Κυριακή, 8 Σεπτεμβρίου, 2024

Πικραμύγδαλο στον καφέ

Γράφει η Ρίκα Χρυσανθοπούλου, Διηγηματογράφος

Χάραξε εδώ και λίγη ώρα. Η βροχή σταμάτησε. Στέκομαι στο παράθυρο της κουζίνας πριν ξυπνήσει το μουρμουρητό της πόλης. Τα φύλλα της λεμονιάς χαμογελούν δροσισμένα στον ήλιο που ανατέλλει αργά.

Στο αδειανό τραπέζι της κουζίνας, διαφεντεύει καταμεσής, το φλιτζάνι μου, στέλνοντας επιθετικά τριγύρω το άρωμα του καφέ. Αυτό το άρωμα που ξυπνά οριστικά το νου μου, ερεθίζει τις αισθήσεις μου, πολύτιμη σιωπηλή καλημέρα.

Ένα κατεργάρικο σπουργίτι, φουσκωτό και αγουροξυπνημένο, με κοιτά από το πρεβάζι. Τινάζει τις τελευταίες στάλες βροχής που κυλούν στο φτέρωμά του. Μια σουσουράδα με μακριά γκριζωπή ουρά και νευρικές κινήσεις, αρπάζει ένα έντομο από τα φύλλα της λεμονιάς κι εξαφανίζεται.

Πιάνω προσεκτικά το φλιτζάνι μου και πίνω την πρώτη γουλιά. Βάλσαμο η γεύση, πικρή η επίγευση. Στέκομαι ξανά στο παράθυρο με το φλιτζάνι στο χέρι, ευγνώμων επιβάτης και παρατηρητής της ζωής, όπως κάθε πρωί.

Το μικρό ραδιόφωνο στον πάγκο παραμένει παγωμένο, σιωπηλό. Από επιλογή. Με κούρασε. Με μπούχτισε. Μαζί με τον καφέ μου συνήθιζα χρόνια τώρα, να απολαμβάνω τα πρωινά δελτία ειδήσεων. Μέχρι που αγανάκτησα. Εκεί είναι που πρόσεξα και την πικρή επίγευση του καφέ. Φαρμάκι στον ουρανίσκο μου.

Διχογνωμίες για ανόητους, προκλήσεις και αντιφάσεις, βόμβες και μετρημένοι νεκροί σ’ ένα πόλεμο δίχως τέλος. Γυναικοκτονίες και αγριότητα. Κλοπές και βία. Νεκρά παιδιά, μετρημένα κι αυτά με ακρίβεια, σ’ έναν άλλο αιμοβόρο πόλεμο που κρατάει χρόνια. Χρηματιστήριο, φόροι και οικονομία. Ελπίδα πουθενά. Ισχνό το χαμόγελο των ακροατών. Μοιάζει γκριμάτσα.

Όλα αυτά, κάθε πρωί, έμοιαζαν θαρρείς με πικραμύγδαλα βουτηγμένα στον αρωματισμένο καφέ μου. Θύμιζαν στυφό κινίνο για αρρώστιες. Έτσι, για να αρχίσει πικρά η μέρα μου, φουσκωμένη στο καϊμάκι της ανασφάλειας, της ελεγχόμενης σκέψης, του φόβου και της θολούρας, κι όλα μαζί να κολυμπάνε στον καφέ μου σφηνωμένα στο κατακάθι. Κάθε μέρα, άκουγα ξανά και ξανά τα ίδια. Σαν να ήμουν ένα θύμα του χθες, που δεν θέλει να έχει ένα διαφορετικό αύριο. Ένα θύμα με τα μάτια κλειστά. Γι’ αυτό, το ραδιόφωνο στέκει αυστηρά παγωμένο, για καιρό. Υποτιμημένο. Από επιλογή.

Αναστενάζω κοιτάζοντας το μικρό σπουργίτι, που περιμένει υπομονετικά τα ψίχουλα από κάποιο κουλουράκι. Με παρατηρεί περίεργο και σιωπηλό. Απορημένο. Αμέτοχο σε όλες τις υπερβολές, τις ντροπές, τα σαπάκια που βιώνει ο κόσμος γύρω του.

Κι είναι ακριβώς αυτό που με μαγεύει στο βλέμμα του. Η δήλωσή του πως η Φύση λειτουργεί σιωπηλά γύρω του, με δημιουργική και προγραμματισμένη απάθεια. Η Φύση που ελάχιστοι παρατηρούν. Ο αέναος κύκλος της δεν διαταράσσεται από πολέμους, διχογνωμίες, ασθένειες και νεκρούς. Δεν αντιπαρατίθεται με τα ανθρώπινα πεπραγμένα, την ασχήμια των ειδήσεων καθημερινά, γιατί στέκει πάνω από αυτά.

Ακόμη και στη φωτιά σώζει τους σπόρους της. Ακόμη και στους κεραυνούς, ανασαίνει. Μας παρατηρεί με ασάλευτη σιγουριά, υπομονετική, ώσπου να περάσει η μπόρα. Γιατί, στις λακκούβες που ξεχειλίζουν βρόχινο νερό, στις λίμνες και τα σιντριβάνια, πάντα θα μπανιάρονται τιτιβίζοντας τα περιστέρια, τα σπουργίτια και τα κοτσύφια της. Ασφαλή και απροβλημάτιστα. Μα πάντα. Μάθαμε κάτι άραγε από αυτό;

Θα λάμπουν πάντα τα φτερά του αετού και της γερακίνας. Η ζούγκλα της, θα ταΐζει υπομονετικά, επίμονα και θα συντηρεί όσα καταστρέφει ο άνθρωπος. Πάντα. Και θα ζει μετά από μας, με την ίδια δημιουργική και προγραμματισμένη απάθεια, που της όρισε ο δημιουργός της. Σταθερά. Με ελπίδα παντοτινή.

Θα συνεχίζει, κάθε πρωί, χορεύοντας στα φυλλώματά της, στα τιτιβίσματα και τις μουσικές της, να χαιρετά τον ήλιο που ανατέλλει. Τον ήλιο που μας κρατά όλους ζωντανούς με το φως του, τη ζεστασιά του. Τον ήλιο που αντικρίζουμε και θεωρούμε όλοι δεδομένο, χαμένοι στις σκέψεις μας.

Γλιστρώ αργά το επάλληλο παράθυρο της κουζίνας ν’ ανοίξει και αφήνω με τη μεζούρα του καφέ, ένα βουναλάκι σουσάμι, στο σπουργίτι που μου κρατά συντροφιά. Σαν δώρο αγάπης και σπονδή στη Φύση, που μας αντέχει ακόμα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