Γράφει η Δρ Στέλλα Μουζακιώτου, Ιστορικός Τέχνης
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο & Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Επιμελήτρια Εκθέσεων
stellamouzak@yahoo.gr
Tο Μυστήριο της Γέννησης του Χριστού αποτελεί ένα ιδιαίτερα προσφιλές θρησκευτικό θέμα στην Ιστορία της Τέχνης στη Δύση. Υπάρχουν εικαστικά έργα όπου η γέννηση πραγματοποιείται σε μέρη φτωχικά και ταπεινά, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις όπου το περιβάλλον που πλαισιώνει τη σκηνή είναι πιο φωτεινό, καλυπτόμενο από ένα υπέρλαμπρο υπερβατικό Φως, σύμβολο της Θείας Παρουσίας.
Είναι εμφανές ότι όλες οι εκδοχές του θέματος έχουν τον δικό τους συμβολισμό τον οποίο καλούμαστε να αποκρυπτογραφήσουμε, λαμβάνοντας υπόψιν τα πολιτικο-κοινωνικά και θρησκευτικά δεδομένα της εποχής που φιλοτεχνήθηκαν. Πιο δημοφιλείς και συναισθηματικά φορτισμένες είναι οι εικόνες που δείχνουν τη Μαρία και τον Ιωσήφ με φτωχικά ενδύματα να βρίσκονται με τον μικρό Χριστό μέσα σε χαλάσματα, παραπήγματα, σε στάβλους και σπηλιές… Εδώ, ο συμβολισμός αφορά στην αποτυχία του παγανιστικού κατεστημένου να δώσει λύσεις στα υπαρξιακά αδιέξοδα του ανθρώπου, ενώ η γέννηση του Ιησού οδηγεί σε κάτι νέο, αισιόδοξο και ελπιδοφόρο για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Οι Άγγελοι σηματοδοτούν την παρουσία του Θεού και τη Θεία προέλευση του νεογέννητου, αλλά το βρεφικό σώμα μέσα σε φτωχικά σπάργανα φανερώνει την ανθρώπινη πλευρά του, μια πλευρά ιδιαίτερα οικεία σε εμάς… τους απλούς ανθρώπους. Επίσης, οι βοσκοί είναι οι άνθρωποι που τώρα έχουν λόγο να ελπίζουν, ενώ τα ζώα που βρίσκονται κοντά στη φάτνη αντιπροσωπεύουν όλο το ζωικό βασίλειο – ένα μήνυμα για την αξία της κάθε ζωής σε αυτόν τον κόσμο.
Ο Ιερώνυμος Μπος, λαμπρός και πρωτότυπος ζωγράφος της Βόρειας Ευρώπης την περίοδο της Αναγέννησης, μας προτείνει μια ασυνήθιστη εικονογραφία του θέματος, μέσα από ένα σύνθετο και ιδιαίτερα μοναδικό στυλ. Πρόκειται για ένα ζωγράφο που αναγνωρίστηκε ως ένας εξαιρετικά ικανός «δημιουργός δαιμόνων» και ένας ισχυρός εφευρέτης φανταστικών εικόνων γεμάτων σατιρικά και ηθικοπλαστικά νοήματα. Ο Μπος ήταν ένας απαισιόδοξος και αυστηρός ηθικολόγος, που δεν είχε ούτε ψευδαισθήσεις για τον ορθολογισμό της ανθρώπινης φύσης ούτε εμπιστοσύνη στην καλοσύνη ενός κόσμου που είχε αλλοιωθεί από τη διαφθορά της ανθρώπινης παρουσίας. Οι πίνακές του είναι κηρύγματα σχετικά με την ανοησία και την αμαρτία, ενώ απευθύνονται συχνά σε μυημένους στην εικαστική του γλώσσα, και κατά συνέπεια είναι αρκετά δύσκολο να αποκρυπτογραφηθούν. Ανίκανοι να ξεκλειδώσουν το μυστήριο των έργων του καλλιτέχνη, οι θεωρητικοί, αρχικά, πίστευαν ότι πρέπει να είχε συσχετιστεί με μυστικές αιρέσεις. Σε αυτούς τους πρώτους πίνακες, ο Μπος είχε αρχίσει να απεικονίζει την ευπάθεια της ανθρωπότητας στον πειρασμό του κακού, την παραπλανητική γοητεία της αμαρτίας, και την ιδεοληπτική έλξη της λαγνείας, της αίρεσης και της ασέβειας.
Στο έργο «Η προσκύνηση των Μάγων» (1491-98, Μουσείο του Πράδο), ο Μπος στήνει με μαεστρία τη σύνθεση του έργου. Σε ένα μισογκρεμισμένο τσαντίρι, σε ένα άκρως ταπεινό περιβάλλον, προβάλλει η γεμάτη δύναμη φιγούρα της Παναγίας που κρατά στα χέρια της το νεογέννητο Χριστό. Μπροστά της οι τρεις Μάγοι με τα δώρα. Μάρτυρες της σκηνής, χωρικοί, στα πρόσωπα των οποίων διακρίνει κανείς συναισθήματα όπως η περιέργεια ή ο θαυμασμός. Στο φόντο, σαν να θέλει να ταρακουνήσει τη σιωπηλή αυτή μεγαλειώδη στιγμή, ξεχύνονται από τις δύο άκρες του ορίζοντα δυο αντίπαλες ομάδες έφιππων ανδρών σε μια μάχη. Τα κίτρινα και οι ώχρες της γης συναντάνε στο πάνω μέρος του έργου το γαλάζιο του ουρανού, ενώ στο κάτω μέρος «σπάνε» τόσο αρμονικά από τα χυμώδη κόκκινα στοιχειά των ρούχων.
Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό γεγονός που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια των θεατών του έργου, αφού ο ερχομός του Θεανθρώπου προορίζεται να αλλάξει ολοκληρωτικά τον αιματοβαμμένο αυτόν κόσμο, ενώ εμείς, ως θεατές, καλούμαστε να συμμετάσχουμε σε αυτήν την τόσο μυσταγωγική καμπή της ιστορίας. Είναι η στιγμή που, μέσα από τη θέαση του έργου, χάνεται η ισορροπία μεταξύ της υποκειμενικότητας του θεατή και της υλικής υπόστασης του έργου τέχνης, είναι η ώρα που ο παρατηρητής μετουσιώνεται σε έναν αχόρταγο ταξιδιώτη, που οι θεοί γίνονται «γήινοι», συνειδητοποιώντας τον απόλυτο καλλιτεχνικό θρίαμβο του ανεπανάληπτου, του μοναδικού, του καινοτόμου καλλιτέχνη, Ιερώνυμου Μπος.
Μια άλλη, πιο τολμηρή εικαστική πρόταση του επεισοδίου της Γέννησης του Χριστού, έρχεται από το Γάλλο ζωγράφο, Πωλ Γκωγκέν (1848-1903).
Στην ελαιογραφία με τίτλο «Γέννηση» (1896-Neue Pinakothek, Μόναχο) -όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζεται για λόγους ευκολίας αλλά ο πραγματικός του τίτλος στα πολυνησιακά είναι «Te Tamari No Atua» (Το Παιδί του Θεού)- διατηρεί βασικά στοιχεία της χριστιανικής εικονογραφίας, όπως τη φτωχική φάτνη με τα ζώα, αλλά τοποθετεί τη σκηνή στην Ταϊτή, ενώ τόσο η Μαρία όσο και ο νεογέννητος Ιησούς ενσαρκώνονται στον πίνακα από ιθαγενείς – αυτό βέβαια είναι μεγάλος ριζοσπαστισμός για την εποχή και μάλιστα σε ένα αποικιοκρατικό περιβάλλον.
Όλη η σκηνή είναι αντισυμβατική, υπάρχει όμως κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο: η λευκή γάτα που κοιμάται με το πρόσωπό της ακουμπισμένο στο πόδι της Μαρίας. Μια τυχαία έμπνευση της στιγμής; Η γάτα της κοπέλας που ποζάρει; Δύο λόγια πριν λύσουμε το μυστήριο: οι γάτες δεν αποτελούν ακριβώς το αγαπημένο ζώο της επίσημης χριστιανικής εκκλησίας – αντιπροσωπεύουν τον διάβολο, χιλιάδες γάτες κάηκαν επίσης, στην πυρά μαζί με τις γυναίκες που θεωρήθηκαν μάγισσες. Γυναίκες και γάτες πλήρωσαν ακριβά, όχι βέβαια την υποτιθέμενη «προνομιακή» σχέση τους με τον διάβολο, αλλά τον μισογυνισμό της δυτικής εκκλησιαστικής εξουσίας.
Έπειτα, είναι το χρώμα της· μια ολόλευκη γάτα είναι μάλλον σπάνια και οπωσδήποτε παραπέμπει κάπου… Αν δεν το έχετε μαντέψει ήδη, η μυστηριώδης γάτα εδώ συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα. Σε μια αντιστροφή του συμβόλου, το περιστέρι μετατρέπεται στο αντίθετό του – για την ακρίβεια στον φυσικό του εχθρό, τη γάτα και φυσικά δεν πετάει αλλά κουλουριάζεται βολεμένη στο κρεβάτι, και είναι τόσο εκφραστική ώστε σχεδόν την ακούς να ρονρονίζει. Προσέξτε επίσης, ότι βρίσκεται δίπλα στη μητέρα όχι στο παιδί!
Επιπροσθέτως, ο πίνακας επικεντρώνεται στο σώμα της Μαρίας: είναι ένας ύμνος στο χάρισμα της γυναίκας να φέρνει στον κόσμο τη νέα ζωή, στο θαύμα της μητρότητας. Ο Γκωγκέν με αυτήν την αντιστροφή αποδίδει φόρο τιμής στο γυναικείο σώμα, ενώ παράλληλα αντιπροτείνει, στις στρεβλώσεις του δυτικού πολιτισμού, την ιερότητα του ανθρώπινου σώματος όπως τη βιώνουν όσοι ζουν ενταγμένοι στη φύση, τη μητέρα όλων μας. Και επίσης, μια υπενθύμιση, ότι είμαστε όλα τα πλάσματα, ανθρώπινα και μη, «παιδιά του Θεού» όπως ακριβώς είναι και ο τίτλος του πίνακα. Κι αυτός ο σεβασμός στο θαύμα της ζωής είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ κοντά στο αληθινό περιεχόμενο του χριστιανισμού και στο πνεύμα των Χριστουγέννων.