Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
spot_img

Ράνια Σχίζα: «Το θέατρο ανοίγει πύλες στο μυαλό!»

Η εξαιρετική ηθοποιός μιλάει στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ για τα δυο υπέροχα θεατρικά έργα στα οποία πρωταγωνιστεί και εξηγεί για ποιον λόγο θεωρεί ότι η ζοφερή πραγματικότητα των ημερών έχει ξεπεράσει τη μυθοπλασία

Σάββατο βράδυ, στο φουαγιέ του θεάτρου «Εν Αθήναις». Η Ράνια Σχίζα δεν σταματά να δέχεται λόγια αγάπης από καρδιάς από άγνωστο κόσμο που κατέκλυσε τη φιλόξενη αίθουσα της οδού Ιάκχου.

Λίγη ώρα πριν είχε μετατραπεί (και όχι απλώς υποδυθεί) στην Έλλη Ζάχου – Ταχτσή, τη μητέρα του ιδιοφυούς όσο και αντισυμβατικού πεζογράφου μεταφέροντας επί σκηνής το υπέροχο κείμενο της Κικής Μαυρίδου και προσφέροντας στους θεατές (ανάμεσα στους οποίους και ο γράφων) μια συγκλονιστική θεατρική εμπειρία ζωής.

Μια ώρα αργότερα, βρίσκεται στο σανίδι μιας άλλης θεατρικής σκηνής -στο θέατρο «Αποθήκη» της οδού Σαρρή- για να ξεκινήσει ένα διαφορετικό θεατρικό ταξίδι. Βγάζει τα ρούχα της Έλλης και βάζει αυτά της Ματίνας, μιας κτηνιάτρου σε ένα νησί κάπου στο Βόρειο Αιγαίο. Το νέο- άκρως σημερινό και επιδραστικό- έργο του Γιάννη Τσίρου με τίτλο «Αράφ» (ο αναγραμματισμός της λέξης «φάρα» κάθε άλλο παρά τυχαίος είναι) μετατρέπεται σε μια καλοδουλεμένη παράσταση – μάθημα ζωής που συστήνεται ανεπιφύλακτα.

Λίγα 24ωρα αργότερα, η Ράνια Σχίζα επισκέφτηκε τα γραφεία της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ και μας μίλησε για τη διπλή φετινή της εμπειρία, για τον μεγάλο θεατράνθρωπο Λευτέρη Βογιατζή δίπλα στον οποίο έκανε τα πρώτα της θεατρικά βήματα, ενώ δεν δίστασε να αναφερθεί και στην απαξίωση που βιώνει το επάγγελμα του ηθοποιού από τους πολιτικούς ταγούς της Ελλάδας του σήμερα.

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Τάσος Μεργιάννης

Πώς προέκυψε ο ρόλος της Έλλης Ζάχου Ταχτσή;

Πρέπει να ήταν τέλη Οκτωβρίου του 2021 όταν δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον Δημήτρη Καρατζιά, καλλιτεχνικό διευθυντή του VAULT και εμπνευστή του Φεστιβάλ «O γιος μου» που παρουσιάστηκε μέσω 9 θεατρικών μονολόγων στο ίδιο θέατρο λίγους μήνες αργότερα.

Η Κική Μαυρίδου είχε αναλάβει να γράψει την ιστορία της μάνας του Κώστα Ταχτσή, η ζωή της οποίας παρουσιάζει τρομερό ενδιαφέρον και εμένα μου προτάθηκε να την υποδυθώ επί σκηνής.


Τι σκεφτήκατε όταν ήρθατε σε επαφή με το υπέροχο αυτό κείμενο;

Το διάβασα απνευστί. Θυμάμαι ότι ταράχτηκα πάρα πολύ και αυτό για μένα είναι σημάδι! Είναι η δεύτερη φορά που κάνω μονόλογο. Σε αυτό το θεατρικό είδος, η δυσκολία αλλά και το στοίχημα είναι το κείμενο να κρατήσει τον κόσμο. Πρέπει να το φανταστείς με έναν τρόπο…

 

Πώς είναι για έναν ηθοποιό η συνθήκη να υποδύεται ένα υπαρκτό πρόσωπο επί σκηνής σε ένα θεατρικό έργο με ελάχιστα στοιχεία μυθοπλασίας;

Είναι μια μεγαλύτερη ευθύνη στους ώμους του. Επειδή το πρόσωπο είναι υπαρκτό, χρειάζεται προσοχή στο πώς θα το προσεγγίσεις. Αυτό το είχε ήδη φροντίσει η Κική Μαυρίδου μέσω του κειμένου της. Από εκεί και πέρα το δικό μου «χρέος» ήταν να δικαιολογήσω και να αγαπήσω αυτόν τον ρόλο μέσα μου. Να φτάσω στο σημείο να τον προστατεύω με κάθε ίνα μου.

