Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024

Προϋπολογισμός 2024: Προβλέψεις για ανάπτυξη 2,9%, πληθωρισμό 2,4% και ανεργία 10,6% το 2024

Άνοδο του ΑΕΠ κατά 2,9% από 2,4% εφέτος, προβλέπει το τελικό κείμενο του προϋπολογισμού που κατατέθηκε στη Βουλή από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

Παράλληλα, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 2,6% σε μέσα επίπεδα (από 3,9% εφέτος) και η ανεργία σε 10,6% (από 11,2%). Η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί κατά 1,3% (από 2,9% εφέτος), ενώ η δημόσια κατανάλωση θα μειωθεί κατά 1,6% (από 0,4%). Οι ιδιωτικές επενδύσεις, όπως είχε αποκαλύψει στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο υπουργός Κωστής Χατζηδάκης, θα αυξηθούν κατά 15,1% (από 7,1% εφέτος). Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα αυξηθούν κατά 5,6% (από 2,7% εφέτος), ενώ οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα αυξηθούν κατά 4,6% (από 2,2%).

Ειδικότερα, στην εισηγητική έκθεση αναφέρονται αναλυτικά τα εξής:

H ισχυρή ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας που αποτυπώθηκε στις εξελίξεις του 2022 και του 2023 προβλέπεται να επιβεβαιωθεί και το 2024, με τον οικονομικό κύκλο να διατηρείται σε φάση ανόδου με συνεπή και μεγάλη διαφοροποίηση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η ισχυρή δυναμική της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε θετικές επιδόσεις παρά την οικονομική αβεβαιότητα που αναμένεται να συνεχίσει να επικρατεί σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, ως απόρροια παραγόντων που αναλύθηκαν στις προηγούμενες ενότητες.

Θεμέλιο για τις θετικότερες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας έναντι της μέσης ευρωπαϊκής εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να αποτελεί το 2024 η προσήλωση στη συνετή δημοσιονομική διαχείριση, στην οποία θα στηριχθεί η περαιτέρω πορεία αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Η οικονομική απόδοση των εν εξελίξει διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα συμβάλλει στην ενίσχυση της δημοσιονομικής σταθερότητας και στην περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους.

Εντούτοις, στους τελευταίους εξωγενείς παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στην οικονομία περιλαμβάνονται η διεθνής οικονομική συγκυρία, λαμβανομένης υπόψη της προς τα κάτω αναθεωρημένης πρόβλεψης για τον ρυθμό ανάπτυξης στην ευρωζώνη το 2024, οι διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ (με αντίκτυπο στις χρηματοδοτικές συνθήκες του επόμενου έτους μέσω υστερήσεων) και η επίδραση στις τιμές ενέργειας εξαιτίας των γεωπολιτικών εξελίξεων, συνεκτιμώμενης της υψηλότερης τεχνικής υπόθεσης για τη διεθνή τιμή πετρελαίου, σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Την ίδια στιγμή οι πλημμύρες στη Θεσσαλία τον Σεπτέμβριο 2023 δρουν και αυτές ως εξωγενώς καθοριζόμενος αρνητικός παράγοντας για την ελληνική οικονομία.

Ωστόσο, αντισταθμιστικά προς τις ανωτέρω εξελίξεις λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό τα θετικά μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόζονται στα τέλη του 2023 και από τις αρχές του 2024, οι αποζημιώσεις των πληγέντων και οι αποκαταστάσεις των ζημιών από τις πρόσφατες καταστροφές καθώς και η αναμενόμενη θετική επίδραση της υλοποίησης του σχεδίου «Ελλάδα 2.0». Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω ανοδικών και καθοδικών επιδράσεων στο ΑΕΠ καθώς και των τελευταίων διαθέσιμων οικονομικών στοιχείων, η πρόβλεψη για τον ρυθμό ανάπτυξης του 2024 οδηγείται σε οριακή προς τα κάτω αναθεώρηση, κατά 0,1%, έναντι του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού 2024.

Ως εκ τούτου, η τρέχουσα πρόβλεψη για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2024 ανέρχεται σε 2,9% σε ετήσια βάση. Βάσει αυτής, το πραγματικό ΑΕΠ του 2024 αναμένεται να ανέλθει στο μεγαλύτερο ύψος της περιόδου μετά το 2010 (υπερβαίνοντας τα 200 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές), ενώ σε ονομαστικούς όρους αναμένεται να ανέλθει σε 233,8 δισ. ευρώ και να υπερβεί κατά 3,5% το μέσο επίπεδο της τελευταίας πενταετίας πριν την είσοδο της Ελλάδας στο πρώτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής.

Σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2024 αναμένεται να αποκλίνει προς τα πάνω κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες, διατηρώντας σχεδόν εξ ολοκλήρου το μέγεθος της αντίστοιχης θετικής απόκλισης που εκτιμάται σήμερα για το 2023 (1,8%, βάσει των προβλέψεων για την ΕΕ στις Φθινοπωρινές Οικονομικές Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Αυτό καταδεικνύει ότι οι εγχώριοι παράγοντες της οικονομίας, δηλαδή η εθνική οικονομική πολιτική και ο σχεδιασμός ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που εφαρμόζεται σήμερα στην Ελλάδα, συγκροτούν ένα ανάχωμα απέναντι στη συγκυριακή αστάθεια του διεθνούς περιβάλλοντος. Εκφάνσεις της δυναμικής αυτής αποτελούν οι προβλέψεις για τη συνεχιζόμενη επέκταση της αγοράς εργασίας και για ενεργό ζήτηση σε ιστορικό υψηλό των τελευταίων 14 ετών.

Σε επίπεδο των συνιστωσών του ΑΕΠ, έναντι του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού 2024, προκύπτει για το 2024 μικρή προς τα κάτω αναθεώρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εξαγωγών, ως απόρροια τόσο της χαμηλότερης εξωτερικής ζήτησης όσο και της οριακά ανοδικής αναθεώρησης της πρόβλεψης για τον ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος της, η καθοδική πίεση στις ως άνω συνιστώσες του ΑΕΠ αντισταθμίζεται από την αναμενόμενη επιτάχυνση υλοποίησης του σχεδίου «Ελλάδα 2.0», που ωθεί υψηλότερα τις επενδύσεις, από κοινού με την αποκατάσταση των υποδομών στις περιοχές που επλήγησαν από τις πλημμύρες τον Σεπτέμβριο 2023. Οι δαπάνες από επιχορηγήσεις και δάνεια του ΤΑΑ προβλέπεται το 2024 να επιταχύνουν τη συμβολή τους στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και στον μετασχηματισμό προς ένα παραγωγικό μοντέλο υψηλής προστιθέμενης αξίας, μέσω φιλόδοξων επενδύσεων (και των συναφών τους διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων) στους τομείς της πράσινης οικονομίας, του ψηφιακού μετασχηματισμού, του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, της εξαγωγικής ικανότητας, του ανθρώπινου κεφαλαίου και της αγοράς εργασίας.

Σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη προέρχεται από τις επενδύσεις, οι οποίες το 2024 αναμένεται να αυξηθούν με ρυθμό 15,1% (έναντι 12,1% στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού 2024). Ως απόρροια, το πραγματικό επενδυτικό κενό μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης προβλέπεται να μειωθεί το 2024 σε 5%, το χαμηλότερο ποσοστό για όλη την περίοδο από το 2010, όπως αποτυπώνεται στο

Κατά δεύτερον, η συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης, αν και με ηπιότερο ρυθμό σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, λόγω της αυξανόμενης στενότητας στην αγορά εργασίας (+0,9% το 2024 έναντι +1,4% το 2023), αναμένεται να συνεχίσει να στηρίζει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Σε αυτή τη βάση, η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση προβλέπεται για το 2024 να διατηρηθεί σε ανοδική τροχιά ύψους 1,3% σε ετήσια βάση, σε συμφωνία με την πρόβλεψη για ελαφρώς πιο αργή επαναφορά του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ.

Τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης της οικονομίας, με έναρξη εφαρμογής το 2024, δημιουργούν επιπλέον συνέργειες με τις ισχύουσες πολιτικές ενίσχυσης των εισοδημάτων και της οικονομικής δραστηριότητας, στοχεύοντας, όπως και η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, στη μείωση των ανισοτήτων και των στρεβλώσεων. Σημαντική ενίσχυση για το διαθέσιμο εισόδημα αναμένεται από τις αυξήσεις στο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, την εκ νέου αύξηση των συντάξεων, την άρση του «παγώματος» των τριετιών, την αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά, την αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος κατά 8%, την επέκταση του επιδόματος μητρότητας για αυτοαπασχολούμενους και αγρότες, το ετήσιο βοήθημα προς τους νέους (youth pass), την κατάργηση της συμμετοχής στο κόστος των φαρμάκων για τους πρώην δικαιούχους του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ) και από μία σειρά άλλων δημοσιονομικών μέτρων.

