Τη συναντώ για πρώτη φορά στην παρουσίαση του πρώτου της βιβλίου. Από την πρώτη στιγμή με εντυπωσιάζει το πλούσιο λεξιλόγιό της, το ζωντανό της βλέμμα. Την ακούω με προσοχή καθώς περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τις πηγές έμπνευσής της αλλά και οτιδήποτε την ωθούσε και την ωθεί για να γράψει, για να εκφραστεί μέσα από την πένα της. Και καθώς εκείνη περιγράφει, -για έναν λόγο που δεν μπορώ να σας εξηγήσω-, στη σκέψη μου πρωταγωνιστούν τα λόγια του Γερμανού ποιητή και φιλοσόφου Βόλφγκανγκ Γκαίτε: «Όλα όσα έχω δημοσιεύσει δεν είναι παρά αποσπάσματα από μια μεγάλη εξομολόγηση»…
Το βιβλίο της «Σήκω από πάνω μου» (εκδόσεις «Μεταίχμιο»), κλέβει τις εντυπώσεις μου. Χωρίς δεύτερη σκέψη, της ζητώ να κάνουμε μια συνέντευξη. Δίνουμε τα χέρια και κλείνουμε το ραντεβού. Σκέφτομαι για μέρες τι πρέπει να τη ρωτήσω. Άλλωστε το βιβλίο «αγγίζει» σύγχρονα ζητήματα. Όπως την έμφυλη βία, τις ανθρώπινες σχέσεις, τις επαφές.
Η Λίνα Βαρότση ακουμπάει την πένα της πάνω στο βιβλίο και η κουβέντα μας ξεκινάει….
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΦΡΑΓΚΟΥΛΑΚΗ
Πείτε μας δυο λόγια για εσάς για να σας γνωρίσει και το δικό μας αναγνωστικό κοινό.
Είμαι 43 ετών, γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Από το 2003 έως το 2020 έζησα στην Αγγλία, όπου εργάστηκα στην κινηματογραφική βιομηχανία και την Ανώτατη Εκπαίδευση. Κατέχω πτυχίο Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ, μεταπτυχιακό στην Παραγωγή και Σκηνοθεσία Κινηματογράφου, και διδακτορικό στη Δημιουργική Γραφή. Η μονογραφία μου, που αφορά τη δημιουργία του μυθοπλαστικού χαρακτήρα, Conceptualisation and Exposition: a Theory of Character Construction, κυκλοφορεί διεθνώς από τον εκδοτικό Οίκο Routledge, New York. Τον Ιούνιο του 2020, επαναπατρίστηκα με την οικογένειά μου στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζούμε μέχρι σήμερα.
Οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες με συνεπαίρνουν. Τους παρατηρώ, τους παρακολουθώ και μου αφηγούνται αβίαστα τις διαδρομές τους. Μου αρέσει να διηγούμαι ιστορίες γυναικών που δεν εμπίπτουν στο κοινωνικό προσδοκώμενο – τη γυναίκα αντιήρωα που ανέκαθεν προσπαθούσε να αυτοπροσδιοριστεί μέσα στις ευνουχιστικές κοινωνικές επιταγές. Συνήθως γράφω το βράδυ, όταν το υπόλοιπο σπίτι και η πόλη κοιμούνται, γιατί μέσα από τις σκιές και τον σαματά των σιωπών, εκτυλίσσονται μπροστά μου οι πιο συγκλονιστικές ιστορίες.
