Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003): Ένας μεγάλος δάσκαλος του ανθρωπισμού

«Ο κόσμος του, ο ψυχικός του κόσμος είναι 
που κερδίζει τον αναγνώστη 
και εγγράφει βαθιά στη συγκίνησή μας»

Ε.Π. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ, 1954

Γράφει η Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη
Φιλόλογος

 

Η συμπλήρωση είκοσι ετών από τη φυγή του Αντώνη Σαμαράκη, δίνει την ευκαιρία μιας ακόμη επικοινωνίας με το γενικής αποδοχής έργο του. Ο στρατευμένος αποκλειστικά στον άνθρωπο συγγραφέας, έχει αφήσει εντονότατη τη σφραγίδα του στην ανανέωση της πεζογραφίας μας, μετά τη (φαινομενική) λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Άγρυπνος, συμβαδίζοντας με το σφυγμό της σύγχρονής του πραγματικότητας, κατέγραφε τα δεινά του μεταπολεμικού ανθρώπου αλλά και πάντοτε προέβαλλε την ελπίδα ότι η κοινωνία θα χτίσει ένα δικαιότερο κόσμο.

 

«ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ» 1954

Ο Σαμαράκης εμφανίζεται για πρώτη φορά στην πεζογραφία μας το 1954, με μια συλλογή δώδεκα εξαιρετικών διηγημάτων, υπό τον τίτλο: «ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ». Παρά τη συντομία της πρώτης του κατάθεσης, κατορθώνει με την ευαισθησία του να παρουσιάσει πολλά προβλήματα της τότε εποχής: Τη φτώχεια μέχρι τη θανάσιμη πείνα, τον εφιάλτη των τοπικών πολέμων, που συνεχίζονται, την αγωνία της ανεργίας ή τη μοναξιά του ανθρώπου, μέσα στη σύγχρονή του κοινωνική σύγχυση. Χτυπά με ειρωνεία τους βολεμένους σε υψηλές θέσεις, χωρίς να ενδιαφέρονται για όσα απαράδεκτα συμβαίνουν στους συνανθρώπους τους και δεν μπορεί να απευθύνεται σε παιδιά με ψεύδη και υποκρισία.

Χαρακτηριστικό είναι το διήγημα «Ζητείται Ελπίς», που αποτελεί τον τίτλο του βιβλίου. Ο επισκέπτης ενός καφενείου ανοίγει την απογευματινή εφημερίδα, με τις σελίδες της να υπογραμμίζουν τις σκέψεις του: «…. το αίμα χυνότανε στην Κορέα χτες, στην Ινδοκίνα σήμερα, αύριο… ο πόλεμος, η βόμβα υδρογόνου, οι αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η “Κοσμική Κίνησις”… Το πανόραμα της ζωής!». Και τέλος οι «Μικρές Αγγελίες». «ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή… ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνο… ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζίπ εν καλή καταστάσει… ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός… Έβγαλε την ατζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε με το μολύβι του: ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ».

Ο προβληματισμένος άνθρωπος έφυγε αμέσως με κατεύθυνση τα γραφεία της εφημερίδας. Θα παρακαλούσε η αγγελία του να μπει οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο.

Ο Σαμαράκης αναζητεί την Ελπίδα και στα μεταγενέστερα έργα του. Εξάλλου, το πρώτο βιβλίο του προαναγγέλλει ότι το αναγνωστικό κοινό θα αποκτήσει έναν κοινωνικό συγγραφέα.

 

«ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ» 1959

Ο Ψυχρός Πόλεμος οδηγεί τον Αντώνη Σαμαράκη στην έκδοση ενός αντιπολεμικού μυθιστορήματος, στο «Σήμα Κινδύνου». Με πρωτοτυπία και ισχυρή ψυχική ένταση, καταγράφεται η αγωνία που επιφέρει ο βάσιμος φόβος ότι θα εκραγεί ένας ακόμη παγκόσμιος πόλεμος και ότι η πείνα ξανά θα διαλύει τους ανθρώπους. Η τρομερή αναμονή έχει ανατρέψει δραματικά τη ζωή των δύο κύριων προσώπων του μυθιστορήματος, σε αντίθεση με την απουσία προβληματισμού στον κοινωνικό τους περίγυρο. Ο συγγραφέας παρουσιάζει και ανθρώπους σε ακραία κατάσταση τρόμου ενώπιον του πολεμικού εφιάλτη, για να υπενθυμίσει ότι με την παραφροσύνη ισοδυναμούν η ανασφάλεια και οι πόλεμοι, που επιβάλλονται στον κόσμο.

