Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης, Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» και της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ας προσπαθήσουμε όλοι μας, να κάνουμε σε αυτό το μικρό αφιέρωμα, ένα νοερό ταξίδι στον χρόνο και στις συνθήκες, οικονομικές και κοινωνικές, που επικρατούσαν τότε. Η Ελλάδα είχε σχεδόν μόλις βγει απο τη φωτιά της Ελληνικής Επανάσταση δεν είχαν περάσει παρά τρεις περίπου δεκαετίες από όταν θεωρήθηκε πλέον ένα ανεξάρτητο κράτος, είχε εκδιώξει το βασιλικό ζεύγος του Όθωνα και της Αμαλίας ήδη από το 1862, ο λαός είχε ζητήσει τη δημοκρατία και η χώρα εφόσον απέκτησε τη σχετική της ελευθερία, ασφυκτιούσε για Γράμματα, Τέχνες και Πολιτισμό.
Κοινωνική πολιτική όπως σήμερα την εννοούμε, ήταν ζήτημα αδιανόητο. Η φτώχεια βρισκόταν παντού, η ανέχεια επίσης και το νέο αυτό κρατίδιο προσπαθούσε να ανασάνει και να βρει τα βήματά του μέσα στην Κοινωνία των Εθνών. Βήματα που θα το βοηθούσαν να σταθεροποιήσει και να καθορίσει την πορεία του μέσα στον χωροχρόνο, διαμορφώνοντας μία έστω και βασική ιδέα για τον εαυτό του πρωτίστως, πέρα από τις ξενικές επιρροές.
Ήταν λοιπόν εκείνο το μακρινό καλοκαίρι στις 24 Ιουνίου του 1865, όπου οι τέσσερις γιοί του νομισματολόγου Παύλου Λάμπρου, παρατηρώντας την τότε περιρρέουσα ασφυκτική ατμόσφαιρα και έχοντας οι ίδιοι πρωτοξεκινήσει την ιδέα, διαμέσου ενός φιλολογικού περιοδικού το οποίο εξέδιδαν ήδη τρία με τέσσερα χρόνια πρωτύτερα, σκέφθηκαν πως το περιοδικό αυτό, το πρώτο τους γεμάτο νεανικές ανησυχίες αυτό πνευματικό σκίρτημα, θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να πάρει και μιαν άλλη, πιο ουσιαστική για τη νεοελληνική κοινωνία μορφή, η οποία υπέφερε και στερούνταν ακόμη και των βασικών αγαθών· πέρα από το ψωμί, την ουσιαστική μόρφωση και την παιδεία.
Είναι τότε ακριβώς, σε αυτή τη χρονική συγκυρία, όπου οι αδελφοί Λάμπρου (ένας εκ των οποίων διετέλεσε ως και πρωθυπουργός της χώρας, ο Σπυρίδων Λάμπρος), έριξαν στο τραπέζι την ιδέα για έναν σύλλογο που θα ενώσει όλες τις πνευματικές δυνάμεις του λαού μας και θα βοηθήσει στην πνευματική άνοδο αυτού του τόπου. Κάπως έτσι και υπό αυτές τις συνθήκες και ανάγκες, ιδρύεται ο Φιλολογικός Σύλλογος του Παρνασσού.
Γιατί Παρνασσός; διότι το όνομα του μυθικού βουνού, τόπος καταγωγής τόσων θεοτήτων, θεωρήθηκε ως το ωραίο εκείνο σύμβολο που παρέπεμπε στην κορυφή. Όχι φυσικά στην κορυφή των ορέων, αλλά στην κορυφή την πνευματική. Και πραγματικά αυτός ο Φιλολογικός Σύλλογος, ο ζυμωμένος θα τολμούσε να πεί κανείς με την ιστορία αυτού του τόπου, αναδείχθηκε σε μια κορυφαία στιγμή για τα Ελληνικά Γράμματα και δεν διέψευσε ποτέ το όνομα που οι πρώτοι του εμπνευστές του έδωσαν, θέλοντας να περιγράψουν την αποστολή του μέσα στην ελληνική κοινωνία.