«Σήκω από πάνω μου», ο τίτλος του πρώτου βιβλίου σας. Τι στάθηκε η αφορμή να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Μεγαλώνοντας ως μοναχοπαίδι τη δεκαετία του ʹ80, οι ενδοοικογενειακές σχέσεις, και πιο πολύ οι αδερφικές, μου κέντριζαν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον. Έτσι έπιανα τον εαυτό μου να παρατηρεί εξονυχιστικά τις αλληλεπιδράσεις τους, κάτι που εξελίχθηκε σε μια ακατάπαυστη μελέτη της ανθρώπινης φύσης. Η πρώτη ύλη για το «Σήκω από πάνω μου», λοιπόν, ήταν η ζωή μιας πολυμελούς οικογένειας. Καθώς οι χαρακτήρες αναδύθηκαν μπροστά μου σε όλες τους τις εκφάνσεις, οι προοπτικές, οι επιλογές και οι ευσεβείς πόθοι τους με οδήγησαν αβίαστα στην εξέλιξη της πλοκής, μαζί και στη θεματική της έμφυλης βίας, μιας και συχνά ο ίδιος ο περίγυρος μάς προετοιμάζει να γίνουμε αυτοεκπληρούμενες προφητείες.
«Νίνα», το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί στην ιστορία σας, μεταξύ των άλλων. Ένιωσα, διαβάζοντας τις σελίδες του βιβλίου σας, ότι πολλές γυναίκες θα ταυτιστούμε με την ηρωίδα σας. Μιλήστε μας γι’ αυτήν.
Η Νίνα συμβολίζει αυτό που αποζητάμε όλοι: την ελευθερία να είμαστε αυτό που είμαστε δίχως φόβο και έγνοια τού τι θα πει ο κόσμος. Είναι ένας χαρακτήρας ασυμβίβαστος, δυναμικός κι ανεξάρτητος, που κουβαλά ένα σωρό ταμπέλες (με πρώτη και καλύτερη το «διάολος») και μαραίνεται μέσα στη μικροαστική ζωή και τα τετριμμένα της. Απεχθάνεται τις ψεύτικες φιλοφρονήσεις, είναι αυτάρκης να αλωνίζει μόνη της τα στενά και δεν ιδρώνει για να γίνει αρεστή στον περίγυρο. Μέσα από αυτό το άτρωτο περίβλημα, όμως, είναι ευάλωτη και, εν τέλει, απορρίπτει πριν την απορρίψουν, μιας και έτσι έχει μάθει να επιβιώνει. Καθ’ όλο το ταξίδι της, παλεύει να παραμείνει ατόφια, αναζητώντας ταυτόχρονα την άνευ όρων αποδοχή. Στην προσπάθειά της αυτή κάνει αυτοκαταστροφικές επιλογές, αγκιστρώνεται σε μη υγιείς σχέσεις και, ταυτόχρονα, σπρώχνει μακριά ανθρώπους που την αγαπούν.
Η Νίνα είναι ένας καθόλα ανθρώπινος χαρακτήρας, φορές-φορές τη λες και αντιήρωα· όμως, πέρα από τις αιχμές και τα δύσκολα του χαρακτήρα της, καταφέρνει να κατακτήσει αυτό το πολυπόθητο «έτσι είμαι και σ’ όποιον αρέσω» που συχνά βροντοφωνάζουμε, μα σπάνια πιστεύουμε μέσα μας.
Μεταξύ των άλλων θεμάτων που πραγματεύεστε στο βιβλίο σας -οικογένεια, ανθρώπινες σχέσεις και επαφές- εστιάζετε και στην έμφυλη βία. Ποια πιστεύετε πως είναι η θέση της γυναίκας εν έτει 2024 στην Ελλάδα; Πρέπει να αλλάξει κάτι;
Παρότι έχουμε κάνει αρκετά βήματα μπροστά, έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε μέχρι να καταφέρουμε να μιλήσουμε για μια επί της ουσίας ισότητα. Όταν ζητάμε «εμφανίσιμες, νέες κοπέλες» για εργασιακά πόστα, όταν μια ανεξάρτητη γυναίκα αντιμετωπίζει την αποδοκιμασία της οικογένειας επειδή «δεν τακτοποιήθηκε» ή δεν έκανε παιδιά, όταν ισχυριζόμαστε ότι «πάει γυρεύοντας» επειδή φοράει «προκλητικά ρούχα», τότε το να βαυκαλιζόμαστε για ισότητα είναι σαν να φοράμε πανάκριβα, φανταχτερά ρούχα για να φάμε με τα χέρια απ’ το πάτωμα. Το θέμα δεν είναι μόνο να διορίσουμε δύο γυναίκες σε υψηλότερους ρόλους για να μπορούμε να κοκορευόμαστε για γυάλινα ταβάνια, αλλά να σεβαστούμε το δικαίωμα της προσωπικής επιλογής, της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης, της πάσης φύσεως αισθητικής – το ότι, εν τέλει, είμαστε όλοι άνθρωποι μεταξύ ανθρώπων. Και αυτό μπορεί να αλλάξει μόνο με θεμελιώδεις αρχές μέσα από την οικογένεια και, στη συνέχεια, ένα συμπεριληπτικό και υγιές εκπαιδευτικό σύστημα.
