Γράφει η Ρίκα Χρυσανθοπούλου, Διηγηματογράφος.
rica@ath.forthnet.gr
Η λεπτή σιλουέτα φαίνεται βιαστική, σέρνοντας πίσω της μια εκκωφαντική μικρή κόκκινη βαλίτσα με ροδάκια. Αν τη ρωτούσες δεν θα ήξερε να σου πει γιατί διάλεξε βαλίτσα σ’ αυτό το χρώμα, για τη συγκεκριμένη περίσταση.
Κάθεται αναπαυτικά στην καρέκλα της, κοιτάζοντας από το παράθυρο τα ζωηρά φώτα των προβολέων. Γέρνει πίσω και ανασαίνει υπομονετικά την πολύβουη παρέα των «συνδαιτυμόνων» της, προσπαθώντας να ηρεμήσει.
Σε λίγο από ψηλά, βλέπει σαν φωτισμένες σερπαντίνες τους δρόμους. Σχηματίζουν ημικύκλια, ορθογώνια, παίρνοντας τις μορφές του κάθε οικοδομικού τετραγώνου. Μοιάζουν κατόψεις του κτηματολογίου, ίδιο καρέ αρνητικού φωτογραφίας.
Σχήματα σπιτιών, δρόμων, γηπέδων, εστιατορίων σβήνουν αργά στο σκοτάδι. Όσα τα φώτα κι οι δρόμοι, τόσες κι οι ζωές, σκέφτεται, από τη χλωμή αντανάκλαση στα μάτια της. Ένας ολόκληρος σιωπηλός κόσμος από ψηλά.
Πόρτες και παράθυρα δεν διακρίνονται. Ούτε χαμόγελα, βλέμματα, καημοί και κακές ειδήσεις στις φωτισμένες οθόνες. Δεν υπάρχει ήχος από κόρνες, νότες μουσικής ή ανθρώπινες φωνές. Όλα φαντάζουν σιωπηλά από ψηλά. Γαλήνια και υποδειγματικά, σε μια πόλη παραδομένη στη νύχτα, στα μυστικά, στους πόνους και τα πάθη της.
Το φωτισμένο παραθυράκι του αεροπλάνου ακολουθεί πειθήνια την πτήση για Θεσσαλονίκη. Μα κι αλλού να πήγαινε, το ίδιο θα φάνταζαν οι πόλεις. Ώσπου να χαθεί, σκέφτεται, κι αυτή η ίδια στα σύννεφα και τότε να σβήσουν όλα μέσα στη νύχτα, ως την επόμενη φωτισμένη πολιτεία.
Κλείνει τα μάτια και βρίσκεται στο απόλυτο κενό των συναισθημάτων. Αφύσικο της φαίνεται. Εντελώς αφύσικο. Πως γίνεται να σβήνουν όλα μέσα της, σαν το αδειανό φλιτζάνι του πρωινού καφέ.
Ανοίγει τα μάτια της και θαρρεί πως βρίσκεται στο ίδιο σημείο του ουρανού. Ακίνητη, καρφωμένη στα σύννεφα. Κι εκεί να έμενε δεν θα την πείραζε. Δεν βιάζεται να φτάσει. Δεν μπορεί κανείς να νικήσει το χρόνο τελικά, ούτε τη φθορά. Ούτε καν οι χθεσινοί νικητές της ζωής. Γιατί υπάρχει πάντα για κάποιους άλλους, το αύριο. Το πάρα κάτω. Πάντα!
Μέσα στην κόκκινη βαλίτσα κρύβει ένα υποκριτικό μαύρο στενό φόρεμα κι ένα ζευγάρι γκρίζες γόβες. Ποιός το περίμενε να θέλει να πάει σ ‘ αυτή την κηδεία, παρατώντας τη δουλειά και τους αγαπημένους της στην Αθήνα. Ποιός; όλοι απόρησαν μαζί της.
Οι σελίδες του βιβλίου της γυρίζουν θροΐζοντας στο παρελθόν. Τότε που παιδάκι ακόμη ρωτούσε τη γιαγιά της, πότε θα γυρίσει η μητέρα της από τη Θεσσαλονίκη. Η γιαγιά σκεπτική απαντούσε «θα γυρίσει … θα γυρίσει πριν τελειώσεις το Δημοτικό κι όλα θα γίνουν, μην ανησυχείς». Και να που τελειώνει το Πανεπιστήμιο, μα τίποτε δεν έγινε. Έμεινε μόνο η συνήθεια της αναμονής.
