρικτού πολέμου, και όποιος άκουγε το όνομά του, άρπαζε με λαχτάρα ανείπωτου πόνου και απελπισίας, τον δικό του νεκρό άνθρωπο τυλιγμένο σ’ ένα μεγάλο λευκό δέμα. Τώρα, οι κραυγές, οι κατάρες, και τα ουρλιαχτά της ατέλειωτης οργής που ακούγονταν τόσες βάρβαρες ώρες και ημέρες αναμονής, είχαν βασανιστικά σωπάσει.

Ο ένας από τους δύο άντρες έσκυψε προς τον άλλον και ρώτησε με φωνή που έσβηνε στον λαιμό:

– Εσύ ποιον κρατάς; ρώτησε, και η απάντηση ήρθε κοφτή και γρήγορη, βαθιά κρυμμένη μέσα σ’ έναν βαθύ αναστεναγμό:

– Είναι η μοναχοκόρη μου, μόλις είκοσι χρονών. Την πρόλαβε η σφαίρα. Ευτυχώς, τώρα είναι νεκρή. Γλίτωσε τους βιασμούς και τα βασανιστήρια…

Ακολούθησε σκοτεινή σιωπή και όλες οι λέξεις που ακούστηκαν, πήραν την εξομολογητική έκφραση της καρδιάς και απέκτησαν μια παράξενη σημασία και ένταση.

Ο άλλος πατέρας, που έμοιαζε ότι η σκέψη του τόση ώρα είχε ξεστρατίσει σ’ έναν άλλο δικό του διαφορετικό κόσμο, μουρμούρισε δείχνοντας το άσπρο δέμα που κρατούσε:

– Αυτός είναι ο γιος μου, τριάντα χρονών παλικάρι. Είναι ο μηχανικός που είχε οργανώσει και επιμεληθεί τους χώρους του Φεστιβάλ, που έγινε η φρικτή επίθεση των τρομοκρατών…Σώπασε για λίγο και συνέχισε με λυγμούς: Είχε τελειώσει τη δουλειά του, αλλά τον ειδοποίησαν να επιστρέψει για μια βλάβη που παρουσιάστηκε στο ρεύμα και αυτός επέστρεψε και ενώ είχε τακτοποιήσει τα πάντα και το γλέντι και χορός είχαν κορυφωθεί, μετά από λίγη ώρα έγινε το κακό… Όρμησαν οι τρομοκράτες και κατέσφαξαν τον κόσμο… Τώρα κρατώ το παιδί εδώ, επάνω στο στήθος μου, και του λέω ότι δεν έπρεπε να γυρίσει πίσω.

Ύστερα σταμάτησε για λίγο κομπιάζοντας, πήρε μια βαθιά ανάσα και πρόσθεσε:

– Ελπίζω να μην υπέφερε πολύ και ο θάνατος του να ήταν γρήγορος… Έμαθα, ευτυχώς, ότι πέθανε αμέσως και δεν πρόλαβαν να τον βασανίσουν. Νιώθω ότι ο γιος μου είναι εδώ…πλανάται γύρω μου στον αέρα, όπως τα σπουργίτια!»

Δεν πιστεύω στη ζωή μας να υπάρχει άλλη τέτοια παρόμοια περίπτωση, εκτός από έναν ανατριχιαστικό πόλεμο, όπως αυτόν, που ένας γονιός μπορεί να ευχηθεί στο παιδί του, που είναι γεμάτο νιάτα ομορφιά και δύναμη, να έχει «έναν γρήγορο θάνατο». Αυτό που μάθαμε από τη ζωή, και το επαναλαμβάνουμε συχνά, είναι η γνωστή φράση:

«Ευχή είναι, το παιδί να θάβει τον γονιό του, και ποτέ ο γονιός να θάβει το παιδί του». Όμως ο πόλεμος δεν γνωρίζει τέτοιες λεπτομέρειες, και δεν κάνει επιλεκτικές διακρίσεις.

Τέλος, ας διαβάσουμε στο ποίημά μου, που ακολουθεί, πώς και εγώ «Άκουσα τον πόλεμο»

Άκουσα τον πόλεμο

Τούτη τη νύχτα, άκουσα, τα ουρλιαχτά των σκύλων

να κομματιάζουν τον υγρό αγέρα.

(-)

Άκουσα, φωτιά να καίει της μοίρας την παλάμη 
κι η θάλασσα να παύει ξαφνικά να παίζει φυσαρμόνικα.

(-)

Άκουσα, τα νυχτοπούλια να προσεύχονται

στα όστρακα, στο φεγγάρι. Κι οι έρημες ακτές

ν’ αναταράζονται απ’ τα πνιγμένα ρίγη.

Τούτη τη νύχτα …άκουσα τον πόλεμο.

(-)

Τούτη τη νύχτα είδα, τα όνειρα των κοριτσιών

να γίνονται αιθάλη του καπνού και θρήνος

και το χρυσό σπαθί του Ωρίωνα

να σχίζει στήθια μητρικά.

(-)

Είδα, αδύναμους τους γρύλους

να σφαδάζουν μεσ’ τ’ αλώνι και να ‘ναι

τ’ αημοκαπνισμένα λιόφυλλα κι οι κρίνοι

τάφος υγρός και στρώμα λουλουδιών.

(-)

Είδα, αθώους τ’ ουρανού αγγέλους

που ονειρεύτηκαν και μίλησαν για ειρήνη

να σβήνουν στης συμφοράς τη θάλασσα

με μια άγκυρα σφιγμένη στον διάφανο λαιμό.

(-)

Είδα, χαλάσματα γυμνά από γελαστούς ανθρώπους,

Άκουσα, θρήνους χρωματιστούς σ’ όλες τις γλώσσες.

Κι ένιωσα τη μπαρούτη

να ματώνει όλα τα φύλλα της καρδιάς μου.

(-)

…Τούτη τη νύχτα είδα και άκουσα τον ΠΟΛΕΜΟ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