Κυριακή, 12 Μαΐου, 2024

Μασκαρέματα, για γέλια και για κλάματα…

Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή.

Συμβαίνει συχνά να σφραγίζουμε στο μυαλό μας για πάντα, κάποια ευχάριστα γεγονότα που ήρθαν ξαφνικά και απρόβλεπτα στη ζωή, και μας χάρισαν -τότε- ώρες χαράς και γέλιου. Όταν γυρίζουμε το χρόνο πίσω και τα επαναφέρουμε στο «σήμερα», χαμογελούμε με νοσταλγία και λαχτάρα στη θύμησή τους, γιατί καταλαβαίνουμε πόσο σωστά ήταν τα λόγια του σοφού Αριστοτέλη, όταν είπε: «Η ημέρα που δεν γελάσαμε, είναι μια χαμένη ημέρα!». Βέβαια ξέρουμε ότι δεν μπορεί όλες οι ημέρες μας να χρωματίζονται μόνο με τη χαρά, γιατί δίπλα καραδοκεί η δίδυμη αδελφή της, η λύπη, για να πάρει κι αυτή σειρά… 

Και φέτος υποδεχτήκαμε με κέφι και κάνοντας ευχάριστα σχέδια τις Αποκριές, που είναι ημέρες χαράς και διασκέδασης. Έχει περάσει η πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, και πολλοί γλεντζέδες ετοιμάζονται πυρετωδώς και αυτή τη χρονιά, ψάχνοντας με προσοχή τι θα ντυθούν, ποια σπίτια θα επισκεφτούν, και κυρίως πώς θα καταφέρουν να ξεγελάσουν τους φίλους και τους γνωστούς, μεταμφιεσμένοι σε άλλα πρόσωπα με περίεργες φορεσιές και ολοπρόσωπες μάσκες που θα κρύβουν από παντού την αληθινή τους εικόνα. 

Σ’ εκείνο το γραφικό χωριό, που από μακριά νόμιζες ότι σκαρφάλωσε και κρεμάστηκε στην πλαγιά του καταπράσινου λόφου, οι κάτοικοί του συνήθιζαν να ντύνονται κάθε χρόνο μασκαράδες τις Αποκριές, και να διασκεδάζουν με χορούς και με τραγούδια μέχρι το πρωί στη μοναδική ταβέρνα που υπήρχε στην ευρύχωρη πλατεία του τόπου. Από τα παλιά χρόνια, είχε γίνει πλέον κάτι σαν έθιμο, οι μασκαράδες ν’ ανταγωνίζονται μεταξύ τους μπροστά σε «επιτροπή», ποιος θα είχε την πιο παράξενη και πρωτότυπη μεταμφίεση, αν και το ζητούμενο ήταν ποιος τελικά θα είναι ο «νικητής» που θα κατάφερνε να μείνει μέχρι το τέλος του γλεντιού, χωρίς να τον αναγνωρίσει κανείς, έχοντας ξεγελάσει μ’ επιτυχία όλους τους συγχωριανούς του. Αυτός, έπαιρνε και κάποιο μικρό χρηματικό βραβείο! 

Στο τελευταίο σπίτι του χωριού έμενε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Δεν απόκτησαν παιδιά και ίσως αυτό, τώρα που είχαν περάσει τα χρόνια, τους είχε «δέσει» περισσότερο. Πάντα τους έβλεπες μαζί στις αγροτικές δουλειές τους, στα ψώνια, στις επισκέψεις που έκαναν, στην εκκλησία, παντού. Σπάνια έβλεπες τον Θόδωρο να βγαίνει έξω από το σπίτι μόνος του, και αυτό συνέβαινε όταν επισκεπτόταν τον λιγομίλητο και μοναχικό ξάδελφό του, που έμενε ένα σπίτι παρακάτω. Ίσως ένιωθε την ανάγκη να «σπάσει» λίγο τη μοναξιά και τη συννεφιά του συγγενή του, που τον περίμενε πάντα με ευχαρίστηση για να πιουν ένα κρασί οι δυο τους και να κουβεντιάσουν. Τον τελευταίο καιρό αυτές οι συναντήσεις των δύο αντρών είχαν πυκνώσει και ο Θόδωρος επέστρεφε στο σπίτι του, θαρρείς πιο χαρούμενος και γελαστός, και μάλιστα ακουγόταν συχνά να μονολογεί: «- Άντε… ήρθαν και φέτος οι Αποκριές και όλοι ετοιμάζονται στα κρυφά, προσπαθώντας όμως ο ένας να “ψαρέψει” τον άλλον με τι ρούχα θα ντυθεί, και σε ποια σπίτια θα μπει μασκαρεμένος…» Αυτή τη φορά όμως η Μυρσίνη, η χαμογελαστή γυναίκα του, είχε μια άλλη αγωνία, και την έλεγε: «-Ξέρεις Θόδωρε τι άκουσα; Όλο το χωριό βουίζει ότι φέτος θα έρθουν από την πόλη πολλοί μασκαράδες να γνωρίσουν τον τόπο μας, και να διασκεδάσουν μαζί μας. Δε λέω, αυτό είναι πολύ όμορφο, και είναι καλοδεχούμενοι, αλλά δεν σου κρύβω ότι φοβάμαι πολύ. Βλέπεις εμείς είμαστε όλοι πολλά χρόνια στον τόπο μας και γνωριζόμαστε πολύ καλά, είτε ντυμένοι μασκαράδες, είτε όχι…» Ο Θόδωρος, χαμογέλασε παράξενα και είπε: «- Τι φοβάσαι; Άνθρωποι ντυμένοι μασκαράδες θα είναι και αυτοί, όπως τα περασμένα χρόνια ντυνόμασταν κι εμείς. Τώρα βέβαια τα χρόνια έχουν περάσει, και έχουμε “βαρύνει” λίγο. Όμως σίγουρα θα διασκεδάσουμε μαζί τους, θα γελάσουμε, θα γλεντήσουμε. Άλλωστε εγώ θα είμαι εδώ, κοντά σου… Δεν πρέπει να φοβάσαι τίποτα!» 

