Γράφει η Πέγκη Φαράντου: Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών – Συγγραφέας – Ζωγράφος.
www.pegifarandos.gr
Δίπλα στην πλατεία Βικτωρίας, απαντούσε ο Μενέλαος, όταν τον ρωτούσαν πού έχει το μαγαζί του. Δίπλα στην πλατεία Βικτωρίας, έλεγε, άσχετα αν το μαγαζί του ήταν πέντε τετράγωνα πιο μακριά. Σε μια εποχή που η πλατεία Βικτωρίας είχε την αίγλη μιας πλατείας πρωτεύουσας και αποτελούσε το κέντρο των Αθηνών. Μια μεγάλη πλατεία στην καρδιά της Αθήνας, με δέντρα και παγκάκια γεμάτα κόσμο. Μια πλατεία που κοιτούσε την Ακρόπολη. Δίπλα της ο ηλεκτρικός σταθμός, με την ομώνυμη στάση, τραμ και λεωφορεία. Μαγαζιά, υπηρεσίες και πολλή κόσμος.
Το μαγαζί του Μενέλαου ήταν ένα εργαστήριο, με πίνακες ζωγραφικής και χρώματα, που πολλοί ονόμαζαν και κορνιζάδικο. Το εργαστήριο αυτό νοικιάστηκε από τον Μενέλαο μόλις έπεσε η Χούντα στην Ελλάδα. Η χώρα ήταν πλέον ελεύθερη από τους δικτάτορες. Μαζί με τους ανθρώπους, που κινούνταν πλέον ελεύθερα και κατά βούληση, κινούνται ελεύθερα και οι πολιτικές απόψεις, οι ιδέες, ο λόγος, η μουσική και η τέχνη γενικότερα. Χωρίς λογοκρισία και αστυφύλακες, που ήλεγχαν ποιος πάει που και τι εφημερίδα διαβάζει, η χώρα είχε γυρίσει σελίδα. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Μενέλαος νοίκιασε έναν χώρο αφιερωμένο στην τέχνη.
Το εργαστήριο αυτό, εκτός από σημείο τέχνης, ήταν και σημείο συνάντησης ανθρώπων, ιδεών και απόψεων. Από ένα μικρό πικάπ, που τότε ήταν η τελευταία λέξη της τεχνολογίας, ακούγονταν τραγούδια του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη και της Μπέλλου. Την εποχή εκείνη, που το νοίκι πληρώνονταν ακόμη σε δραχμές, κάτι τέτοια μέρη είχαν ιδιαίτερη σημασία…
Άνθρωποι έμπαιναν και έβγαιναν από το εργαστήριο στη Βικτώρια. Ο Περικλής πήγαινε συνήθως γκραβούρες, που αγόραζε από διάφορα μέρη του κόσμου και ήθελε να τις καδράρει. Η Αντιγόνη κεντούσε και κατέβαινε τα σκαλιά με περίτεχνα κεντήματα που ήθελαν κορνίζα. Ο Άλκης ήταν ζωγράφος, απένταρος και επισκεπτόταν τον Μενέλαο για να κάνει τράκα κανένα τσιγάρο. Ο Τάκης ήταν συλλέκτης έργων τέχνης, πήγαινε στο εργαστήριο συνήθως βράδυ, λίγο πριν κλείσει ο Μενέλαος το μαγαζί. Στα χέρια του κρατούσε πάντα κάποιο έργο που είχε αγοράσει από κάποια δημοπρασία ή κάποια άλλη πηγή. Ο Τάκης γνώριζε, ήταν ωστόσο από εκείνους που η τέχνη ήταν μια καλή χρηματική επένδυση. Ο Μανώλης ήταν ποιητής και πήγαινε στον χώρο με χαμόγελο, διάθεση για κουβέντα και μια κομμουνιστική εφημερίδα στα χέρια. Παρότι ήταν πάντοτε με καλή διάθεση, υπήρχαν και κάποιες φορές που έκανε μεταβολή πριν ακόμη κατέβει τα σκαλιά του εργαστηρίου· ο λόγος ήταν μια γυναίκα. Αυτή η γυναίκα ήταν η Ελένη. Η Ελένη διακρινόταν από το περιποιημένο της ντύσιμο, τον σφιχτό κότσο στα μαλλιά της και τη μεγάλη της αγάπη στη μπαρόκ ζωγραφική και τον βασιλιά.