 

Επομένως δικαιολογείτε την ηρωίδα σας για τα λάθη της;

Για ποιον λόγο να μην τη δικαιολογήσω; Ποια είμαι εγώ και ποιος ο καθένας που σηκώνει μια πέτρα και την λιθοβολεί; Δυστυχώς, ζούμε στην εποχή που όλοι έχουν άποψη για τα πάντα, κάτι που δεν καταλαβαίνω και δεν αποδέχομαι. Εγώ, λοιπόν, δεν έχω άποψη για τα πάντα.

Για να επιστρέψω στην Έλλη Ζάχου Ταχτσή, μιλάμε για έναν άλλο αιώνα με διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετική την θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Θεωρώ -και το λέω με επιφύλαξη- ότι «μπήκα στα παπούτσια της». Έγινα ένα με αυτό το πλάσμα και κάθε βράδυ που ανεβαίνω στη σκηνή προσπαθώ να αναμετρηθώ με τις τύψεις και τις ενοχές του. Πρόκειται για μια ψυχή βασανισμένη που εκτίθεται απέναντι σε «ενόρκους» (θεατές) ξέροντας ότι δεν θα μπορέσει να συγχωρεθεί ποτέ.

 

Πώς θα περιγράφατε τη σχέση του Κώστα Ταχτσή με την μητέρα του; Θα λέγατε ότι η «ερωτική του ανορθοδοξία» (φράση που είχε πει ο ίδιος) λειτούργησε ως πράξη «εκδίκησης» απέναντι στη μητρική φιγούρα, καθώς η μητέρα του σε ηλικία 7 ετών τον εγκατέλειψε στέλνοντάς τον στην γιαγιά του στην Αθήνα;

Ως μάνα δυο κοριτσιών αναρωτιέμαι «πώς μπόρεσε και το έκανε αυτό»; Βγαίνοντας, όμως, απ’ έξω και βλέποντας πώς μεγάλωσε αυτή η γυναίκα, συνυπολογίζοντας τον χαρακτήρα και τα γονίδιά της, το ιστορικό πλαίσιο (μιλάμε για έναν αιώνα πριν) και προσμετρώντας τις άλλες της ιδιότητες (της κόρης αλλά και της συζύγου που έχει υποστεί κακοποίηση) μπορώ να την δικαιολογήσω. Και αυτό είναι η δουλειά του ηθοποιού και η σημασία της έννοιας «ενσυναίσθηση».

Όσον αφορά την «ερωτική ανορθογραφία» του, ο Ταχτσής είχε πει ότι ενδεχομένως τα τραυματικά του παιδικά χρόνια τον οδήγησαν σε αυτή τη «στρέβλωση». Σε ένα βαθμό το κατανοώ. Αναρωτιέμαι, όμως, μήπως μια πιθανή κλίση την οποία ο ίδιος είχε, η τότε κοινωνία τον «ανάγκασε» να την θεωρεί ως κάτι στρεβλό;

Για μένα η εικόνα που περιγράφεται στο έργο (πρόκειται για αληθινό περιστατικό) στην οποία η μάνα του ανοίγει την πόρτα και τον βλέπει ντυμένο με το φουστάνι της, το ρούχο που φοράει δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αγκαλιά της που του έλειψε.

 

Αν ζούσε σήμερα ο Κώστας Ταχτσής, σε μια εποχή που προσπαθεί να εντάξει -όχι πάντα με επιτυχία- μια κουλτούρα συμπερίληψης, θεωρείτε ότι θα είχε διαφορετική πορεία η ζωή του, ενδεχομένως και το τέλος του;

Τι να σας πω… Εδώ τον Ζακ Κωστόπουλο τον λιθοβόλησαν, τον ξέσκισαν… Πραγματικά αναρωτιέμαι σε ποιόν αιώνα βρισκόμαστε. Και δεν έχουμε πια καμία δικαιολογία. Γιατί ξέρουμε τα πάντα.