Η επόμενη αποκριάτικη ημέρα ξημέρωσε με την Άνοιξη να παραμονεύει στο μικρό χωριό, για να στολίσει τη φύση και την ψυχή των ανθρώπων με ζεστό ήλιο, χαρούμενα χρώματα, και γλυκόλαλα τραγουδίσματα των πουλιών. Το απόγευμα πολλά αυτοκίνητα στολισμένα με πολύχρωμες σερπαντίνες, και γεμάτα με κεφάτους επιβάτες ντυμένους μασκαράδες με ωραία παράξενα ρούχα, έφτασαν στο χωριό κορνάροντας δυνατά και ξεσηκώνοντας τους ντόπιους, που έτρεξαν και αυτοί στα σπίτια τους για να ντυθούν με τις παρδαλές στολές που είχαν ετοιμάσει πριν από αρκετές ημέρες, και να βγουν αγνώριστοι πλέον στην πλατεία να διασκεδάσουν και να «μπερδευτούν» μαζί με τους ξένους. 

Στο σπίτι του Θόδωρου και της Μυρσίνης επικρατούσε ησυχία. Όσο περνούσε η νύχτα, τα γέλια και τα τραγούδια δυνάμωναν. Ο Θόδωρος σηκώθηκε από την καρέκλα του και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα, λέγοντας: «- Μυρσίνη, θα πάω μια βόλτα στον ξάδερφό μου να πιούμε ένα κρασί και θα γυρίσω. Τον λυπάμαι κι αυτόν και τη μοναξιά του…» Η γυναίκα κατσούφιασε και γκρίνιασε λίγο: «- Μα δεν ακούς τι γίνεται έξω; Κακός χαμός. Κι εγώ για να σου πω την αλήθεια, φοβάμαι μόνη μου. Τι θα κάνω αν κάποιος μεθυσμένος χωθεί στο σπίτι μας; Άκουσα ότι έτσι έκαναν. Έμπαιναν χορεύοντας στους κήπους, έσπρωχναν και άνοιγαν τις πόρτες, έριχναν σερπαντίνες και κομφετί και έφευγαν τραγουδώντας…» Όμως ο Θόδωρος είχε ήδη φύγει και δεν άκουγε τα παράπονά της. 

Η Μυρσίνη για αρκετή ώρα τριγύριζε μέσα στο σπίτι θυμωμένη, περιμένοντας τον Θόδωρο να επιστρέψει… αλλά εκείνος δεν φαινόταν πουθενά. Τέλος, έσυρε την πόρτα και κάθισε στο κρεβάτι. Τώρα φοβόταν περισσότερο γιατί άκουγε τους γλεντζέδες της Αποκριάς, να περνούν έξω από το σπίτι τους τραγουδώντας δυνατά και σφυρίζοντας με τις καραμούζες που είχαν φέρει μαζί τους. Σίγουρα οι περισσότεροι θα ήταν μεθυσμένοι και δεν καταλάβαιναν τι έκαναν. 

