Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
spot_img

20 Απριλίου 1921: Η Ισιδώρα Ντάνκαν στην Ακρόπολη

Επιμέλεια Λία Βαλάτα – Τσιάμα, Ιστορικός – Ερευνήτρια

Καθώς η Ελλάδα διανύει μια χρονιά Επετείων, ανατρέχουμε στις θρυλικές φωτογραφίες, που έβγαλε η χορεύτρια Ισιδώρα Ντάνκαν στην Ακρόπολη, πριν από 103 χρόνια.

Ήταν η πρώτη, που τόλμησε να το κάνει. Οι εικόνες της έγιναν θρυλικές και ανήκουν σε κορυφαία Μουσεία του κόσμου. «Η Ισιδώρα, είναι ένα κομμάτι μάρμαρο, που πάλλεται από αιωνιότητα», έλεγε ο γλύπτης Αντουάν Μπουρντέλ.

Η χορεύτρια, που ίδρυσε τον μοντέρνο χορό, επηρεάστηκε από την ελευθερία, τη μορφή, τη ροή των ελληνικών αρχαιοτήτων όσο κανείς. Aν και γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο το 1877, από τα πρώτα χρόνια των σπουδών της στον κλασικό χορό, αντιλήφθηκε ότι η φόρμα και η πειθαρχία του μπαλέτου δεν την εξέφραζαν. Αναζητούσε μια ελευθερία της κίνησης, τη διαρκή ροή της, μαζί με την απόλυτη απελευθέρωση του σώματος – μέρη του να αποκαλύπτονται κάτω από διάφανα υφάσματα, πόδια γυμνά. Αντιλήφθηκε αμέσως, ότι αυτό που η ίδια προσλαμβάνει ως χορό και έκφραση, πηγάζει στην αρχαία Ελλάδα, στην Τέχνη της και δη στην Αρχιτεκτονική. Στη διάταξη και τη μορφή των ναών της αρχαιότητας. Όσο και αν η καριέρα της αρχίζει να θεριεύει, η ίδια αποκτά μια εμμονή με την αρχαία Ελλάδα: γίνεται η θρησκεία της!

Φεύγει από την Αμερική που την παρατηρεί με θαυμασμό και μαζί μεγάλη δυσπιστία. Eίναι φεμινίστρια, αριστερή, υπέρμαχος των ελευθεριών. Κριτικοί και μέλη της καλής κοινωνίας την περιγράφουν ως μια γραφική γυναίκα και συχνά την χλευάζουν. Φτάνει στην Ευρώπη όπου βρίσκει την πραγματική της σκηνή και γνωρίζει την αποθέωση. Κάθε της βήμα, έμοιαζε να την οδηγεί όμως στο υψηλό χρέος: το προσκύνημα στην Ακρόπολη. Ταυτόχρονα εργαζόταν εντατικά πάνω στον χορό, στον νέο τρόπο που ήταν αυστηρά ιδιοσυγκρασιακός, με αποτέλεσμα αν και θεωρείται από τις μητέρες του μοντέρνου χορού, να μην έχει δημιουργήσει Σχολή.

«Η χορεύτρια του μέλλοντος αισθάνομαι πως είναι κοντά» έγραφε. «Θα χορέψει για το σώμα που ξυπνάει από αιώνες λήθης σε μια νέα μορφή, όχι πλέον σε πόλεμο με την πνευματικότητα και τη διανόηση, αλλά για να τις ενώσει σε μια υπέροχη αρμονία».