Οι δύο έντρομοι του μυθιστορήματος, αντιμετωπίζουν το αδιέξοδο και απεγνωσμένοι αναζητούν ένα φως. Ζητείται Ελπίς… Τελικά, ύστερα από αφόρητη ψυχική δοκιμασία, αυτός, που επέζησε, καταλήγει στη σκέψη ότι μόνον η ανησυχία εμπεριέχει την ελπίδα, τη διέξοδο. Η «άγια ανησυχία» των ανθρώπων για το μέλλον τους. Εάν ο κόσμος πάψει να είναι ήσυχος, και προβληματίζεται, τότε υπάρχει ελπίδα, ως ένα βαθμό, να μην παραδοθεί στη μοίρα που χαλκεύει εις βάρος του ο πόλεμος των οικονομικών συμφερόντων. Όταν διαφαίνονται επερχόμενα δεινά, ο εφησυχασμός είναι επικίνδυνος. Αλίμονο, όμως. Τον κάνει αόρατο η επιπόλαιη, η ανεύθυνη στάση των ανθρώπων απέναντι στην προσωπική και κοινωνική τους πραγματικότητα…

 

«ΑΡΝΟΥΜΑΙ» 1961

Στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Αντώνη Σαμαράκη, υπό τον τίτλο «Αρνούμαι», επανέρχεται το άγχος του μυθιστορήματος «ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ», αλλά ο συγγραφέας στρέφει το ενδιαφέρον του και σε άλλα θέματα.

Με βαθύ ανθρωπισμό και δυνατή παραστατικότητα αποδίδει το αβάσταχτο δράμα άνεργου ανθρώπου στο διήγημα «Η Ζούγκλα».

«Το Δέντρο» είναι διήγημα ιδιαίτερης ευαισθησίας. Στη μικρή αυλή του κάποιος μοναχικός, νέος άνθρωπος φύτεψε και είδε να μεγαλώνει ένα δέντρο, που το καμαρώνει. Είναι «ο φίλος του, ο δικός του». Ωστόσο ξαφνικά, μια νύχτα, κοιτάζοντάς το, ήρθε μια φωνή: «Ούτε ένα δέντρο δεν έχει η Χιροσίμα, ούτε ένα δέντρο…».

Η φωνή ερχόταν και ξαναρχόταν, αδιάφορη και μετά το λόγο του ανθρώπου: «Εγώ έχω ένα δέντρο!». Τελικά η βαθιά, χαμηλή φωνή έγινε φωνή του εαυτού του και είδε ότι η μικρή αυλή του «τώρα ήτανε η Χιροσίμα, η Χιροσίμα που δεν έχει ούτε ένα δέντρο!». Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε το δικαίωμα αυτός να βλέπει το δέντρο του. Αυτό το δέντρο ήταν εκτός Νόμου, τώρα δεν του είπε τίποτε από εκείνα, που κάθε νύχτα του έλεγε. Σφιχτά δεμένος με τη Χιροσίμα ξερίζωσε το δέντρο, που τόσο είχε αγαπήσει. Εάν το άφηνε να ζήσει, δεν θα υπήρχε και στην αυλή του η πόλη του μαρτυρίου.

Το εξαιρετικό διήγημα «Αρνούμαι» γράφεται με ιδιαίτερη αγάπη για τον άνθρωπο και με σεβασμό της ζωής. Ένας νέος, που όπως εκατομμύρια άλλοι, πολέμησε κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για να αποκτήσει η ανθρωπότητα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΨΩΜΙ», δεν αντέχει να ζήσει στον μεταπολεμικό κόσμο της διάψευσης, χωρίς καμιά βεβαιότητα, με ανύπαρκτο ένα «σημείο στηρίξεως». Ωστόσο, την τελευταία στιγμή, πριν από το εθελοντικό τέλος της ζωής του, ένας περαστικός τον προλαβαίνει και τον σώζει οριστικά λέγοντάς του: «Δεν έχεις το δικαίωμα να το κάνεις αυτό!… Ποτέ δεν μπορείς να πεις πως δεν είναι ούτε ένας άνθρωπος, που να μην μπορείς, εσύ να τον κάνεις λιγότερο δυστυχή, λιγότερο μόνο… Αυτή είναι μια βεβαιότητα που δεν μπορείς να την αγνοήσεις…». Και ο νέος σκέφτηκε αργότερα: «… ναι, το πρώτο είναι να πω ΑΡΝΟΥΜΑΙ σ’ αυτόν εδώ τον παράλογο κόσμο… αλλά και μαζί να πω ΑΡΝΟΥΜΑΙ στο θάνατο… στην υποταγή… στη φυγή… στη λιποταξία…». Και σε λίγο «πήγε προς τον τοίχο της καπναποθήκης… με κεφαλαία γράμματα, ακριβώς σαν και τότε στην Κατοχή, έγραψε: ΑΡΝΟΥΜΑΙ.

