Γράφει η Ελένη Καραμπέτσου, εκπαιδευτικός
Tο 1903 δημοσιεύτηκε το κορυφαίο έργο του Παπαδιαμάντη «Η Φόνισσα». Αγαπήθηκε τόσο από υψηλής μόρφωσης αναγνώστες όσο και από τα πλατιά λαϊκά στρώματα, παρά τη δυσκολία της λόγιας γλώσσας του.
Θα μπορούσαμε στις μέρες μας να το χαρακτηρίσουμε ως αστυνομικό λογοτεχνικό μυθιστόρημα, καθώς η πένα του Έλληνα Ντοστογιέφσκι καταπιάνεται με τον σκοτεινό χώρο του καταπιεσμένου ψυχισμού μιας ηλικιωμένης αγρότισσας, της Χαδούλας Φραγκογιαννούς, όπως αυτή κατρακυλάει προς την παράνοια, υπό το βάρος κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και καταστάσεων της εποχής. Το ύφος μάλιστα της γραφής που περιγράφει ανίερες πράξεις εγκλημάτων κατά της ζωής μικρών κοριτσιών, αρχής γενομένης από τη νεογέννητη εγγονή της, μέσα στη σκοτεινή φτωχική κάμαρη της λεχώνας, προσεγγίζει ερμηνευτικά ακόμα και τον δαιμονισμένο Ρασκάλινωφ (Έγκλημα και Τιμωρία) συναρπάζοντας τον αναγνώστη και καλώντας τον συγχρόνως να απαντήσει σε πολλά ερωτήματα, αφού και στη δική μας Φραγκογιαννού «Η κόλασις ήτο μέσα της».
Ποια ήταν όμως η Φραγκογιαννού; «Η Χαδούλα Φραγκογιαννού ήτο γυνή εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν. Συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάνει άλλο τίποτα ειμή να υπηρετεί τους άλλους. Όταν ήτο παιδίσκη υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη έγινε σκλάβα του συζύγου της, όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της, όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε δουλεύτρα των εγγονών της. Αναπολούσα τον βίον της, αυτός ήτο ανωφελής, μάταιος και βαρύς».
Τι ώθησε τον Παπαδιαμάντη να δημιουργήσει μια τέτοια ηρωίδα; Μήπως η ανταρσία της Φραγκογιαννούς απηχούσε μύχιες και απόκρυφες επιθυμίες του; Και τελικά τι ήταν η Φραγκογιαννού; Πρωτοπόρος του γυναικείου κινήματος, κοινωνικός επαναστάτης ή κοινός εγκληματίας; Όπως και να ‘χει, ένα είναι βέβαιο: ο Παπαδιαμάντης γνώριζε από πρώτο χέρι (είχε τέσσερις αδερφές από τις οποίες μόνο τη μία κατάφερε να παντρέψει και ο ίδιος αποποιήθηκε τον έγγαμο βίο ζώντας ως κοσμοκαλόγερος), την κοινωνική αδικία που υφίστατο η γυναίκα από τη γέννησή της έως το τέλος του βίου της, όπως και τον βαθμό που αυτή η στέρηση διαμόρφωνε τη ψυχολογία της. Η συμπάθειά του προς τη Φραγκογιαννού είναι δεδομένη.
Για την πολιτική κατάσταση της εποχής, ο Παπαδιαμάντης σημειώνει: «Όταν πέρασαν τα Διαβολονήσια στην Ελλάδα, έπαυσαν να είναι ασύδοτα. Την πλιατσικολογίαν διεδέχθη η φορολογία και έκτοτε όλος ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύη δια την μεγάλην γαστέρα, την ώτα ουκ έχουσαν. Κατά τους χρόνους του Κυβερνήτη τα πράγματα ειρήνευσαν». Από οικογενειακής πλευράς, η μάνα της Φραγκογιαννούς «ήτον κακή, βλάσφημος μέγαιρα και φθονερά μάγισσα, στρίγκλα της εποχής της». Τα γονικά της την πάντρεψαν με άνδρα «ανεπρόκοπτον», κρατώντας για πάρτη τους τα καλύτερα χωράφια και δίνοντάς της τα χέρσα, ως προίκα. Γιατροπορεύοντας τους συγχωριανούς της με αλοιφές και γιατροσόφια, που η ίδια έκανε και με πολλές στερήσεις κατάφερε να χτίσει ένα σπιτάκι και να μεγαλώσει τα εφτά παιδιά της, ανάμεσά τους και ο μικρότερος γιος της, ο Μούρτος, μέθυσος και εγκληματίας, ο οποίος, αφού σκότωσε έναν ναυτικό, κατέληξε στο δεσμωτήριο της Χαλκίδας.