 

Από που πηγάζει η σκληρότητα της εποχής;

Ίσως από την υπερπληροφόρηση που λαμβάνουμε από τα ΜΜΕ και τα social media, η οποία μας τρελαίνει και στο τέλος δεν πληροφορούμαστε για τίποτα επί της ουσίας. Και όλο αυτό δεν γίνεται από ενδιαφέρον, αλλά επειδή το «ξέσκισμα», ο «κανιβαλισμός», η τραγωδία πουλάνε. Έχουμε περάσει σε άλλο επίπεδο όπου ο Άνθρωπος δεν έχει καμία σημασία. Θεωρούμε δεδομένο τον πόλεμο και όχι την Ειρήνη. Μιλάμε για το κράτος που βρίσκεται σε «αυτοάμυνα» και όχι για τον άμαχο πληθυσμό.

 

Είναι η Έλλη Ζάχου Ταχτσή για εσάς ένας ρόλος ζωής;

Ναι, φυσικά.

Βλέπετε τον εαυτό σας να παίζει για χρόνια αυτόν τον μονόλογο;

Μπορεί και να πηγαίνει για χρόνια, μπορεί να τον παίξει και κάποια άλλη. Δεν το γνωρίζω. Το σίγουρο είναι ότι είναι ένας μονόλογος που μας αφορά όλους. Όλοι είμαστε γιοι και κόρες. Όλοι έχουμε μια μάνα, ακόμα και όσοι δεν την γνώρισαν. Θα σας εξομολογηθώ κάτι. Έχω ένα ημερολόγιο και σημειώνω κάθε παράσταση. Όταν κάθομαι στο μπαούλο (σ.σ. το μοναδικό σκηνικό αντικείμενο της παράστασης) δίπλα μου κάθεται και η Έλλη, η οποία μου χαϊδεύει την πλάτη, μου δίνει κουράγιο. Είναι ένας νέος δρόμος που διανύουμε μαζί και κάθε φορά μάς βγάζει και κάπου αλλού.

 

Τι σας λένε οι θεατές μετά την παράσταση;

Έχω ακούσει τα πάντα για την Έλλη. Από το «δεν την συμπάθησα καθόλου» μέχρι έναν άνδρα που μου είπε εμπιστευτικά «κυρία Σχίζα, κρύβομαι 54 χρόνια», κάτι που με συγκίνησε βαθιά. Πρόσφατα ένα ομοφυλόφιλο αγόρι μού είπε «σας ευχαριστώ, γιατί απόψε μπόρεσα να δικαιολογήσω τους γονείς μου». Ένας πατέρας βλέποντας το έργο γύρισε και είπε στη γυναίκα του «ας αφήσουμε το παιδί ήσυχο»… Το θέατρο ανοίγει πύλες στο μυαλό των ανθρώπων!

 

Μετά από μια τόσο συναισθηματικά φορτισμένη για εσάς παράσταση, αποφορτίζεστε… παίζοντας θέατρο, καθώς πρωταγωνιστείτε στο νέο έργο του Γιάννη Τσίρου «Αράφ» στο θέατρο «Αποθήκη». Πώς θα συστήνατε στο κοινό αυτό το έργο;

Είναι ένα έργο που μιλάει γι’ αυτό που μας αφορά σε κοινωνικό επίπεδο περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Όχι μόνο σε σχέση με τους πρόσφυγες (είναι σαφέστατη η αλληγορία του Τσίρου) αλλά και για τον διπλανό μας. Το να αφουγκραζόμαστε και να σκεφτόμαστε ότι αυτό που συμβαίνει στον γείτονά μας θα έρθει και σε εμάς. Στη θέση του «Αράφ» θα μπορούσε να βρεθεί ο καθένας μας.

 

Τον Σεπτέμβριο του 2023 κάποιοι έριξαν στη θάλασσα έναν συνάνθρωπό μας, πετώντας τον από τον καταπέλτη ενός πλοίου. Λίγο καιρό νωρίτερ, ο Τσίρος έγραφε «κανένας δεν θα κλότσαγε έναν σκύλο στη θάλασσα, γιατί αυτό θα σήμαινε την οριστική παρακμή μας» ατάκα που ακούγεται και στο έργο από τον δικό σας ρόλο. Δεν είναι ανατριχιαστικό;

Εκεί συνειδητοποιείς ότι η πραγματικότητα για ακόμα μια φορά έχει ξεπεράσει τη μυθοπλασία. Δυστυχώς, έχει επέλθει η οριστική παρακμή μας. Για να το πω διαφορετικά, θεωρώ ότι εμείς είμαστε χαμένες γενιές. Πώς θα διορθώσουμε τα λάθη του παρελθόντος; Η ελπίδα είναι τα γεννοφάσκια, η νέα γενιά. Κάτι πρέπει να γίνει αλλά δεν ξέρω τι. Και δεν ξέρω και εάν είναι κάτι που ενδιαφέρει όσους άρχουν αυτόν τον κόσμο.

Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν είμαι καθόλου αισιόδοξη.

 

Πώς αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός, ενώ αρχικά σπουδάσατε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών;

Δεν πήρα ποτέ το πτυχίο μου. Χρωστάω ακόμα τη Φυσική του πρώτου έτους! Από μικρή ήμουν το παιδάκι που λέει τα ποιήματα στις γιορτές του σχολείου. Το θέατρο ήταν μια πολύ βαθιά εσωτερική μου ανάγκη. Περίμενα να τελειώσω το Μαθηματικό και να το κάνω.

 

 

Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τον μεγάλο θεατράνθρωπο Λευτέρη Βογιατζή;

Με τον Λευτέρη Βογιατζή ήρθα σε επαφή στο τρίτο έτος της σχολής. Έκανε μια μεγάλη οντισιόν για το εργαστήριο αρχαίου δράματος για την «Αντιγόνη». Είχα την τύχη να με επιλέξει και να έχω τον ομώνυμο ρόλο τη χρονιά που ανέβηκε η παράσταση (1992-1993) στο «Θέατρο της οδού Κυκλάδων». Μια παράσταση η οποία κατά την εκτίμηση έγκριτων θεατρολόγων θεωρείται μια από τις καλύτερες παραστάσεις του 20ού αιώνα πάνω στην αρχαία τραγωδία. Αυτή ήταν η πρώτη μου δουλειά στο θέατρο.

Τον Λευτέρη Βογιατζή τον αγαπώ πολύ και τον βλέπω ακόμα στον ύπνο μου πολλές φορές. Ήταν ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος στη ζωή μου, ένας σπουδαίος δάσκαλος και σκηνοθέτης. Ήταν σκληρός αλλά δεν ήταν ποτέ επί προσωπικού. Πρώτα αυτός υπέφερε και μετά οι συνεργάτες του.

 

Σας ενοχλεί που αν και είχατε διανύσει ήδη χιλιόμετρα θεατρικής πορείας, η ευρεία αποδοχή από το κοινό ήρθε μέσα από έναν τηλεοπτικό ρόλο και τη σειρά «Σαββατογεννημένες» (2003);

Δεν είναι κάτι για να με ενοχλεί. Αυτή είναι η πραγματικότητα στη δουλειά μας. Χαίρομαι που οι «Σαββατογεννημένες» ήταν η πρώτη μου επαφή με την τηλεόραση. Ήταν ένας εξαιρετικός τρόπος για να μπω σ’ αυτό το μέσο. Ήταν όλα εξαίσια. Η δουλειά, το team, οι συνθήκες…

 

Η Αθήνα διαθέτει πολλές θεατρικές επιλογές για όλα τα γούστα. Τρεις παραστάσεις «Βασιλιά Ληρ» δεν παίζονται ούτε στο Λονδίνο! Πώς το εξηγείτε;

Μιλάτε για πληθώρα επιλογών. Σε μια χώρα που απαξιώνει το θέατρο, τις παραστατικές τέχνες και τον πολιτισμό εν γένει, που με ένα Διάταγμα εξισώνονται τα πτυχία των αποφοίτων δραματικών σχολών με τα απολυτήρια Λυκείου, τίθεται, λοιπόν εύλογα το ερώτημα: Όταν ο άλλος κάνει το όνειρό του κόντρα στον κίνδυνο της ανασφάλειας που γεννά η ανεργία, γιατί να μην ασκεί το επάγγελμά του έστω και …τρώγοντας χόρτα; Οι θεατρικές ομάδες που δημιουργούνται είναι αποτέλεσμα μιας βαθιάς ανάγκης. Είναι μια απέλπιδα προσπάθεια ο ηθοποιός να βρει ο ίδιος τον χώρο του, γιατί όλα τα πόστα είναι «πιασμένα». Αυτό το δικαίωμα δεν μπορεί να του το αφαιρέσει κανείς.

 

Έχετε δυο κόρες. Σας εξέφρασαν ποτέ την επιθυμία να ακολουθήσουν τα επαγγελματικά σας βήματα;

Όχι, ποτέ. Ακολούθησαν άλλους δρόμους. Η Ναταλία είναι χορεύτρια και τον Μάρτιο θα δώσει την πρώτη της παράσταση στη Δρέσδη. Η Κατερίνα έκανε πρωταθλητισμό στο επί κοντώ στον ΓΣ Κηφισιάς και σήμερα είναι γυμνάστρια-προπονήτρια. Μάλιστα, όταν ήταν μικρή είχε κάνει και ένα πέρασμα από τις «Σαββατογεννημένες» σε έναν χαρακτηριστικό ρόλο.