 

«ΤΟ ΛΑΘΟΣ» 1965

Γύρω στο 1965, ο Σαμαράκης σύμφωνα με δήλωσή του, διαισθάνεται «ότι ερχόταν στον τόπο μας μια καινούρια συμφορά… και βλέποντας την αδιαφορία πολλών μπροστά σε σημάδια σαφή», παραδίδει την καταγγελία του ολοκληρωτισμού, το μυθιστόρημα με τίτλο «Το Λάθος». Προφανώς, θέλει να λειτουργήσει ως «σήμα κινδύνου», υπ’ αριθμόν 2, της ελληνικής κοινωνίας. Στη μυθοπλασία δίνονται και οι οδυνηρές εμπειρίες του συγγραφέα, από τη ζωή του κατά τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου και την Κατοχή.

Η υπόθεση αναπτύσσεται υπό τις ασφυκτικές συνθήκες ενός φανταστικού φασιστικού καθεστώτος, με την Ειδική Υπηρεσία του, όπως ονομάζεται, αρμόδια για τη μεταχείριση και τον εντοπισμό των δημοκρατικών πολιτών. Εις βάρος τους εφαρμόζει καταστροφικά σχέδια δράσης και το τρομερό δόγμα «Ο μη ων μετ’ εμού, κατ’ εμού εστί». Αυτός που δεν είναι φανερά μαζί μου, είναι εναντίον μου!…

Δύο πράκτορες, με τις ονομασίες μάνατζερ και ανακριτής, αναλαμβάνουν τη μεταφορά ενός υπόπτου στην πρωτεύουσα, για ανακρίσεις. Ωστόσο, το μακρό ταξίδι διακόπτει ένα εικοσιτετράωρο παραμονής σε άλλη πόλη, δήθεν για να αποκατασταθεί η βλάβη του υπηρεσιακού αυτοκινήτου. Ο μάνατζερ θα επιβλέπει στο συνεργείο και απομένει φρουρός του υπόπτου μόνος ο ανακριτής. Ο τελευταίος, εκτελώντας μελετημένο σχέδιο – παγίδα, υποδύεται το ρόλο ανθρώπου με φιλική διάθεση. Οι δυο τους περιηγούνται την πόλη, φτάνουν ως την παραλία της, επισκέπτονται ένα ενδιαφέρον λούνα παρκ και το βράδυ επιστρέφουν στο δωμάτιο του εβδόμου ορόφου ενός ξενοδοχείου, σαν καλοί φίλοι. Στην πραγματικότητα, επειδή δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τη δράση του υπόπτου, ο ανακριτής κατασκευάζει μια χαλαρή ατμόσφαιρα, για να τον ωθήσει σε απόπειρα απόδρασης, που θα αποτελέσει απόδειξη της ενοχής του. Ο δυστυχής πολίτης έχει στο νου του την απόδραση, αλλά δεν την αποτολμά, γιατί γνωρίζει ότι αμέσως ή αργότερα θα συλληφθεί.

Οι ένοικοι του δωματίου περιμένουν να έλθει ο μάνατζερ, στις πέντε η ώρα το πρωί, για να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ωστόσο, λίγα λεπτά πριν από την καθορισμένη ώρα, ένα ρεύμα αέρα από το παράθυρο του δωματίου, έκλεισε με δύναμη την πόρτα του μπάνιου, όπου βρισκόταν ο ανακριτής, με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό του. Τότε, αμέσως ο κατηγορούμενος πηδά στη μικρού πλάτους οροφή της μαρκίζας, κάτω από το παράθυρο, με την ελπίδα να φτάσει από το ύψος επτά ορόφων, στη σκάλα υπηρεσίας και στην αυλή, ώστε στη συνέχεια να εξαφανιστεί. Ο ανακριτής όμως κατάφερε να ανοίξει την πόρτα και βλέπει τον άνθρωπο της μαρκίζας. Τον διατάζει επανειλημμένως να επιστρέψει και δεν τον πυροβολεί, διότι αυτός ο θάνατος, χωρίς να τον έχει συμπεριλάβει το σχέδιο της υπηρεσίας, θα θεωρηθεί αποτυχία υπηρεσιακή και προσωπική του ανακριτή.