Αλλά και με τη Μήδεια φέρει συγγενικά στοιχεία η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη. Οι δύο γυναίκες δρουν εγκληματικά στο πεδίο της τεκνοποίησης για διαφορετικούς βέβαια λόγους. Η πρώτη για να εκδικηθεί τον Ιάσονα και η δεύτερη για να απαλλάξει τους γονείς που είχαν κορίτσια από τις μελλοντικές ασήκωτες υποχρεώσεις τους προς αυτά. Κληρονομικό σπέρμα εγκληματικότητας βάρυνε την οικογένεια της Φραγκογιαννούς…
Η κοινωνικοψυχολογική ματιά θα εστιαζόταν ασφαλώς στην αμάθεια του πληθυσμού, στην έλλειψη γιατρού, στην κατώτερη θέση της γυναίκας και γενικώς στον φτωχότατο βίο των κατοίκων της μικρής πολίχνης. Ήταν γνωστό σε όλους και πιθανότατα παραδεκτό πως ο πρωτομάστορας που είχε κορίτσια «εκράτη δέκα ή δεκαπέντε λεπτά από τα μεροκάματα των εργατών, λέγων: Έχω κορίτσια, βρε αδερφέ, έχω κορίτσια».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλούν οι θεολογικές αναφορές του συγγραφέα: «Δυσνόητα εκκλησιαστικά κείμενα με τις επεξηγήσεις αμαθών ιερέων διαστρεβλώνονται και καταλήγουν να παράγουν τελικά αντιχριστιανικό λόγο στο θολωμένο μυαλό της γραίας μάμμης, δίνοντάς της όμως τη δυνατότητα η ίδια να επιλέξει την ερμηνεία εκείνη που θα την απαλλάξει από το βάρος του εγκλήματος». Υπερασπιστικό τέχνασμα του Παπαδιαμάντη; «Και ο Χριστός είπεν, όπως το ‘χε ακούσει να της εξηγεί ο πνευματικός της, ότι όποιος αγαπά την ψυχήν του, θα την χάση κι όποιος μισεί την ψυχήν του, εις ζωήν αιώνιον θα την φυλάξη. Και χάνουν τον νουν οι ταλαίπωροι γονείς και πληρώνουν τόσο ακριβά τους ημιαγύρτες γιατρούς και τα τριωβολιμαία φάρμακα δια να σώσουν το παιδί τους. Όταν νομίζουν ότι σώζουν, τότε πράγματι χάνουν το τεκνίον. Αφού η λύπη είναι χαρά και ο θάνατος ζωή, άρα η ευλογιά, η διφθερίτις, η οστρακιά και άλλαι νόσοι, όσαι θερίζουν τα βρέφη δεν είναι μάλλον ευτυχήματα, δεν είναι θωπεύματα των μικρών Αγγέλων, οίτινες χαίρουν εις τους ουρανούς, όταν υποδέχονται τας ψυχάς των νηπίων; Ιδού τ’ Αγγελούδια παίρνουν περισσότερα μάλιστα αγόρια. Τα κορίτσια είναι επτάψυχα, δυσκόλως αρρωσταίνουν και σπανίως αποθνήσκουν. Δεν έπρεπε ημείς, ως καλοί χριστιανοί να βοηθήσωμεν το έργον των Αγγέλων;
Πάσα μήτηρ χήρα με δύο στρέμματα αγρούς, με έναν πενιχρόν οικίσκον, ταλαιπωρημένη, ξενοδουλεύουσα, κολλήγα πληρώνουσα πρόστιμα, φορολογούμενη ασπλάχνως, τρώγουσα κρίθινον άρτον ποτισμένον με ιδρώτα αλμυρόν, ώφειλεν εξ άπαντος να αποκαταστήση όλα τα θήλεα τέκνα της και να δώση πέντε, έξι, επτά προίκας… να δώση οικίαν, αγρόν, ελαιώνα, να δανεισθή μετρητά, να τρέξη εις τον συμβολαιογράφον, να υποθηκεύση, να προμηθευτή σινδόνας, χιτώνια. Ώφειλε να δώση και μετρητήν προίκα. Άλλως ας έβαζε τας κόρας στο δουλάπι ή ας τις έστελνε στο Μουσείο. Έπρεπε πράγματι να γεννώνται τόσα κορίτσια; Και αν γεννώνται αξίζει τον κόπον ν’ ανατρέφωνται; Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος; Τι δούλεψη να κάμη κανείς στη φτώχια; Η μεγαλύτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήταν να είχε κανείς στερφοβότανον να τους δώση (Θέ μου, σχώρεσέ με)».
