Γράφει η Μαρία Νεγρεπόντη – ∆ελιβάνη, Πρ. Πρύτανης του Πανεπιστηµίου Μακεδονίας.
Tο Σάββατο 6 Απριλίου το μεσημέρι πραγματοποιήθηκε διαμαρτυρία, για τα απλήρωτα, επί 83 χρόνια χρέη των Γερμανών, προς την Ελλάδα, από τη βάρβαρη κατοχή.
Ήταν πρωτοβουλία του Λεωνίδα Χρυσανθόπουλου, πρέσβη ε.τ. Και, αρχικά, είχα πολλούς ενδοιασμούς, από το φόβο μήπως το συμβάν χαρακτηριστεί «γραφικό». Ωστόσο, αποφάσισα να είμαι παρούσα με μετάβαση από τη Θεσσαλονίκη και επιστροφή αυθημερόν. Θα επιχειρήσω κάποιας μορφής απολογισμό:
- Θλίβομαι να αποδεχθώ, ότι σε κάποιο βαθμό, το στοιχείο της γραφικότητας, ήταν εμφανές, αν ληφθεί υπόψη, ότι:
- Μετά από 83 χρόνια, που το χρέος με τους τόκους ανέρχεται ήδη σε 2 και πλέον τρισεκατομμύρια ευρώ, αλλά δεν έχει καταβληθεί
- Μέσα στα 83 αυτά χρόνια οι Έλληνες δεινοπάθησαν με πολλούς τρόπους και με αποκορύφωμα τα εγκληματικού περιεχομένου Μνημόνια, που αποτελούν τη χαριστική βολή, από κάθε πλευρά της εθνικής μας ύπαρξής
- Τα χρέη, για τα οποία η ΕΕ (με επικεφαλής τη Γερμανία) μας έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό, ζητώντας και τη βοήθεια του ΔΝΤ, και απαιτώντας να μην τολμήσουμε να επικαλεστούμε συμψηφισμό, ανάμεσα στα κατοχικά δάνεια, πολλαπλάσιας αξίας και των δικών μας
- Οι ελληνικές κυβερνήσεις, περί άλλων τυρβάζουν, επί 83 χρόνια, και οπωσδήποτε προτιμούν να εξαφανίσουν το Έθνος μας, παρά να δυσαρεστήσουν τη Γερμανία.
ΟΤΑΝ, ΛΟΙΠΟΝ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΚΗ ΑΥΤΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΟΝΤΩΝ ΣΤΗ ΧΘΕΣΙΝΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΔΕΝ ΞΕΠΕΡΑΣΕ ΤΟΥΣ 120, Ε, ΤΟΤΕ ΝΑΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΓΡΑΦΙΚΟΤΗΤΑΣ.
- Και, παρά ταύτα, μετά το πέρας της διαμαρτυρίας, παραδόξως, δεν ένοιωσα απογοήτευση. Και, ακριβώς, με το παρόν κείμενο, θα επιχειρήσω να διερευνήσω το γιατί:
Πρώτον, επειδή οι παρόντες, εκτός του ότι ανήκαν στην πλειοψηφία τους, στην κατηγορία που δεν μου αρέσει να αναφέρω, καθώς είμαστε όλοι επώνυμοι (στρατηγοί, καθηγητές, διπλωμάτες, δικηγόροι, λογιστές, επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, δημοσιογράφοι κλπ.) πιστεύω ότι εκπροσωπούν επιπλέον εκείνους, που θα αποδειχθούν σωτήριοι, αν δεν εξαφανιστούμε στο μεταξύ. Δηλαδή, πρόκειται για τους συμπατριώτες μας, που κάνουν συχνή χρήση του μυαλού τους, που αγωνιούν για την πατρίδα που χάνεται, που δεν τυφλώνονται από δοξασίες της δήθεν προοδευτικότητας έναντι της συντήρησης, που δεν λιβανίζουν την εξουσία, μόνο επειδή είναι εξουσία. Άνθρωποι με κρίση, με παρουσία και αγωνιστικότητα στα τεκταινόμενα στον τόπο, με αγωνία για το πού πάμε. Άνθρωποι με τους οποίους η συζήτηση για τα εθνικά, την οικονομία, τους πολέμους είναι άνετη, έντιμη, αντικειμενική, και βέβαια βασισμένη σε σοβαρή μελέτη όλων των σχετικών δεδομένων. Ανάμεσά τους και αρκετοί φοιτητές μου, που είχα να δω 40 και παραπάνω χρόνια, και που ικανοποιήθηκα διαπιστώνοντας ότι ανήκουν στην κατηγορία «Έλληνες». Επέτρεψα, λοιπόν, στον εαυτό μου κάποια νότα αισιοδοξίας. Δηλαδή, ότι οι παρόντες, στην περί ης διαμαρτυρία, θα αποτελέσουν τη μαγιά (που όπως είναι γνωστό αποτελεί μικρή ποσότητα στο ζυμάρι) για την αναγέννηση της Ελλάδας μας, όταν και αν αυτή ανατείλει.