Το δικό της σώμα ξύπνησε από τους αιώνες λήθης, όταν έφτασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Το περιγράφει η ίδια με τρόπο ανεπανάληπτο, με τρόπο που συγκινεί, στην αυτοβιογραφία της με τον τίτλο «Η ζωή μου» (1927). Η πρώτη φορά ήταν το 1903: Έφτασε μαζί με την οικογένειά της και τις αγαπημένες της μαθήτριες, που ήταν γνωστές ως “Isadorables” με πλοίο στην Πάτρα και από εκεί με το τρένο έφτασε στην Αθήνα. Μαζί και ο αδελφός της Ρεϋμόνδος, που σύντομα παντρεύτηκε την αδελφή του Σικελιανού. Η Ισιδώρα περιγράφει μια διαδρομή με διαρκή έκρηξη συναισθημάτων, που συχνά οδηγούσαν σε κλάματα λόγω της άγριας χαράς και του δέους, με τους χωρικούς στους σιδηροδρομικούς σταθμούς να την κοιτάζουν με περιέργεια. Κάτι που είχε συνηθίσει εξάλλου ήδη στη ζωή.

«Φτάσαμε στην Αθήνα που ήταν στεφανωμένη από το μωβ χρώμα της αυγής και αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε τα σκαλιά του ναού της. Ανεβαίνοντας, ένιωσα ότι γεννήθηκα για πρώτη φορά μέσα από αυτή τη βαθιά ανάσα ομορφιάς. Ο ήλιος υψώθηκε πάνω από τον ναό αποκαλύπτοντας την εκπληκτική καθαρότητα, τo μεγαλείο των μαρμάρινων όψεων που λαμπύριζαν κάτω από το πρώτο φως της ημέρας. Ανεβήκαμε το τελευταίο σκαλί των Προπυλαίων και θαυμάσαμε τον ναό να λάμπει στο πρωινό φως. Όπως είχαμε συμφωνήσει, μείναμε σιωπηλοί, κάθε ένας από εμάς μόνος μπροστά στην Ομορφιά. Η στιγμή ήταν πολύ ιερή, για να εκφραστεί με λέξεις. Γέμισε τις καρδιές μας με έναν παράξενο τρόμο. Κανένα χαμόγελο, καμία αγκαλιά πλέον. Ο καθένας από εμάς ανακάλυψε την λατρεία του και διαλογιστήκαμε τόση πολλή ώρα, που νιώσαμε στο τέλος εξουθεωμένοι. Συχνά αναρωτιέμαι γιατί οι θνητοί, που έφτασαν σε όσο μεγάλα ύψη έπρεπε να κατέβουν ξανά. Γιατί δεν μπορούμε, να μεταμορφωθούμε με κάποιον μαγικό τρόπο σε ιερείς της Ακρόπολης και να μείνουμε για πάντα στην θεϊκή υπηρεσία της Αθηνάς με το καθαρό βλέμμα, να κερδίσουμε τη σοφία μέσω της έκστασης;».

Η σχέση της με την Αθήνα απέκτησε ρίζες, αφού ήδη ένα χρόνο μετά αγόρασε ένα οικόπεδο στον Βύρωνα και έχτισε το σπίτι της (στην επιστροφή της από ένα ταξίδι στο εξωτερικό το βρήκε βανδαλισμένο από βοσκούς της περιοχής), ενώ αναζητούσε μαθητές για την παγκόσμια περιοδεία της. Διαρκώς επέστρεφε βέβαια στο προσκύνημά της, στην Ακρόπολη και στο θέατρο του Διονύσου. Συχνά αργά το βράδυ ή ξημερώματα, για να χορέψει και να συνδεθεί πάλι με τον εαυτό της και με το ιερό, όταν κάτι την βασάνιζε: για παράδειγμα, όταν διαπίστωσε, ότι ο τραπεζικός της λογαριασμός έχει αδειάσει εντελώς.

Και ενώ η ιστορία της για τη σχέση της με την Αθήνα και δη την Ακρόπολη και τα Μνημεία της ήταν γνωστή στην Ευρώπη, η στιγμή που αυτή η σχέση απέκτησε σώμα και εικόνα και έγινε θρυλική, εμβληματική, ήρθε κάποια χρόνια αργότερα. Το 1921.