Ο Φιλολογικός Σύλλογος του Παρνασσού, από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του, όχι μόνον επιτέλεσε την αποστολή του όσο το δυνατόν καλύτερο δηλαδή την πνευματική ανάταση του λαού και τη συγκέντρωση όλων των πνευματικών δυνάμεων της χώρας, αλλά αποτέλεσε μια όαση μέσα στην πνευματική έρημο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, που πέρα απο ψωμί και ελευθερία, ζητούσε τώρα και γράμματα και μόρφωση γι’ αυτόν τον λαό.
Γρήγορα όπως κάθε φυσική ανάγκη για έναν λαό που μόλις είχε ξεπλυθεί από τα αίματα της επανάστασης και είχαν καταλαγιάσει μέσα του αρκετές από τις πρώτες εκείνες, ίσως και πρωτόλειες ιδέες περί δημοκρατίας, ελευθερίας, παιδείας και όλων αυτών των ύψιστων πνευματικών αγαθών που δίχως αυτά ένας λαός δεν μπορεί με τίποτε να ζήσει, ο Φ.Σ.Π. αγκαλιάστηκε απο όλους τους πνευματικούς ανθρώπους, τους λόγιους μα και τον ίδιο τον απλό κόσμο, σε σημείο τέτοιο ώστε να χαρακτηριστεί η πρώτη Ακαδημία των Γραμμάτων και των Τεχνών του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, πριν απο την ίδρυση κατά τουλάχιστον μια πεντηκονταετία, της Ακαδημίας των Αθηνών στα 1926.
Αυτός ο σύλλογος, ο οποίος αποτέλεσε το όργανο του πνευματικού κόσμου της χώρας σχεδόν αμέσως μετεπεναστατικά, υπήρξε πάντοτε παρών και αγκάλιασε με τη σειρά του κάθε μορφή τέχνης, τη μουσική, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, την ποίηση, την πεζογραφία, μα και τις επιστήμες σε όλο τους το εύρος. Έδρασε ως εκείνη η συγκεντρωτική δύναμη που είχε ανάγκη ο τόπος και η κοινωνία μας, ήδη απο τα μέσα του 19ου αιώνα. Και οχι μόνον αυτό, αλλά προσέφερε τα μέγιστα στην κοινωνία που τον γέννησε, ως άξιον τέκνο της, ένα παιδί μιας ανώτερης ανάγκης, για Γράμματα, για Τέχνες και αυτό που λέμε και ορίζουμε ως Πολιτισμό.
Είναι ομολογουμένως η μόνη αδιαμφισβήτητη αλήθεια, πως μέσα από τις τάξεις του Φιλολογικού Συλλόγου «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ», πέρασε, έδρασε και κινητοποιήθηκε ολάκερη η πνευματική ελίτ αυτής της χώρας, μα όχι μόνον αυτού του είδους η ανώτερη τάξη. Κάθε άνθρωπος με σημαντική θέση οπουδήποτε στα δημόσια πράγματα, βασιλείς, πολιτικοί, πρόεδροι της δημοκρατίας, στρατιωτικοί κλπ, θεωρούσε μέγιστη τιμή το απλώς και μόνον το να είναι τακτικό μέλος αυτού του συλλόγου. Τόσο μεγάλη υπήρξε η επιρροή του δε, όπου ήταν μάλλον αδιανόητον κάποιος από την ανώτερη κοινωνία το να μην είναι μέλος του ιστορικότερου συλλόγου για τα γράμματα από την αρχή της ίδρυσης του ελληνικού κράτους.