Κάποια στιγμή η γυναίκα άκουσε την πόρτα της κουζίνας να ανοίγει, τρίζοντας ανατριχιαστικά, και στο άνοιγμά της να παρουσιάζεται ένας ψηλός καρναβαλιστής ντυμένος με παράξενα στρατιωτικά ρούχα, γεμάτα σιρίτια και παράσημα. Τα χέρια του τα έκρυβε με μαύρα πέτσινα γάντια, και στο πρόσωπο αλλά και σε όλο το κεφάλι φορούσε σκούρα μάσκα του Χίτλερ με το χαρακτηριστικό μουστάκι του. Το αίμα της γυναίκας είχε παγώσει. Τρέμοντας ολόκληρη, ρώτησε: «- Ποιος είσαι εσύ; Είσαι από το χωριό μας ή είσαι από τους ξένους;» Ο άνθρωπος δεν είπε τίποτα. Έσφιξε μόνο τη ζώνη της στολής του, και με ανοιχτά τα χέρια, πλησίασε και αγκάλιασε τη Μυρσίνη, που είχε σηκωθεί όρθια και τον έσπρωχνε με όση δύναμη της είχε απομείνει, παραπατώντας και ουρλιάζοντας μπερδεμένα λόγια: «- Φύγε… φύγε τώρα, εδώ είναι το σπίτι μου…» είπε, και ξαφνικά τρέμοντας ολόκληρη, λες και τα πόδια της είχαν ξεριζωθεί από τη θέση τους, και χωρίς να έχει τις αισθήσεις της, έπεσε και κουλουριάστηκε με τα μάτια κλειστά στο πάτωμα του σπιτιού. Είχε λιποθυμήσει. Τότε, αμέσως από τη μισάνοιχτη πόρτα της κουζίνας έφυγε τρέχοντας ο μασκαρεμένος άντρας και μπλέχτηκε στο πλήθος που γιόρταζε και διασκέδαζε ξέφρενα, προσέχοντας μη σταματήσει κανείς τον άνθρωπο με τη στολή του Χίτλερ, που έτρεχε σαν τρελός και πήγαινε να κρυφτεί κάπου. Πού; Κανείς δεν έμαθε ποτέ. Και αν κάποιος τον γνώρισε… δεν μίλησε! 

Όταν ύστερα από ελάχιστη ώρα επέστρεψε λαχανιασμένος στο σπίτι ο Θόδωρος, βρήκε τη Μυρσίνη αναίσθητη στο πάτωμα. Τη σήκωσε, την ακούμπησε στο κρεβάτι με χέρια που έτρεμαν, έτρεξε και έφερε κρύο νερό και δρόσισε το χλωμό της πρόσωπο, τη χάιδεψε απαλά στα μαλλιά, ενώ στα μάτια του βρύσες τα δάκρυα δεν έλεγαν να σταματήσουν, και η φωνή του πνιγόταν στον λαιμό: «- Τι έπαθες Μυρσίνη; Γιατί λιποθύμησες, τι σου συνέβη; Βρήκα την πόρτα της κουζίνας ανοιχτή. Ήρθε κανείς εδώ και φοβήθηκες;» Εκείνη όμως δε μιλούσε και οι ώρες περνούσαν βασανιστικές για τον Θόδωρο. Επέμενε στις ερωτήσεις του, λες και περίμενε ν’ ακούσει κάποια απάντηση, κάποια εξήγηση. Αλλά η Μυρσίνη, δεν έλεγε τίποτα. Πολύ αργότερα η γυναίκα μίλησε και είπε περίεργα λόγια: «- Ξέρεις Θόδωρε, φοβήθηκα πάρα πολύ. Μπήκε στο σπίτι μας ένα καρναβαλιστής, με σκούρα στρατιωτική στολή με πολλά σιρίτια και παράσημα, με μαύρα πέτσινα γάντια, και με τη μάσκα του Χίτλερ, που έκρυβε όλο το πρόσωπο και το κεφάλι του…» Ο άντρας τη διέκοψε βαριανασαίνοντας: «- Ηρέμησε τώρα, ηρέμησε. Τίποτα από αυτά που μου λες δεν έγινε. Σίγουρα τα φαντάστηκες» συμπλήρωσε κομπιάζοντας, και συνέχισε: «Σιγά, κοντεύεις να μου πεις ότι αυτός σε αγκάλιασε κιόλας… κι εσύ από το φόβο σου έχασες τις αισθήσεις σου και σωριάστηκες κάτω λιπόθυμη…»

Η Μυρσίνη, σα να δέχτηκε ηλεκτρικό ρεύμα να διαπερνά όλο το σώμα της, πετάχτηκε όρθια και με γουρλωμένα μάτια τον κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα με οργή, και συγχρόνως τον ρώτησε: «- Και εσύ, πως ξέρεις τις κινήσεις που έκανε αυτός ο άνθρωπος σε μένα, και ότι με αγκάλιασε ; Άσε θα το μάθω κι αυτό» είπε συλλογισμένη. 

Κανείς δεν ρώτησε και κανείς δεν απάντησε για να δώσει εξήγηση και συνέχεια, στο θέμα αυτό.

Η Μυρσίνη, αγαπούσε τον Θόδωρο πάρα πολύ, και βλέποντας πόσο του στοίχισε η ανόητη φάρσα που έκανε αυτές τις Αποκριές (μαζί με τον μοναχικό ξάδερφό του), δεν ήθελε να τον πικράνει περισσότερο, και η απρόβλεπτη απερισκεψία του που μπορούσε να έχει φρικτές συνέπειες για πολλούς, σταμάτησε εκεί. Έμεινε μόνο καταχωνιασμένη -όπως ήταν για χρόνια- η ιστορική στολή του Χίτλερ, στο παλιό μπαούλο του ξαδέλφου για να θυμίζει, ότι συχνά οι άμυαλες πράξεις των ανθρώπων μπορεί να έχουν οδυνηρές συνέπειες για κάποιους άλλους.

Έτσι τελείωσαν και τα μασκαρέματα της Αποκριάς, που άλλες φορές είναι για γέλια και άλλες για κλάματα!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