«Η Ισιδώρα Ντάνκαν είναι η σπουδαιότερη γυναίκα, που γνώρισα ποτέ. Πιστεύω μάλιστα ότι είναι η σπουδαιότερη γυναίκα, που γνώρισε ποτέ ο κόσμος», έλεγε ο γλύπτης Ωγκίστ Ροντέν. Αυτή η γυναίκα, πάνω στον σπουδαιότερο Ναό της Αρχαιότητας, μέσα από τον φακό του σημαντικού ζωγράφου και φωτογράφου Εdward Steichen, δημιούργησε μια εκρηκτική εμπειρία. Οι φωτογραφίες από εκείνη τη συνάντηση βρίσκονται σήμερα στις συλλογές κορυφαίων Μουσείων ανά τον κόσμο. Η ιδέα, γεννήθηκε στη Βενετία εκείνο το καλοκαίρι, μέσα από ένα μικρό τέχνασμα, ένα μικρό ψέμα της Ντάνκαν προς τον φωτογράφο: Του έταξε, ότι θα του επιτρέψει, να την κινηματογραφήσει ενώ χορεύει στην Ακρόπολη.

Το δέλεαρ ήταν τεράστιο: Ποτέ ως τότε δεν είχε επιτρέψει η εκκεντρική Ντάνκαν να την κινηματογραφήσει κάποιος, να καταγράψει σε φιλμ την κίνησή της. Μόνο φωτογραφίες της, στατικές στιγμές της χορογραφίας της που συχνά ήταν ένας απόλυτος αυτοσχεδιασμός, κυκλοφορούσαν. Ο Steichen δέχθηκε, χωρίς να γνωρίζει ότι τελικά δεν θα το επιτρέψει να την κινηματογραφήσει, καθώς η ιδιοσυγκρασιακή αλλά και ιδιοφυής Ντάνκαν ήθελε να διατηρήσει ένα μυστήριο γύρω από την τέχνη της, να μεγεθύνει τον μύθο της αφήνοντας μόνο ίχνη του χορού της να γίνονται εμφανή.

Ήξερε όμως πλέον, μετά από περίπου 17 χρόνια που έκανε το πρώτο προσκήνυμα στην Ελλάδα, πως θέλει να φωτογραφηθεί μέσα στον Παρθενώνα. Ποια ιστορία θέλει να αφηγηθεί; Έγραφε τότε για την πρώτη φορά, που επιχείρησε, να χορέψει στον Ναό:

«Για πολλές μέρες δεν μου ερχόταν καμία κίνηση. Ώσπου έκανα μια σκέψη: οι κίονες φαίνονται τόσο ίσιοι, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, καθένας κυρτώνει ελαφρά από τη βάση προς την κορυφή, έχει μια κίνηση που ρέει, αεικίνητος. Καθώς το σκέφτηκα αυτό υψώθηκαν αργά προς τη μεριά του Ναού και έγειρα μπροστά – και τότε ήξερα, πως είχα βρει τον χορό μου και πως ο χορός αυτός ήταν μια Προσευχή».

Αυτή την προσευχή βλέπουμε διαρκώς στις φωτογραφίες της Ισιδώρας αλλά και της αγαπημένης μαθήτριας που υιοθέτησε, της Τερέζας, στις φωτογραφίες του Steichen. Ουσιαστικά οπτικοποίησε τη μέθοδο, το όραμα, την ψυχή της Ντάνκαν. «Συνέβαλλε με έναν τρόπο που μόνο μια σπουδαία καλλιτέχνης όπως η Ισιδώρα θα μπορούσε. Εκανε μια κίνηση απολύτως συνδεμένη με τους κίονες». Τα υψωμένα χέρια, η κίνηση όλου το σώματος, από τα δάχτυλα του ποδιού ως τους δείκτες των χεριών καθώς στρέφονται προς το αττικό φως. Την ακολούθησε πιστά, αν και με μια σαφώς πιο παιγνιώδη διάθεση λόγω και του νεαρού της ηλικίας της, η Τερέζα Ντάνκαν, η θετή κόρη.