Φυσικά, ένας τόσο σημαντικός σύλλογος, δεν θα μπορούσε να μην αναγνωριστεί και στο εξωτερικό. Κατ’αυτόν τον τρόπο λοιπόν, ο «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» συνδέθηκε με πλήθος επιστημονικών συλλόγων, περιοδικών, ακαδημιών ξένων χωρών και άλλων μορφωτικών ιδρυμάτων ανά την υφήλιο, ενώ μέλη του υπήρξαν ξένοι ηγέτες και απο το βήμα του, εκείνο το ιστορικό βήμα που διατηρείται ακόμη και σήμερα, έχουν μιλήσει προσωπικότητες διεθνούς και παγκόσμιου κύρους ως ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο Κλεμανσώ, ο Σλήμαν, ακόμη ακόμη και ο ιδρυτής των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων Πιέρ ντε Κουμπερντέν, ο οποίος ανέλυσε τη σκέψη του αυτή περί αναβιώσεως των Αγώνων, λίγα μόλις χρόνια πριν από το 1896 σε σχετική διάλεξή του στην κεντρική αίθουσα του ιστορικού αυτού συλλόγου.
Κορυφαίοι πνευματικοί μας ταγοί, όπως ο ιδρυτής της Νέας Αθηναΐκής Σχολής και επάξια ηγέτης της, Κωστής Παλαμάς, ο Γεώργιος Δροσίνης, ο Γεώργιος Σουρής μα και προηγουμένως ο πρώτος των πρώτων της πρώτης Αθηναΐκής σχολής, Αχιλλέας Παράσχος, πέρασαν το κατώφλι αυτού του ναού του πνεύματος της νεότερης Ελλάδας και οι σκιές τους, ακόμη και σήμερα, στέκουν ολοζώντανες μαζί με την όλη θετική ενέργεια και την τεράστια ιστορία που αποπνέει ο χώρος, παραμένουν ακόμη εκεί διαμέσου της πνευματικής τους παρουσίας και συμβολής, ως μια όαση πνευματική μέσα στη σημερινή μας έρημο της πνευματικής ένδειας που επιβάλλει ο ρυθμός των καιρού μας.
Ο «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» δεν ήταν ποτέ ο σύλλογος των πνευματικών και μόνον ανθρώπων. Δεν ήταν ποτέ μια κλειστή ομήγυρη που δεν αφορούσε κανέναν εκτός αυτής. Ήταν πάντοτε ο σύλλογος εκείνος που με τεράστια δόση ενσυναίσθησης για ότι συμβαίνει γύρω, στην κοινωνία, στο έθνος και στη χώρα, ενδιαφέρθηκε για τα ζητήματα που αφορούσαν την Ελλάδα και με παρεμβάσεις του, πάντοτε είχε λόγο στα δημόσια πράγματα κατά τη διάρκεια της πολύχρονης παρουσίας του.
Το βλέμμα των ανθρώπων του συλλόγου ήταν πάντοτε στραμμένο σε ότι απασχολούσε την κοινωνία. Στα 1872 λόγου χάρη, με εισήγηση του αείμνηστου Σπυρίδωνος Βασιλειάδη εξαιρετικού πνευματικού ανθρώπου, ποιητή και θεατρικού συγγραφέα, ιδρύονται οι σχολές Απόρων Παίδων του Παρνασσού, εκεί όπου βρήκαν καταφύγιο χιλιάδες επί χιλιάδων νέων που ανδρώθηκαν, σπούδασαν και προχώρησαν δημιουργικά τη ζωή τους με συνεχή αρωγό τον Παρνασσό. Στα 1891 δε, αποκτά και το μέγαρο του στο οποίο και παραμένει ως σήμερα επί της πλατείας Αγίου Γεωργίου Καρύτση ένας χώρος που στο διάβα των δεκάδων χρόνων που πέρασαν απο επάνω του, έχει δει όλη την ιστορία της χώρας να περνά απο εμπρός του. Απο τους μεγάλους μας λογοτέχνες και τις συναντήσεις τους εκεί, ως και τη γερμανική κατοχή η οποία επίταξε το μέγαρο και το κατέστησε γερμανικό ανώτατο στρατοδικείο με τόσους ήρωες της εθνικής αντίστασης να φεύγουν απο εκεί προς το αιματοβαμμένο σκοπευτήριο της Καισαριανής αλλά και άλλους τόπους μαρτυρίου της σύγχρονης Ελλάδας. Οι Ναζί σύλησαν ως και την εξαιρετική του πινακοθήκη με τα έργα να μην επιστρέφονται ποτέ, όμως ο Παρνασσός έμεινε σταθερός στις αξίες του που τον καθόρισαν ανάμεσα τους και η έμπρακτη έννοια της ελευθερίας μέγεθος απαραίτητο, προκειμένου να υπάρξει η πνευματική ανάπτυξη σε έναν τόπο.