Οι φήμες έλεγαν πως η μητέρα της ήταν καταπληκτική μοδίστρα και όταν της ζήτησαν να εργαστεί στη Θεσσαλονίκη δεν μπόρεσε να αρνηθεί. Για λίγο, είπε. Για προσωρινά.
Θυμάται πως κανείς δεν ήταν πρόθυμος να αποκριθεί τότε στις ερωτήσεις της, λες κι αν άκουγαν τις απαντήσεις τους θα μαγεύονταν, και ύστερα θα έμεναν βουβοί για πάντα. Θολό τοπίο. Για χρόνια!
Ώσπου το «για λίγο» φανερώθηκε, σαρώνοντας τις μέρες, σπρώχνοντας τους μήνες, διασκεδάζοντας τους ψιθύρους στις Γιορτές. Σαν το γάλα που φουσκώνει αργά-αργά και ξεχειλίζοντας, χύνεται, καίγεται.
Πολλές οι απορίες της, οι πικρίες, οι αναπάντητες ερωτήσεις και η μόνιμη απουσία. Σε όλες της τις μάχες, η απουσία. Πυκνά τηλεφωνήματα στην αρχή, μια δυο επισκέψεις και ύστερα λιγότερα και ακόμη λιγότερα. Στέλνοντας χρήματα στη γιαγιά, θαρρείς ξοφλούσε όλες της τις υποχρεώσεις. Ξεπλήρωνε και την παραμικρή τύψη. Για χρόνια.
Ακόμη και το διαζύγιο με τον πατέρα, εκείνη το πλήρωσε, είπε κάποτε με στόμφο. Του άνοιξε μάλιστα το δρόμο να κάνει κι εκείνος μια νέα οικογένεια. Αυτή την οικογένεια που δεν υπήρξε ποτέ φιλόξενη για το «παιδί από τον πρώτο γάμο».
Τελευταία της ανάμνηση πριν κάποια χρόνια (στο Γυμνάσιο ήταν ακόμη), μιας κυρίας με κατακόκκινα περιποιημένα νύχια, καρέ μαλλιά και κομψό μπλε ταγιέρ. Κάθονταν στο σαλόνι αμήχανα και οι τρείς, χωρίς να έχουν πολλά να πουν. Κούφιες σιωπές και ξεκούρδιστα χαμόγελα ήταν τα καλούδια που κουβαλούσε μαζί της και άδειαζαν αργά από την ακριβή τσάντα της, στις ψυχές τους. Το προσωρινό είχε γίνει μόνιμο. Χρόνια τώρα! Χωρίς εξηγήσεις και κουβέντες περιττές.
Τα άλογα του χρόνου καλπάζουν ακόμη. Τ’ ακούει μέσα στο αεροπλάνο σαν ρυθμικό ποδοβολητό. Πετάει με μια λυτρωτική κόκκινη βαλίτσα, να τη δει για τελευταία φορά. Να την αποχαιρετήσει. Πόση υποκρισία Θεέ μου, κρύβει το στενό μαύρο της φόρεμα. Πόσο θυμό που ποτέ δεν μοιράστηκε.
Θάθελε να της έμοιαζε κάπως. Νάχα τα φτερά σου, σκέφτεται. Να τα ‘ χα έστω για λίγο. Να έσπρωχνα κι εγώ με πείσμα το πλήθος γύρω μου, ποδοπατώντας ελπίδες, σιωπώντας ερωτήσεις, χτυπώντας κατάστηθα τα εμπόδια για μια νέα ζωή. Όπως κάθε νάρκισσος που καμαρώνει τον εαυτό του στον καθρέφτη του νερού, στην ακροποταμιά.
Ο βόμβος του αεροπλάνου κοπάζει. Από το παράθυρο βλέπει την πολιτεία στο βάθος να λάμπει. Φτάνουμε, σκέφτεται.
Αραγμένα πλοία, φωτισμένα λιμάνια και να τα αυτοκίνητα που κυλούν σιωπηλά σε λεωφόρους, δρόμους και στενά. Δεν διακρίνει ακόμη ανθρώπους. Ούτε έναν. Έστω έναν, να διασχίζει μια διάβαση, να στέκεται σ ‘ ένα κήπο. Πόση μοναξιά από ψηλά, χωρίς ανθρώπους!
Νάχα τα φτερά σου, ψιθυρίζει. Μα δεν τα έχω. Δεν τα έχω! Δεν πρόλαβα να σε ζήσω, για να σου μοιάσω. Ευτυχώς!