Παρά τη διατήρηση των τιμών σε υψηλό επίπεδο έναντι της περιόδου πριν την ενεργειακή κρίση, οι ανοδικές πληθωριστικές πιέσεις αναμένεται να εξομαλυνθούν περαιτέρω κατά τη διάρκεια του 2024, στο 2,6% κατά μέσο όρο. Η μικρή προς τα πάνω αναθεώρηση, έναντι της πρόβλεψης στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού 2024 (2,4%), απορρέει από τη μεγαλύτερη εκτιμώμενη επίδραση μεταφοράς του 2023, την εκτίμηση των διεθνών τιμών ενέργειας και την πιο αργή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού τους πρώτους μήνες του 2024, λόγω των επιπτώσεων των πρόσφατων καιρικών φαινομένων στην αγροτική παραγωγή. Αντίθετα, η σχετική σταθεροποίηση των τιμών στην ενέργεια αναμένεται να δράσει προς εξομάλυνση του ετήσιου ρυθμού πληθωρισμού το 2024.

Η συνεχιζόμενη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας αναμένεται να διαμορφώσει την ανεργία στο χαμηλότερο ποσοστό επί του εργατικού δυναμικού από το 2009, σε 10,6% βάσει της μεθοδολογίας της έρευνας εργατικού δυναμικού και σε 9,3% βάσει των εθνικών λογαριασμών. Βάσει των αναθεωρημένων στοιχείων εθνικών λογαριασμών για το 2022, τα 4,9 εκατομμύρια απασχολούμενων που προβλέπονται κατά μέσο όρο για το 2024, αντιστοιχούν σε ιστορικό υψηλό για όλη την περίοδο διαθέσιμων στοιχείων από το 1995, αντανακλώντας αντίστοιχη εικόνα για τους μισθωτούς (με αύξηση του αριθμού των τελευταίων κατά 1,0% το 2024 σε ετήσια βάση). Ο αριθμός των ανέργων αναμένεται να μειωθεί σε επίπεδα προ της οικονομικής προσαρμογής, παρά το εκτιμώμενο ιστορικά υψηλό ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού ηλικίας 15 – 64 ετών στο εργατικό δυναμικό (82,5%).

Εν μέσω της ελεγχόμενης δημοσιονομικής πολιτικής, η δημόσια κατανάλωση το 2024 αναμένεται να υποχωρήσει κατά 1,6% έναντι του 2023 (έτος για το οποίο ωστόσο εκτιμάται 6,7% υψηλότερα από το προ πανδημίας επίπεδο, σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ).

Η συμβολή του εξωτερικού τομέα στην πραγματική ανάπτυξη αναμένεται να κυμανθεί σε οριακά θετικό έδαφος (0,2% του ΑΕΠ, από 0,4% του ΑΕΠ στο προσχέδιο), με την αναθεώρηση να οφείλεται κυρίως στην επιβράδυνση των εξαγωγών αγαθών εξαιτίας της χαμηλότερης εκτιμώμενης ανάπτυξης στην ΕΕ και των χαμηλότερων εξαγωγών αγροτικών προϊόντων λόγω των καιρικών φαινομένων του προηγούμενου διαστήματος.

Ο όγκος των εισαγωγών αγαθών αναμένεται να έχει σημαντική αύξηση, 5,4% σε ετήσια βάση, σε σύνδεση με τις ανάγκες εισαγωγών για την πραγματοποίηση επενδύσεων του σχεδίου «Ελλάδα 2.0», την πραγματοποίηση έργων υποδομών στις περιοχές που επλήγησαν από τα καιρικά φαινόμενα το 2023 και την υποκατάσταση της απολεσθείσας αγροτικής παραγωγής των πληγεισών περιοχών προς κάλυψη των εγχώριων αναγκών. Σε εθνικολογιστικούς όρους, το έλλειμμα του ονομαστικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να επιβαρυνθεί ελαφρώς, ανερχόμενο ως ποσοστό του ΑΕΠ σε 5,4% από 5,0% το 2023, ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης του ισοζυγίου αγαθών.