Μάλιστα και θρησκευτικό καταφύγιο είχε εξασφαλίσει η Φραγκογιαννού εις άλλον τόπον. «Σιμά εις τον Άι-Γιάννην τον Κρυφόν, εκείνον τον Άγιον όστις εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους των γυναικών κι εδέχετο την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών τους». (Πιθανότατα έχουσες σχέση με τη λήψη βοτάνων προς αποφυγή της τεκνοποίησης).
Ανοίγοντας την κάμαρη της λεχώνας, όμοιας ούσης σε όλα τα σπίτια του χωριού, ο Παπαδιαμάντης μάς εισάγει σταδιακά στη μυστηριακή ατμόσφαιρα του αστυνομικού μυθιστορήματος. «Ο μικρός λύχνος κρεμαστός ετρεμόσβηνε. Έρριπτεν σκιάν αντί φωτός εις τα ολίγα πενιχρά έπιπλα τα οποία εφαίνονταο καθαριώτερα και κοσμιώτερα την νύχτα». Μόνο η καντήλα και το εικονοστάσι διέφερε από σπίτι σε σπίτι, αλλού «τούτο ήταν τρίπτυχο με τον Χριστόν στο κέντρο και δεξιά – αριστερά τους αγίους, αλλού με παλαιάν μαυρισμένη εικόνα της Παναγίας κι αλλού με μορφές των αγίων που δεν εφαίνοντο πλέον». Το σβήσιμο της καντήλας θα σηματοδοτήσει όσα φριχτά, ως αρχαία τραγωδία, θα συμβούν μετά το σκότος, όταν ο Θεός θα έχει αποστρέψει το πρόσωπό του από το «ου φονεύσεις». (Το θέμα της καντήλας θα επανέλθει παρακάτω και μετά το τελεσθέν έγκλημα, σε διάλογο λεχώνας – Φραγκογιαννούς εν όσω το βρέφος βρίσκεται νεκρό στο λίκνο του). Είχαν όμως και ένα κοινό αυτές οι κάμαρες. Άνδρας δεν έμπαινε μέσα. «Ακούγονταν απ’ έξω μόνο πρωί – βράδυ τα βήματα του Κωνσταντή, ο ρογχαλισμός του από το διπλανό δωμάτιο και η φωνή του, όταν τον ενοχλούσε το κλάμα του βρέφους: “σκασμός”».
«Το νεογνόν είχε γεννηθεί προ δύο εβδομάδων. Η μητέρα του η Δελχαρώ, πρωτότοκος κόρη της Φραγκογιαννούς, είχε κάμει βαριά λεχωσιά. Είχαν βιαστεί να το βαφτίσουν (δίνοντάς του το όνομα Χαδούλα), την δεκάτην ημέραν, επειδή έπασχε δεινώς, είχε κακόν βήχα, κοκύτη.
