Τρίτη, 15 Οκτωβρίου, 2024

Πέγκη Φαράντου: Τα τρία σκαλιά

Γράφει η Πέγκη Φαράντου: Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών – Συγγραφέας – Ζωγράφος.
www.pegifarandos.gr

Σε ένα πολύ μικρό δρόμο, ανάμεσα σε πολυώροφες πολυκατοικίες, είχε το εργαστήριό της η κυρία Ελπινίκη. Ο δρόμος αυτός ήταν πολύ στενός, με μικρά πεζοδρόμια δεξιά και αριστερά, στα οποία μετά βίας χωρούσε να περάσει ένας άνθρωπος. Παρ’ όλα αυτά, στον μικρό αυτό δρόμο την προσοχή αποσπούσε ένα μικρό εργαστήριο. 

Όταν η κυρά Ελπινίκη νοίκιασε τον μικρό χώρο, για να τον κάνει εργαστήριο ραπτικής, όλοι της έλεγαν πως είναι ακατάλληλος και πως κανένας πελάτης δεν θα πηγαίνει στο μαγαζί της. Τα γνώριζε αυτά η κυρά Ελπινίκη, από την αρχή. 

Ένας μόνο δρόμος χώριζε το μαγαζί της από τον διπλανό δήμο, που είχε καλύτερη φήμη και ο κόσμος τον προτιμούσε για τις αγορές του. Και τρία σκαλιά ήταν αυτά που μετονόμαζαν το μαγαζί της από ισόγειο σε υπόγειο. Εκείνη όμως, από την πρώτη κιόλας μέρα που μπήκε στο μαγαζί της, αποφάσισε να αλλάξει τα δεδομένα.

Έβαψε μόνη της τα παλιά ξύλινα παντζούρια σε χρώμα μπλε, έβαλε μια γλάστρα με λουλούδια στο στενό περβάζι του παραθύρου και γέμισε το μαγαζί με όλα τα σύνεργα ραπτικής, κλωστές, ψαλίδια, παραμάνες, κουμπιά. Το εργαστήριό της ήταν έτοιμο, με τρεις μεγάλες ραπτομηχανές να καταλαμβάνουν σχεδόν ολόκληρο τον χώρο. 

Η μηχανή που χρησιμοποιούσε πιο πολύ ήταν τοποθετημένη κάτω από το παράθυρο, εκεί ήταν και το σημείο που καθόταν η κυρά Ελπινίκη όλη τη μέρα αλλά και πολλά βράδια. Εκεί έραβε με τη μηχανή της και έκλεβε μικρές ματιές στον δρόμο. 

Δεν άργησε το μικρό ραφτάδικο να αποκτά φήμη και ο κόσμος ολοένα να αυξάνεται. Στα μικρά πεζοδρόμια που χωρούσαν μετά βίας έναν άνθρωπο σχηματίζονταν μεγάλες ουρές. Στην αρχή δύο, μετά πέντε και αργότερα πολλοί περισσότεροι περίμεναν με υπομονή να φτάσουν στην πόρτα του μικρού μαγαζιού. Άνθρωποι με μια σακούλα στο χέρι πήγαιναν να επιδιορθώσουν, να μεταποιήσουν ή να φτιάξουν εκ νέου κάποιο ρούχο. Δεν ήταν μόνο η καλή δουλειά και οι καλές τιμές που έκανε η Ελπινίκη στους πελάτες της αλλά και κάτι άλλο. Ήταν ένα εγκάρδιο χαμόγελο με το οποίο υποδεχόταν στο μαγαζί της το κάθε έναν. Πάντα με το χαμόγελο, πάντα με χαρά. Όταν τη ρωτούσαν, «Τι κάνεις κυρά Ελπινίκη;», εκείνη απαντούσε, «Όλα καλά δόξα τω Θεώ!». Δεν παραπονιόταν ποτέ και για τίποτα, ούτε όταν ο καιρός δεν ήταν καλός, ούτε για τα χρήματα που δεν έφταναν να καλύψουν τις ανάγκες της, ούτε για κάποιους πόνους που είχε στο σώμα της, ούτε όταν κάτι τη στεναχωρούσε. Ό,τι και αν την απασχολούσε, ήταν με ένα χαμόγελο. 