Από την άλλη πλευρά, το πραγματικό ισοζύγιο υπηρεσιών προβλέπεται να έχει θετική επίδραση στο ΑΕΠ, ύψους 1,2 ποσοστιαίων μονάδων, η οποία υπερκαλύπτει την εξέλιξη στο ισοζύγιο αγαθών σε όρους όγκου, χάρη στην εκτιμώμενη αύξηση τόσο των πραγματικών εισπράξεων από τον εξωτερικό τουρισμό όσο και των εξαγωγών μεταφορών και λοιπών υπηρεσιών.

Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για τη διαμόρφωση του ρυθμού ανάπτυξης, τόσο για το 2023 όσο και για το 2024, συνοψίζονται στην περαιτέρω επιβράδυνση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας, στις δυσμενείς διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις, στη διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλότερα του αναμενομένου επίπεδα, στην όξυνση της ενεργειακής κρίσης, σε ακραία κλιματικά φαινόμενα, στη συνέχιση της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και στην εξέλιξη της απορρόφησης των κονδυλίων του ΤΑΑ.

Ανοδικά στον ρυθμό ανάπτυξης θα μπορούσαν να επιδράσουν η ενδεχόμενη ταχύτερη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η ευνοϊκότερη του αναμενομένου εξέλιξη της τουριστικής κίνησης, η περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας, οι επιπρόσθετες συνέργειες από την έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του ΤΑΑ καθώς και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Σημαντική παράμετρος για την επίτευξη των ανωτέρω μακροοικονομικών στόχων είναι η γρήγορη αποκατάσταση της παραγωγικής δραστηριότητας που επλήγη από τις πρόσφατες πλημμύρες, αλλά και η πρόβλεψη έναντι αντίστοιχων μελλοντικών φαινομένων, καθώς η κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί ένα παροδικό φαινόμενο. Για αυτόν τον σκοπό η κυβέρνηση λαμβάνει σήμερα επιπρόσθετα μέτρα και πραγματοποιεί σημαντικές επενδύσεις, μέσω εθνικών και συγχρηματοδοτούμενων πόρων, σε τέσσερα επίπεδα: α) στην κλιματική μετάβαση και απανθρακοποίηση, β) στην ανάπτυξη ανθεκτικών υποδομών σε ακραία καιρικά φαινόμενα, γ) στη σημαντική ενίσχυση της πολιτικής προστασίας και της πρόληψης και δ) στη θωράκιση της εθνικής οικονομίας από τις συνέπειες φυσικών καταστροφών, μέσω της πρόβλεψης σχετικών μόνιμων κονδυλίων στον προϋπολογισμό, την ενίσχυση της ασφάλισης καθώς και της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας της κρατικής αρωγής.

Oι προτεραιότητες του Προϋπολογισμού 2024

Ο σχεδιασμός για το 2024 στρέφεται στην εισαγωγή σημαντικών μεταρρυθμίσεων που θα οδηγήσουν στην περαιτέρω ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, διασφαλίζοντας παράλληλα την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, αναφέρεται στον νέο προϋπολογισμό της Γενικής Κυβέρνησης. Οι μεταρρυθμίσεις έχουν ως βασικούς στόχους την αύξηση των εισοδημάτων των απασχολούμενων, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική δεδομένων των αναπόφευκτων ανατιμήσεων ως συνέπεια της ενεργειακής κρίσης, την ενίσχυση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων καθώς και τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, προκειμένου να κατανεμηθούν ορθότερα τα φορολογικά βάρη στους πολίτες και τις επιχειρήσεις.

Οι παρεμβάσεις που θα υλοποιηθούν σε σχέση με την ενίσχυση των εισοδημάτων περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:

*την αύξηση, για πρώτη φορά μετά την πάροδο πολλών ετών, των μισθών και των επιδομάτων των δημοσίων υπαλλήλων από τον Ιανουάριο 2024,

*την άρση του «παγώματος» των τριετιών στους μισθωτούς,

*την αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά,

*την αύξηση κατά 8% του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος,

*τη νέα αύξηση των συντάξεων με βάση τον μέσο όρο της αύξησης του ΑΕΠ και του πληθωρισμού καθώς και