 

Τα τελευταία χρόνια μένετε στο Μαρούσι. Ήταν επιλογή σας ή προέκυψε;

Μένω στο Μαρούσι από το 1999. Είναι κάτι που προέκυψε, επειδή εδώ βρισκόταν η δουλειά του άνδρα μου. Έχω βρει πια τα στέκια μου και μου αρέσει πολύ εδώ. Μου αρέσει, που μπορώ να βρω ανοικτούς χώρους, όπως το ΟΑΚΑ. Δεν μου αρέσει, όμως, που δεν βρίσκω πια να παρκάρω ή το γεγονός ότι δεν υπάρχει μια καλή επικοινωνία με τον Δήμο ώστε να ακουστούν τα προβλήματα που έχουμε και για τα οποία έχουμε παλέψει στο παρελθόν.

 

Σας έχει γίνει ποτέ πρόταση να κατέλθετε ως υποψήφια σε δημοτικές ή βουλευτικές εκλογές;

Όχι και δεν πρόκειται να αποδεχτώ κάτι τέτοιο. Μιλάω μέσα από τη δουλειά μου που είναι η υποκριτική. Υπάρχουν άλλοι άνθρωποι γι’ αυτές τις δουλειές.

 

INFO

 

«Η μάνα αυτουνού… Έλλη Ζάχου Ταχτσή»

της Κικής Μαυρίδου

Θέατρο «Εν Αθήναις», Ιάκχου 19, Γκάζι, τηλ. επικοινωνίας: 2130356472

ΗΜΕΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ

Kάθε Σάββατο στις 18:00 και Κυριακή στις 21:15

 

ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

Γενική είσοδος: 13 ευρώ

Μειωμένο Εισιτήριο: 11 ευρώ (Φοιτητές / Σπουδαστές /
Κάτοχοι Κάρτας Πολυτέκνων / ΑμεΑ /Άνω των 65 ετών / 
Κάτοχοι Κάρτας Ανεργίας)

Προπώληση: more.com

 

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Συγγραφέας: Κική Μαυρίδου

Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Λάσκαρης

Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Μάνος Αντωνιάδης

Σκηνικό / Κοστούμι: Γιώργος Λιντζέρης

Κατασκευή κοστουμιού: Ειρήνη Αβζίδου

Σχεδιασμός φωτισμών: Βαγγέλης Μούντριχας

Φωτογραφίες παράστασης: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Αφίσα παράστασης: Γιάννης Κεντρωτάς

Trailer / Κινηματογράφηση: ORKI Productions

Πρόγραμμα παράστασης: Εκδόσεις Απόπειρα

Επικοινωνία / Προώθηση παράστασης: Νταίζη Λεμπέση

Παραγωγή: VAULT theatre plus

 

Στον ρόλο της Έλλης Ζάχου Ταχτσή η Ράνια Σχίζα

Τη φωνή του χαρίζει στοΝ ρόλο του Κώστα Ταχτσή 
ο Νίκος Καραθάνος

 

 

«Αράφ»

του Γιάννη Τσίρου

Θέατρο «Αποθήκη», Σαρρή 40, τηλ. 210 3253153

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Κείμενο: Γιάννης Τσίρος

Σκηνοθεσία: Γιώργος Παλούμπης

Σκηνικά – Κοστούμια: Νατάσσα Παπαστεργίου

Φωτισμοί: Βασίλης Κλωτσοτήρας

Μουσική σύνθεση: Κώστας Νικολόπουλος

Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτα Παπαδημητρίου

Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Μαριάνθη Ράδου

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

Video promo: Θωμάς Παλυβός

Μακιγιάζ/Hair Styling φωτογράφισης –  Σχεδιασμός Μακιγιάζ παράστασης: Διονυσία Κωνσταντίνου

Οργάνωση παραγωγής: Χρυσαντίνα Κουλουμπού

Εκτέλεση παραγωγής: Ρίτα Κώνστα

Παραγωγή: Αθηναϊκά Θέατρα & Artinfo

Παίζουν: Ράνια Σχίζα, Ιωσήφ Πολυζωίδης, Φώτης Λαζάρου

 

ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

Τετάρτη – Πέμπτη – Παρασκευή
18 € κανονικό – 15 € μειωμένο (φοιτητικό – ανέργων – παιδικό έως 12 ετών – ΑμεΑ χωρίς κινητικά προβλήματα)
Σάββατο – Κυριακή
20 € κανονικό – 17 € (φοιτητικό- ανέργων – παιδικό έως 12 ετών – ΑμεΑ χωρίς κινητικά προβλήματα)
Προπώληση: more.com

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