Τα σκαλιά του υπόγειου εργαστηρίου δεν κατέβαιναν μόνο φιλότεχνοι αλλά και φίλοι που δεν είχαν ιδέα από τέχνη. Αυτή η κατηγορία ανθρώπων προσπερνούσε τους πίνακες ζωγραφικής αδιάφορα ό,τι και αν αυτοί απεικόνιζαν. Κάποια μέρα, ο Μενέλαος είχε βάλει σε ένα καβαλέτο έναν αυθεντικό πίνακα του Πικάσο που είχε φέρει ένας συλλέκτης και ήθελε κάποια επιδιόρθωση. Η χρηματική αξία του πίνακα ήταν πολύ μεγάλη, ωστόσο οι περισσότεροι τον προσπερνούσαν. Τότε ένας φίλος είπε στον Μενέλαο να πάρει στο σπίτι του τον πίνακα για να αποτρέψει κάποια κλοπή. Ο Μενέλαος χαμογέλασε και απάντησε πως το να κλέψει κάποιος κάτι προϋποθέτει να γνωρίζει την αξία του. Έτσι ο πίνακας έμενε για βδομάδες στο καβαλέτο…
Το εργαστήριο επισκεπτόταν και ο Γιάννης για να παίξει τάβλι. Όταν τον έβλεπε ο Μενέλαος, άφηνε ό,τι έκανε, έβγαζε το τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο και άνοιγε το τάβλι. Όλα σταματούσαν τότε. Ο ήχος από τα ζάρια που κατρακυλούσε στο ξύλο ακουγόταν για πολλές ώρες. Τις ώρες αυτές άνθρωπος δεν έμπαινε στο μαγαζί και όταν τελείωνε το παιχνίδι, οι δυο τους χωρίζονταν μαλωμένοι και το τάβλι έκλεινε δυνατά.
Κάτι τέτοια σημεία στην πόλη, όπως ήταν και πολλά βιβλιοπωλεία, καφενεία και πολλά άλλα, ήταν πάντοτε σημαντικά. Σημεία συνάντησης ανθρώπων. Αποτέλεσαν αόρατες πνευματικές γιάφκες για πολλά χρόνια. Σε κάτι τέτοια σημεία πάρθηκαν αποφάσεις, γράφτηκαν ποιήματα, γεννήθηκαν ιδέες, ξεκίνησαν αγώνες, ανέβηκαν και κατέβηκαν κυβερνήσεις. Σε κάτι τέτοια σημεία κυοφορήθηκε πολιτισμός. Ήταν εποχές που στίχοι τραγουδιών γράφονταν σε πακέτα από τσιγάρα και σχέδια γίνονταν πάνω στα χάρτινα τραπεζομάντηλα των μικρών ταβερνείων, ήταν όμορφες εποχές.
Σήμερα το εργαστήριο στη Βικτώρια δεν υπάρχει πια εκεί, ούτε ο Μενέλαος, ούτε ο Τάκης, ο Άλκης, η Αντιγόνη. Δεν ακούγονται πια τραγούδια από τα ανοιχτά παράθυρα και τις ξεκλείδωτες πόρτες. Πόρτες και παράθυρα έχουν κλειδώσει με συστήματα ασφαλείας. Μόνο η Ελένη εξακολουθεί να μένει στο σπίτι της στη Βικτώρια αλλά δεν βγαίνει πια έξω και όταν τη ρωτούν πού κατοικεί, απαντά, «στα κατεχόμενα».
Στη θέση του εργαστηρίου βρίσκεται ένα κατάστημα με φωτεινές επιγραφές και προϊόντα από το Πακιστάν. Δίπλα του έχει κουρείο ο Αλί.