*την κατάργηση της μείωσης των συντάξεων κατά 30% όσων συνταξιούχων εργάζονται και την αντικατάστασή της με εισφορά 10% επί των αμοιβών από την εργασία, ενώ για τον στόχο της αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής θα υλοποιηθούν ποικίλες δράσεις, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:

*την ολοκλήρωση της διασύνδεσης των ταμειακών μηχανών με τα POS,

*την καθολική εφαρμογή των ηλεκτρονικών βιβλίων (myData),

*την επέκταση της υποχρέωσης κατοχής συστήματος ηλεκτρονικών πληρωμών (EFT/POS) στους λοιπούς κλάδους της λιανικής αγοράς,

*την πληρωμή των προνοιακών επιδομάτων μέσω πιστωτικών καρτών,

*τη μεταρρύθμιση του συστήματος φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων, και

*την υποχρέωση αγοραπωλησίας ακινήτων μόνο με τραπεζικά μέσα πληρωμής και την αύξηση του προστίμου για αγορές με μετρητά άνω των 500 ευρώ.

Επιπλέον, περιλαμβάνονται δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την ενεργειακή κρίση και για την αντιμετώπιση των υποχρεώσεων εξαιτίας των φυσικών καταστροφών (πυρκαγιές, πλημμύρες) που έλαβαν χώρα το 2023, με τη λήψη άμεσων μέτρων για την αποκατάσταση της περιουσίας των πληγέντων και των υποδομών. Επίσης, επειδή η κλιματική κρίση συντελεί στη συχνότερη εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων, η εφαρμογή μόνιμων μέτρων για τη θωράκιση της χώρας απέναντι σε αντίστοιχα φαινόμενα αποτελεί βασική προτεραιότητα.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις για το 2024, το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης σε δημοσιονομική βάση προβλέπεται να διαμορφωθεί σε πλεόνασμα ύψους 4.991 εκατ. ευρώ ή 2,1% του ΑΕΠ. Σημειώνεται ότι το 2024 χαρακτηρίζεται από την άρση της ενεργοποίησης της γενικής ρήτρας διαφυγής του ΣΣΑ. Η ονομαστική αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών που χρηματοδοτούνται από εθνικούς πόρους εκτιμάται για το 2024 στο 0,4%, σε πλήρη συμμόρφωση με τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την άνοιξη του 2023 (κατά την αξιολόγηση του Προγράμματος Σταθερότητας 2023 της χώρας) για συνετή δημοσιονομική πολιτική.

Ανάλυση εσόδων αποκρατικοποιήσεων

Τα ταμειακά έσοδα αποκρατικοποιήσεων που αναμένεται να πραγματοποιηθούν μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, προβλέπονται στο ποσό των 5.771 εκατ. ευρώ και διακρίνονται ως εξής:

*ποσό 4.653 εκατ. ευρώ αφορά σε συμβάσεις παραχώρησης που περιλαμβάνεται στις κατηγορίες «Πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών» και «Λοιπά τρέχοντα έσοδα» (μη χρηματοοικονομικές συναλλαγές),

*ποσό 23 εκατ. ευρώ αφορά σε πωλήσεις παγίων που περιλαμβάνεται στην κατηγορία «Πωλήσεις παγίων περιουσιακών στοιχείων» (μη χρηματοοικονομικές συναλλαγές), και

*ποσό 1.095 εκατ. ευρώ αφορά σε πωλήσεις μετοχών διαφόρων εταιρειών με μέτοχο το Δημόσιο ή/και το ΤΑΙΠΕΔ και περιλαμβάνεται στην κατηγορία 45 «Συμμετοχικοί τίτλοι και μερίδια επενδυτικών κεφαλαίων» (χρηματοοικονομικές συναλλαγές).

Διορισμοί τακτικού προσωπικού

Το 2024 οι νέοι διορισμοί και οι προσλήψεις αναμένεται να ανέλθουν περίπου στις 20.000, στις οποίες περιλαμβάνονται οι εκτιμώμενες προς υλοποίηση προσλήψεις με βάση τον προγραμματισμό προσλήψεων έτους 2024 (συμπεριλαμβανομένων των εισαγωγών σε παραγωγικές σχολές ένστολων) καθώς και προσλήψεις (εντός του κανόνα 1:1) που δεν υλοποιήθηκαν κατά τα προηγούμενα έτη. Από το σύνολο των εγκεκριμένων προσλήψεων τακτικού προσωπικού το μεγαλύτερο μέρος κατευθύνεται σε δύο κρίσιμους τομείς του κράτους, της υγείας και της κλιματικής κρίσης, με τις εγκρίσεις προσλήψεων να φτάνουν τις 6.500 στο υπουργείο Υγείας και 990 στο υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, αντίστοιχα.