Ο σεβασμός διδάσκεται; Ποια είναι η γνώμη σας;
Θα σας παραπέμψω στην προηγούμενη απάντησή μου και θα σας πω ότι κάθε είδους σεβασμός (από τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα ώς τον τρόπο που θα απευθυνθούμε και θα αντιμετωπίσουμε κάποιον στην καθημερινότητά μας) ξεκινάει από το σπίτι· όχι με τη μορφή κηρύγματος και νουθεσιών, αλλά με το παράδειγμα προς μίμηση. Τα παιδιά μιμούνται και ενστερνίζονται συμπεριφορές, δεν είναι υπολογιστές για να τα προγραμματίζουμε με οδηγίες. Σε ένα σπίτι όπου δεν βασιλεύουν παρωχημένα γονεϊκά στερεότυπα, όπου η αποδοχή είναι άνευ όρων και όχι μόνο κατά υποταγή και συμμόρφωση, όπου τα μέλη σέβονται το ένα το άλλο και τον κόσμο που τους περιβάλλει, είναι νομοτελειακό πως το παιδί θα γαλουχηθεί με τον σεβασμό που έχει εισπράξει και τα προσωπικά όρια που έχει κατακτήσει βιωματικά.
Κλείνοντας το βιβλίο σας, υπάρχει μια έκφραση που δεν σας κρύβω με συγκίνησε ιδιαίτερα. Γράφετε: «Σ’ αγαπώ. Περισσότερο από χθες, λιγότερο από αύριο». Η αγάπη έχει όρια;
Επί της ουσίας όχι, κι αυτό ακριβώς θέλει να φωτίσει η συγκεκριμένη φράση. Ξέρετε πως ο αποδέκτης αυτού του γράμματος χαρακτηρίζεται από μια συγκεκριμένη συγκυρία, την οποία δεν θα αποκαλύψω γιατί είναι καθοριστικής σημασίας για το βιβλίο. Και αυτό ακριβώς θέλει να του εκφράσει, πως το χθες δεν μπορεί να σταματήσει το αύριο, και πως η πραγματική, η άνευ όρων αγάπη δεν τελειώνει. Ίσως αλλάζει, ωριμάζει, εξελίσσεται, μα δεν σβήνει ποτέ.
Την ίδια στιγμή όμως, και αποκλίνοντας από τον στόχο του συγκεκριμένου γράμματος, η διαστρεβλωμένη εντύπωση για την αγάπη -το τι την απαρτίζει και τι την εκφράζει- καθορίζει την ουσία και την ανταποδοτικότητά της. Ένας κακοποιητικός σύντροφος συχνά πιστεύει πως αγαπάει το ταίρι του, επαναλαμβάνοντας συχνά τον φαύλο κύκλο στον οποίο μεγάλωσε («σε χτυπάω για να σε συνετίσω, γιατί δεν συμμορφώνεσαι στις υποδείξεις μου»). Η υπό όρους αγάπη, λοιπόν, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί ούτε να εξελιχθεί, ούτε να ανθίσει και, ναι, πλαισιώνεται από άτεγκτα σύνορα στα οποία, εν τέλει, ξεψυχά.