Γράφει ο Φοίβος Ιωσήφ.
Προφανώς σκέπτομαι μέσα σε εγγενή τρέλα, δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς. Κι όμως, αναπολώ τα πλείστα όσα λάθη έκανα μέσα στην αφέλεια στην μέχρι σήμερα ζωή μου.
Δεν βρίσκω σχεδόν τίποτα σωστό, εκτός από τα ταξίδια που έκανα, τις απογειώσεις, τις πτήσεις και τα τραίνα. Αυτά, τίποτα άλλο δεν βρίσκω που να ταίριαζε στις σκέψεις εκείνης τις εποχής και στις προσδοκίες που θα είχα σήμερα.
Πολύ αργότερα σκέφτηκα πόσο ευτυχισμένον θα με έκανε η θέση ενός καθηγητή Φιλολογίας σε ένα μικρό Γυμνάσιο της Ανάφης ή του Συράκου. Να έχω κάθε μέρα μπροστά μου δέκα μαθητές και να κουβεντιάζουμε μαζί για την Αντιγόνη ή την Πολιτεία του Πλάτωνα. Να δίνω σ’ αυτά τα παιδιά και το τελευταίο αιμοπετάλιο από το αίμα μου. Να τα κοιτάζω ένα-ένα στα μάτια και να περπατάμε αγκαλισμένοι τις ανηφοριές της Ανάφης, αναφέροντας μια-μια παράγραφο από την Εκάβη ή την Ηλέκτρα. Να προσπαθώ να τα σπρώξω μέσα στην τάξη να φύγουν σαν άυλες υπάρξεις μέσα από το ταβάνι της αίθουσας, να τα κάνω να προσπαθούν να ζήσουν στην Αρχαία Αθήνα κουβεντιάζοντας με τον Περικλή και τον Πλάτωνα.
Στις εθνικές γιορτές να τους κάνω να περπατούν μπροστά στον πρόεδρο της Κοινότητας με κορμό ολόστητο και βήμα κομμένο κι ραμμένο σαν τους μαραθωνομάχους και τους υποστηρικτές του υψώματος 731 με διοικητή τον Δημ. Κασλά. Να κάνω τις μαθήτριές μου υπερήφανες που κι αυτές αύριο θα έκαναν τέτοιους μαχητές και τους νέους έτοιμους να καταταγούν στο στρατό με την απαίτηση να γίνουν μόνον λοκατζήδες καταδρομείς. Να ατενίζουμε από το προαύλιο του σχολείου το μυθικό Αιγαίο και να αναλύουμε την Οδύσσεια και τον Προμηθέα Δεσμώτη.
Τώρα σκέφτομαι και μια άλλη δουλειά που θα μου άρεσε να κάνω. Να γίνω γιατρός, αλλά όχι απλός γιατρός, να γίνω νευροχειρουργός. Να ανοίγω κεφάλια, να μπαίνω σε δύσκολες επεμβάσεις στα ανθρώπινα κρανία με προσπάθειες εγχειρήσεων είκοσι ωρών ή και περισσότερες. Βέβαια να χειρουργώ σε δημόσιο νοσοκομείο, απαραίτητη προϋπόθεση. Ύστερα να φθάνει η στιγμή της μεγάλης και ανυπέρβλητης ηδονής, η στιγμή που θα ερχόταν ο συγγενής να μου πει μέσα στο δημόσιο Νοσοκομείο: Γιατρέ τι σου οφείλουμε; Η στιγμή του δικού μου μεγαλείου και της ηδονής θα είχε φθάσει. Θα σηκωνόμουνα, όπως είμαι και ψηλός, θα τους έδειχνα την πόρτα και θα φώναζα με στεντόρεια φωνή: έξω, παρακαλώ τώρα αμέσως έξω.
Αυτή θα ήταν και η προσωπική μου κορύφωση σαν γιατρού χειρουργού. Θα την περίμενα αυτή τη στιγμή μετά από κάθε επέμβαση. Όχι πως τελικά δεν θα δεχόμουνα δώρα. Ναι, θα δεχόμουν ένα ζευγάρι κάλτσες ή ένα κιλό πορτοκάλια. Δεν θα έπρεπε να δείχνω άτεγκτος και υπερόπτης. Τα πορτοκάλια θα μοιράζονταν σε όλο το προσωπικό του χειρουργείου και οι κάλτσες θα κατέληγαν πάντα σε κάποιον βοηθό που θα είχα την ώρα της εγχείρησης.
Τα χρόνια πέρασαν, οι ευκαιρίες χάθηκαν και όπως έλεγε ένας γιατρός φίλος μου παλιός από την Αεροπορία, τα λάθη αναγνωρίζονται όταν πια δεν είναι δυνατόν να αναταχθούν.