Για την κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους της προβλεπόμενης δαπάνης από τους νέους διορισμούς και προσλήψεις για το 2024, έχουν ενσωματωθεί πιστώσεις ύψους 155 εκατ. ευρώ στις «Γενικές Κρατικές Δαπάνες» του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

Αποχωρήσεις τακτικού προσωπικού περιόδου

Οι αποχωρήσεις λόγω συνταξιοδότησης τακτικών υπαλλήλων, η μισθοδοσία των οποίων βαρύνει απευθείας τον τακτικό προϋπολογισμό, παρουσιάζονται αυξημένες την τελευταία τριετία. Το 2022, βάσει απολογιστικών στοιχείων, αποχώρησαν συνολικά 14.571 τακτικοί υπάλληλοι, εκ των οποίων το 39% από το υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, το 24% από το υπουργείο Υγείας και το 21% συνολικά από τα υπουργεία Εθνικής ‘Αμυνας και Προστασίας του Πολίτη. Επίσης, με βάση τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα στοιχεία αποχωρήσεων έτους 2023 και λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής (ΕΑΑ) αναμένεται ότι οι αποχωρήσεις υπαλλήλων, των οποίων η μισθοδοσία βαρύνει απευθείας τον τακτικό προϋπολογισμό, θα διαμορφωθούν στις 13.287 για το 2023 και στις 7.842 για το 2024. Το μεγαλύτερο ποσοστό εξ αυτών (83%) για καθένα από τα έτη 2023 και 2024 εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να καταλαμβάνουν τα τέσσερα προαναφερθέντα υπουργεία.

Προϋπολογισμός Δημοσίων Επενδύσεων

Για το 2024 προβλέπεται συνολικά να δαπανηθούν μέσω του ΠΔΕ, λαμβανομένων υπόψη και των δαπανών του ΤΑΑ, πόροι συνολικού ύψους 12.167 εκατ. ευρώ, που αντιπροσωπεύουν το 5,2% του ΑΕΠ της χώρας και κατανέμονται σε 6.500 εκατ. ευρώ για έργα συγχρηματοδοτούμενα, σε 2.050 εκατ. ευρώ για έργα που θα χρηματοδοτηθούν αποκλειστικά από εθνικούς πόρους και σε 3.617 εκατ. ευρώ για έργα και δράσεις του ΤΑΑ.

Διαρκής στόχος του ΠΔΕ είναι η εξασφάλιση της πλήρους εισροής της ενωσιακής συνδρομής (συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα) και η αξιοποίηση των πόρων που διατίθενται συνολικά. Έτσι και το 2024, επιλέγονται και χρηματοδοτούνται έργα που εντάσσονται στο ΕΣΠΑ 2021- 2027 και ολοκληρώνονται μεγάλα έργα που ξεκίνησαν στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014- 2020.

Με εθνικούς πόρους χρηματοδοτούνται δράσεις που δεν είναι επιλέξιμες σε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα. Σημαντικό μέρος αυτών αποτελούν οι δαπάνες της κρατικής αρωγής, οι οποίες στοχεύουν στην ταχεία ανάκαμψη και την κοινωνική συνοχή των τοπικών οικονομιών που πλήττονται από καταστροφές, συνεπεία ακραίων κλιματικών ή άλλων γεγονότων και για τις οποίες προβλέπονται πιστώσεις 600 εκατ. ευρώ.

Με τις ανωτέρω πιστώσεις, μεταξύ άλλων, προβλέπεται να καλυφθούν:

*η πρώτη αρωγή (εν είδει προκαταβολής) έναντι στεγαστικής συνδρομής κατοικιών και επιχειρήσεων ή έναντι επιχορήγησης προς επιχειρήσεις σε περιπτώσεις σοβαρών φυσικών καταστροφών,

*η στεγαστική συνδρομή, μέσω της παροχής κρατικής αρωγής, και

*η επιχορήγηση των επιχειρήσεων έναντι της εκτιμηθείσας ζημιάς.