Ο άνθρωπος της μαρκίζας μένει ακίνητος στην θέση του, βλέπει τον κίνδυνο βασανιστικών ανακρίσεων, εάν κατευθυνθεί προς το παράθυρο αλλά και δεν τολμά να πέσει στο κενό. Και ξαφνικά, ένα φως κατακλύζει την ψυχή του φρουρού. Από αυτή τη στιγμή, αισθάνεται ότι είναι πραγματικός άνθρωπος, υπεύθυνος για τη ζωή ενός προσώπου, με το οποίο έχει συνδεθεί και αναφωνεί: «δεν μπορώ να τον παραδώσω…». Μία-μία βλέπει τις εικόνες από τις βόλτες τους στην πόλη και από τη νύχτα, που πέρασαν μαζί. Το καθεστώς «δεν είναι πια σε πρώτο πλάνο στη συνείδησή του… ο άνθρωπος στη μαρκίζα είναι στο πρώτο πλάνο». «Φύγε!» του φωνάζει πολλές φορές, «φύγε!». «Όχι, οι άνθρωποι δε χωρίζονται σ’ εκείνους που είναι με το καθεστώς και σ’ εκείνους που δεν είναι με το καθεστώς. Ένα λάθος, κρίσιμο λάθος έχουμε κάνει, το καθεστώς είναι διάτρητο από το ένα τούτο λάθος». Ο άνθρωπος όμως της μαρκίζας εξακολουθεί να παραμένει ακίνητος.

Στο μεταξύ έχει φτάσει ο μάνατζερ, πυροβολεί τον ανακριτή και τον χτυπά στο δεξί χέρι. Ο άνθρωπος της μαρκίζας βλέπει τη σκηνή, καταλαβαίνει πως δεν ήταν κόλπο το «Φύγε». Τώρα θέλει να βρεθεί δίπλα στον ευεργέτη του, να τον βοηθήσει, κάνει δύο βήματα προς το παράθυρο. Αλλά βρέχει δυνατά, η μαρκίζα γλιστράει, γλιστράει και πέφτει από ψηλά στην αυλή, μαζί με το θύμα του παραλογισμού…

Η ιστορία του έργου τελειώνει με δύο θανάτους, αλλά το βαθιά ανθρώπινο μήνυμά του παραμένει: Κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς είναι ένα μεγάλο λάθος. Και ουδείς ολοκληρωτισμός έχει τη δύναμη να κάνει όλους τους ανθρώπους εξαρτήματά του και μηχανές – ρομπότ της καταστροφής.

«ΤΟ ΛΑΘΟΣ», υπαγορευμένο από βαθύ συναίσθημα ευθύνης, σε συνδυασμό με την πρωτοτυπία και την ευρηματικότητα που το χαρακτηρίζουν, πήρε εγκωμιαστικές κριτικές και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Αποτελεί σταθμό της πεζογραφίας του Σαμαράκη και μέγιστον μάθημα ανθρωπισμού.

 

Επιλογικά

Ασφαλώς, το παρόν κείμενο δεν αναδεικνύει την προσωπικότητα του συγγραφέα με πληρότητα. Μας άφησε πολλά, εκλεκτά βιβλία και παράλληλα ένα λαμπρό παράδειγμα ανθρωπιστικής δράσης. Μεταξύ των άλλων, η μεγάλη αγάπη για τη νέα γενιά, τού ενέπνευσε την ίδρυση της «Βουλής των Εφήβων». Το 1968-69 συνεργάστηκε με εμπειρογνώμονες του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας σε χώρες της Αφρικής.

Τελικά, με το βλέμμα στη διεθνή πραγματικότητα, παραθέτουμε αποσπάσματα από την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος «ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ», παντού και πάντοτε επίκαιρα.

Ο πρωταγωνιστής του έργου ταξιδεύει σιδηροδρομικώς και σκέπτεται: «… παραπάνω από τον κίνδυνο του πολέμου είναι ο κίνδυνος να είμαστε χωρίς ανησυχία εμπρός στον πόλεμο, παραπάνω από τον κίνδυνο της πείνας είναι να είμαστε χωρίς ανησυχία εμπρός στην πείνα… κίνδυνος υπ’ αριθμόν 1 είναι να σβήσει στις καρδιές των ανθρώπων η ανησυχία… όχι να σβήσει, όχι να σβήσει, αυτός είναι ο κίνδυνος, ο κίνδυνος, ο κίνδυνος, όρμησα και τράβηξα το ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ».

Σημείωση: Η ανά χείρας προσπάθεια είχε ξεχωριστή στήριξη από την εμπεριστατωμένη πραγματεία του Κώστα Παππά, με τον τίτλο «ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ, ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ». Εκδόσεις «Σμίλη», 1988.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