Κάτω από το μπλε παράθυρο, η κυρά Ελπινίκη έραβε συνεχώς. Το πόδι της κινούνταν ρυθμικά στο πετάλι της ραπτομηχανής, καθώς γάζωνε τα υφάσματα και ένας χαρακτηριστικός ήχος ακουγόταν παντού στον μικρό χώρο. 

Μια μέρα που έβρεχε και δεν είχε πολύ κόσμο, μπήκε στο ραφείο μια γειτόνισσα με ένα παλτό στην αγκαλιά, «Καλημέρα Ελπινίκη, σου έφερα να μου στενέψεις λίγο αυτό το παλτό και θέλω να μου το φτιάξεις τώρα γιατί θέλω να το φορέσω το βράδυ». Η Ελπινίκη χαμογέλασε, έτριψε για λίγο τον θώρακά της και έφερε μια καρέκλα για να κάτσει η γειτόνισσα. «Είσαι καλά Ελπινίκη; σαν να έχεις χάσει το χρώμα σου σήμερα». «Όλα καλά, δόξα τω θεώ, άλλοι είναι χειρότερα, όλα καλά» είπε και πήρε το παλτό στα χέρια της. Έβγαλε μια καρφίτσα από τις δεκάδες που είχε καρφωμένες στη ρόμπα της, την κράτησε για λίγο με τα χείλη της και μετά την καρφίτσωσε στο παλτό. «Δεν είμαι καθόλου καλά σήμερα -είπε η γειτόνισσα- τσακώθηκα με το παιδί μου και είμαι όλο νεύρα, δεν του φτάνουν τα χρήματα και σκέφτεται να δουλέψει και σε άλλη δουλειά, θέλει να αλλάξει και σπίτι, να εξοφλήσει το καινούργιο αυτοκίνητο, με πονάει και το πόδι μου και δεν μπορώ να περπατήσω, άστα!». «Μη στεναχωριέσαι -είπε η Ελπινίκη- όλα θα διορθωθούν, να έχεις ηρεμία, αγάπη και υπομονή». 

Στο μεταξύ μια άλλη κυρία μπήκε στο ραφείο κλείνοντας βιαστικά την ομπρέλα της, «Καλημέρα, μπορώ να περιμένω», είπε και στάθηκε όρθια σε μια γωνία του μικρού μαγαζιού. Η Ελπινίκη έφερε ένα μικρό καρεκλάκι στην πελάτισσα και αποχαιρέτησε τη γειτόνισσα που έφυγε από το μαγαζί με το παλτό. «Σας είχα φέρει για μεταποίηση ένα μεταξωτό φουστάνι με πέρλες…». Η Ελπινίκη σηκώθηκε, παραπάτησε για λίγο και κρατώντας την καρέκλα της έφερε το φουστάνι στην κυρία. Η πελάτισσα, αφού πήρε τη σακούλα στα χέρια της, διαμαρτυρήθηκε για την τιμή που της φάνηκε μεγάλη. Τότε η Ελπινίκη κατέβασε τα μάτια της και επέστρεψε όλο το ποσό στην πελάτισσα ενώ εκείνη έφυγε χαρούμενη από το κατάστημα. 

Η βροχή είχε σταματήσει και η Ελπινίκη ετοιμαζόταν να φύγει για το σπίτι της. Έκλεισε τα παντζούρια, έκλεισε και την πόρτα. Όταν ανέβηκε και το τρίτο σκαλί, ένας πόνος την έκανε να χάσει τις αισθήσεις της. 

Το επόμενο πρωί, κάποιοι πελάτες στάθηκαν μπροστά στα κλειστά παράθυρα του μικρού ραφείου. «Το γνωρίζατε ότι η κυρά Ελπινίκη ήταν τόσο άρρωστη;» είπε ένας, «όχι, δεν παραπονέθηκε ποτέ…», απάντησε κάποιος άλλος. «Έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για τον εαυτό μας και έχουμε ξεχάσει να ακούμε τους άλλους…», είπε κάποιος, μέσα από τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί. 

Την επόμενη μέρα το δρομάκι είχε χάσει το χαμόγελό του.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