Σήμερα ο «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» έχει στρέψει, όπως πάντοτε έκανε ως προανέφερα, το βλέμμα του και στον 21ο αιώνα, με τις προσπάθειες της νέας του διοίκησης και ιδιαιτέρως του εγνωσμένης αξίας και ήθους προέδρου του Ε. Βασίλειου Κωνσταντινόπουλου, καθώς και της εφορείας του συλλόγου αποτελούμενης από εξαίρετα μέλη της ελληνικής κοινωνίας, με σειρά μέτρων όπως το να γίνονται δεκτές στους κόλπους του συλλόγου και οι γυναίκες πλέον, την προσέγγιση προς τη νεολαία με επισκέψεις σχολείων στους χώρους του μεγάρου του, με τον θεσμό των εκπροσωπήσεων όπου μέλη του τακτικά και αντεπιστέλλοντα λαμβάνουν πρωτοβουλίες εκ μέρους του συλλόγου σε όλη την επικράτεια, με ένα πολύ ενδιαφέρον «Ελεύθερο Πανεπιστήμιο» όπου κάθε μήνα πραγματοποιεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσες δωρεάν διαλέξεις καθηγητών του Πανεπιστημίου με διάφορη θεματολογία, με τις πόρτες της αξιολογότατης βιβλιοθήκης του των 57.000 τίτλων και 80.000 τόμων εξαιρετικών και σπανιότατων βιβλίων ανοιχτές, με τον εκσυγχρονισμό στις υπηρεσίες του και με ηλεκτρονικό τρόπο (ενημέρωση τακτικών μελών, ανακοινώσεις, επετειακά σημειώματα, αρθρογραφία, κεντρική ηλεκτρονική ιστοσελίδα) και φυσικά με το πλήθος των καλλιτεχνικών, πολιτιστικών εκδηλώσεων που φιλοξενεί στις αίθουσές του, μα το περισσότερο δρώντας σε μια ισορροπία με σεβασμό ανάμεσα στο ένδοξο παρελθόν του και ταυτόχρονα με το βλέμμα στο μέλλον των χρόνων που έρχονται, συνεχίζει να προσφέρει πνευματικό φως σε όποιον του το ζητήσει αφειδώς, καθιστάμενος ένας πνευματικός Προμηθέας της νεότερης Ελλάδας, ήδη 158 ετών.
Αν κάποια στιγμή δε, διέλθετε απο το σημείο της πλατείας Αγίου Γεωργίου Καρύτση, όπου στέκει το μέγαρο του Παρνασσού ήδη απο τα 1891 ως αναφέρθηκε ήδη, σταθείτε για λίγο και αφουγραστείτε μέσα στην πολύβοη πολιτεία που τον περιβάλλει, ότι έχει να σας πει, αυτό το ολοζώντανο κομμάτι της νεοελληνικής μας ιστορίας.
Πραγματικά αξίζει την ευχαρίστηση, το να βρεθεί κανείς εκεί με την οιαδήποτε αφορμή, εκεί όπου βρέθηκαν τόσες και τόσες πνευματικές κορυφές του τόπου που γέννησε τον Πολιτισμό, τα Γράμματα, τις Τέχνες και βοήθησε τόσες ψυχές να βρούν τον δρόμο τους προς ένα ανώτερο εγώ που σίγουρα υπάρχει στον κάθε έναν από εμάς, ακολουθώντας το ρητό του Μάρκου Αυρίλιου περί του «Ένδον σκάπτε».
Ο «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ», που πρέπει, όπως και σαφώς είναι, να θεωρείται θεσμός πνευματικός και στυλοβάτης της μόρφωσης και των τεχνών γι’ αυτόν τον τόπο, αξίζει την προσοχή μας και σε αυτόν τον αιώνα, μα και στους αιώνες που θα έρθουν.