Στις δράσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται επίσης η χρηματοδότηση έργων για:

α) την επαναφορά σε ασφαλή και λειτουργική κατάσταση υφιστάμενων πληγεισών υποδομών των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού, τη βελτίωση της ανθεκτικότητας των υποδομών αυτών, ιδίως σε εξαιρετικά ευάλωτες περιοχές, καθώς επίσης και την πρόληψη νέων καταστροφών στις υποδομές αρμοδιότητας OTA, και

β) την υλοποίηση δράσεων του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, μέτρα για την αντιδιαβρωτική προστασία του εδάφους μετά από μία φυσική καταστροφή, την αντιπλημμυρική προστασία εκτάσεων που έχουν πληγεί από πυρκαγιές, την αναδάσωση δημόσιων εκτάσεων δασικού χαρακτήρα κ.λπ.

Κύριες πηγές κινδύνου για τις δημοσιονομικές προβλέψεις

Οι δημοσιονομικές προβλέψεις του προϋπολογισμού 2024 υπόκεινται σε κινδύνους και αβεβαιότητες. Υπό τις παρούσες συνθήκες, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι σχετίζονται με τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις και συγκεκριμένα με την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία και των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή. Οι εν λόγω εξελίξεις μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη διεθνή οικονομική δραστηριότητα, ιδίως μέσω των τιμών της ενέργειας.

Πέραν της εξέλιξης του πολέμου και της πιθανότητας αναβίωσης της ενεργειακής κρίσης, επιπλέον παράγοντες κινδύνου και αβεβαιότητας εντοπίζονται στην πολιτική νομισματικής σύσφιξης, που ακολουθείται διεθνώς με σκοπό την καταπολέμηση των πληθωριστικών πιέσεων. Συγκεκριμένα, υφίσταται σημαντική αβεβαιότητα ως προς την πιθανότητα περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων, αλλά και ως προς την ταχύτητα με την οποία η αύξηση του κόστους του χρήματος θα επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα και ως προς την επίδρασή της στην καταναλωτική συμπεριφορά των νοικοκυριών και στην επενδυτική ζήτηση.

Η παρούσα ανάλυση ευαισθησίας αποσκοπεί στο να εκτιμήσει την πορεία των κύριων δημοσιονομικών μεταβλητών κάτω από διαφορετικές παραδοχές περί του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας κατά το 2024. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της ανάλυσης έχει εκτιμηθεί η επίδραση στο εκτιμώμενο δημοσιονομικό αποτέλεσμα για το 2024 από μία μείωση του ρυθμού ονομαστικής μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά 1% σε σχέση με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο του προϋπολογισμού. Η επίπτωση αυτή έχει εκτιμηθεί μέσω των ελαστικοτήτων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής εποπτείας και οι οποίες περιγράφονται στην έκδοση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής “Report on Public Finances in EMU 2018”.

Η μείωση του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης κατά 1% σε σχέση με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο συνεπάγεται ότι το ΑΕΠ του 2024 (σε τρέχουσες τιμές) θα διαμορφωθεί σε 231,5 δισ. ευρώ από 222,8 δισ. ευρώ το 2023, έναντι ονομαστικού ΑΕΠ ύψους 233,8 δισ. ευρώ το 2024 σύμφωνα με το βασικό σενάριο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης ευαισθησίας, μία τέτοια μεταβολή του επιπέδου του ονομαστικού ΑΕΠ θα οδηγούσε σε επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος κατά 0,5% του ΑΕΠ σε σχέση με το σενάριο του προϋπολογισμού 2024.

Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης κατά ESA θα διαμορφωνόταν σε -1,6% του ΑΕΠ έναντι -1,1% του ΑΕΠ, ενώ το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα κατά ESA θα διαμορφωνόταν σε +1,7% του ΑΕΠ έναντι +2,1% του ΑΕΠ. Σε απόλυτους όρους, ο μειωμένος κατά 1,0% ονομαστικός ρυθμός μεγέθυνσης θα οδηγούσε σε επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση της τάξης του 1,13 δισ. ευρώ.

Χρέος Κεντρικής Διοίκησης και Γενικής Κυβέρνησης

Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 357.000 εκατ. ευρώ ή 160,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2023, έναντι 356.597 εκατ. ευρώ ή 172,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2022, παρουσιάζοντας μείωση κατά 12,3 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2022. Το 2024 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 356.000 εκατ. ευρώ ή 152,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2023.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