Το πυρ έφθινεν εις την εστίαν, η λεχώνα εκοιμάτο επί της χθαμηλής, πενιχράς κλίνης. Το βρέφος έβηχεν εις τον λίκνον και η γραία Φραγκογιαννού ηγρύπνει επί της στρωμνής της. Τρεις μισοκαυμένοι δαυλοί έρριπτον πολλήν στάκτην και σπανίως φλόγα, κάμνουσαν την γραίαν να ενυμήται. Επί πολλάς νύκτας η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνον εις τους οφθαλμούς της, αγρυπνούσα πλησίον του μικρού πλάσματος, το οποίον ουδ’ εφαντάζοντο ποίους κόπους επροξένει εις τους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρει, εάν επέζη. Η μάμμη διατύπωνε κρυφίως μέσα της: Θεέ μου, γιατί να έρθει στον κόσμον κι αυτό; Είναι για να βασανίζεται και να μας βασανίζει; Ήτον περί το πρώτον λάλημα του πετεινού. Οι λογισμοί και οι αναμνήσεις της, αι μαύραι εικόνες του παρελθόντος, ήρχοντο αλλεπάλληλοι ως κύματα μέσα στον νου της, προ των οφθαλμών της ψυχής της.
Την στιγμήν εκείνην, άρχισε το θυγάτριον να βήχη και να κλαυθμιρίζη. Η γραία αφού είχε συλλογισθεί όλα τα ανωτέρω, όσον και αν είχεν εξαφθή από τα κύματα των αναμνήσεων, ησθάνθη αίφνης ζάλη από τον σάλον και την ναυτίαν της ζωής της και άρχισε να ναρκώνεται κι ενύσταζεν ακρατήτως. Το μικρόν κοράσιον έβηχε κ’ έκλαιε κ’ εθορύβει, ως να ήταν μεγάλος άνθρωπος. Η λεχώνα εκοιμάτο βαθέως και ούτε ήκουσε τον βήχα και τα κλάματα. Η γραία ήνοιξε βλοσυρά όμματα κ’ έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και απειλής.
– Ε, θα σκάσης; είπε.
Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι να ψηλώνει ο νους της. Είχε παραλογίσει επί τέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου. Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού δια να σκάση. Και παρέτεινε το σκάσιμον επί μακρόν, είτα εξάγουσα τους δακτύλους της από το μικρόν στόμα του οποίου είχε κοπή η αναπνοή, έδραξεν έξωθεν τον λαιμό του βρέφους και τον έσφιγξεν επ’ ολίγα δευτερόλεπτα. Αυτό ήτο όλον… Άκρα σιγή και ησυχία επεκράτησεν εντός του σκοτεινού θαλάμου μετά τον τελευταίον βήχα και τον κλαυθυρισμόν του θυγατρίου, τα οποία τόσον αποτόμως διεκόπησαν».
Ακολούθησαν κι άλλα φονικά κοριτσιών ώσπου οι Αρχές να την υποπτευθούν. Η Φραγκογιαννού παίρνει τα βουνά καταδιωκόμενη από τους χωροφύλακες. Ύστερα από πολλές περιπλανήσεις αποφασίζει να καταφύγει στη νησίδα του Άι Σώστη, επί του βράχου του οποίου ευρίσκετο παλαιός ναΐσκος για να εξομολογηθεί εις τον γέροντα ασκητήν. «Δεν είχε άλλην σωτηρίαν. Ο λαιμός της άμμου, ο ενώνων τον μικρόν βράχον με τη στερεάν θα ήτο πλέον ή πεντήκοντα βημάτων το μήκος. Τώρα ήρχιζε να γίνεται πλημμύρα. Η Φραγκογιαννού απείχε ακόμη ως δέκα βήματα. Η άμμος ενέδιδε. Οι πόδες της εγλιστρούσαν. Το κύμα ανήλθεν έως το στέρνον της. Η Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέραμα του Αγίου Σώστη εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης».
Στην κινηματογραφική μεταφορά της «Φόνισσας» μεσουρανεί η υποκριτική της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη στον ομώνυμο ρόλο. Η ταινία έχει «σπάσει» τα ταμεία, αφού ο κόσμος την δέχτηκε θετικά. Από το σενάριο όμως απουσιάζει το τέλος της Φραγκογιαννούς, έτσι όπως η πένα του Παπαδιαμάντη το περιγράφει συγκλονιστικά. Κρίμα!