O Steichen θαμπώθηκε από την Τερέζα, που την είδε σαν την μετενσάρκωση μιας νύμφης από την ελληνική αρχαιότητα. «Καθώς φωτογράφιζα στον Παρθενώνα, την έχασα από τα μάτια μου, αλλά μπορούσα να την ακούσω. Όταν την ρώτησα πού είναι, ύψωσε τα χέρια της αντί απάντησης. Γύρισα την κάμερα προς το μέρος της και φωτογράφισα τα χέρια της με φόντο το Ερέχθειο. Μετά πήγαμε σε ένα σημείο πίσω από τον Παρθενώνα και πόζαρε σε ένα βράχο, με φόντο τον ουρανό, φορώντας το αρχαιοελληνικό της ένδυμα. Ο αέρας έσπρωξε το ύφασμα σφιχτά πάνω στο σώμα της, ενώ οι άκρες του έμειναν να κυματίζουν. Σχεδόν κροτάλιζαν. Αυτό δημιούργησε την αίσθηση της φωτιάς», έγραψε ο φωτογράφος και ονόμασε αυτή τη φωτογραφία «Wind Fire». Μοιάζει γυμνή, γελάει με έναν τρόπο παιδικό και μαζί σχεδόν περιπαικτικό για την εντύπωση, που ίσως ήξερε ότι θα προκαλούσε αυτή η φωτογραφία στο συντηρητικό κοινό… Τον Νοέμβριο του 2007, αντίτυπο αυτής της φωτογραφίας πουλήθηκε από τον οίκο Christie’s έναντι 38.900 στερλινών. Σε ελάχιστες αναγραφές βρίσκουμε τις φωτογραφίες αυτές με ημερομηνία 1920 ή και 1923, όμως το βασικό σημείο αναφοράς, που απανέρχεται στα αρχεία Μουσείων και Δημοπρασιών είναι το καλοκαίρι του 1921.

Λίγο αργότερα, η Ντάνκαν εγκατέλειψε οριστικά την Ελλάδα και έζησε στη Μόσχα, όπου αγαπήθηκε βαθιά – μάλιστα χορογράφησε μέρος των τελετών για την κηδεία του Λένιν. Στο άλλο άκρο, o Steichen επέστρεψε στις ΗΠΑ και άρχισε, να εργάζεται αποκλειστικά για τα περιοδικά της Condé Nast καθορίζοντας την κυρίαρχη εικόνα των περιοδικών για τις επόμενες δεκαετίες. Όσο για την Ντάνκαν, η Ελλάδα την τίμησε μέσω του Ελευθερίου Βενιζέλου, που την έστεψε με δάφνινο στεφάνι στο Παναθηναϊκό Στάδιο.

Το 1927, ακριβώς σε ηλικία πενήντα ετών, βρήκε τραγικό θάνατο όταν το τεράστιο κόκκινο μαντήλι της («το φορούσε από τότε που ασπάστηκε τον κομμουνισμό», έγραφαν εφημερίδες της εποχής!), μπλέχτηκε στις ρόδες του ανοιχτού σπορ αυτοκινήτου Alilcar, που οδηγούσε νεαρός θαυμαστής της. Λίγο πριν ξεκινήσει το αυτοκίνητο έγνεψε στους φίλους της φωνάζοντας: «Adieu, mes amis. Je vais à la gloire». Αντίο φίλοι μου, πηγαίνω στη δόξα…

Ο Κοκτώ, όταν έμαθε τον τρόπο, που έχασε τη ζωή της, αναφώνησε «Μια τέτοια φρίκη, που σε αφήνει ήρεμο». Κάπως καλύτερα από τη στυγνή Γερτρούδη Στάιν, που αρκέστηκε μόνο στο: «Η επιτήδευση, μπορεί να γίνει επικίνδυνη».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