Δεύτερον. Οι λοιποί Έλληνες, που δεν ήταν παρόντες στη διαμαρτυρία, είναι προφανώς ολοένα περισσότερο πιεσμένοι κάτω από συνθήκες που δεν επιτρέπουν την πολυτέλεια παρουσίας σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, στην επίδοση μελέτης για τη διαμόρφωση ορθολογικής κρίσης και γνώμης, σε αντιρρήσεις στην εξουσία κλπ. Στο Παρίσι, στο δεύτερο μεταπτυχιακό μου δίπλωμα, ο γνωστός τότε καθηγητής μας Jean Marchal επέμενε στο ότι ο συνδικαλισμός στην Ευρώπη άρχισε να είναι εφικτός, μόνον όταν οι εργαζόμενοι είχαν τη δυνατότητα να συγκεντρώνονται με κάποια άνεση στα βιομηχανικά εργοστάσια, και κυρίως να έχουν λύσει το πρόβλημα της επιβίωσης. Αλλά, εμείς όλοι, έχουμε λύσει το πρόβλημα της επιβίωσης; Με την αστρονομική ακρίβεια και την (θριαμβευτικά εξαγγελλόμενη) αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 30 ευρώ το μήνα; Τα σχετικά ευρήματα είναι πέρα για πέρα αποκαρδιωτικά για το ποσοστό όσων κυριολεκτικά πεινούν, αλλά και γι’ αυτούς που δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν με σχετικά ικανοποιητικό τρόπο. Και, βέβαια, ενόσω παράλληλα διαθέτουμε εκατομμύρια για τον κ. Ζελένσκι, προκειμένου να εξακολουθεί να έχει την ικανοποίηση να αναγγέλλει μεγάλο αριθμό Ρώσων, που σκοτώνει σε καθημερινή βάση (οι Ουκρανοί δεν τον ενδιαφέρουν). Πώς να έρθουν τα εκατομμύρια αυτά των συμπατριωτών μας σε συγκεντρώσεις, όταν στην κυριολεξία πεινούν, και όταν αγωνίζονται υπεράνθρωπα για την εξασφάλιση του επιούσιου; Υπάρχουν, ακόμη, και οι μοιρολάτρες, που είναι πεπεισμένοι (και τρέμω μήπως έχουν δίκαιο) ότι τίποτε δεν μπορεί να βελτιωθεί σε αυτόν τον τόπο, και που αποτελούν τη μεγάλη παράταξη των όσων αρνούνται να ψηφίσουν. Και τέλος, είναι και αυτή η μειοψηφία (τώρα με τις ανακατατάξεις γύρω στα 17-18%;), που δεν κάνουν τον κόπο να σκεφτούν, που καθηλώνονται από την όποιας μορφής εξουσία, ιδίως όταν είναι προς τα δεξιά και όχι προς τα αριστερά και που όμως αποφασίζουν για τις τύχες των υπολοίπων.
Τρίτον. Η αδυναμία επιστροφής των γερμανικών χρεών, επί 83 χρόνια, παρότι ο ελληνικός λαός μαρτυρούσε, μέσα σε αυτά, και εξακολουθεί να μαρτυρεί από ελλείψεις κάθε μορφής, και παρά τις χρόνιες και επίμονες προσπάθειες του Γλέζου, οφείλεται εξ ολοκλήρου στον υποτιμητικό τρόπο απαίτησης, με τον οποίο ψελλίζοντας τα ζητά το ελληνικό κράτος. Εξαιτίας, της αβυσσαλέας υποτέλειάς του.
Τέταρτον. Την ίδια ημέρα με την παραπάνω συγκέντρωση διαμαρτυρίας, πραγματοποιήθηκε και η παρουσίαση του μνημειώδους βιβλίου του Γιώργου Χαρβαλιά, «ΓΙΑΒΟΛ», στην Κρήτη, ως τέταρτη και επαυξημένη έκδοσή του. Είχε τη μεγάλη επιτυχία, που του αξίζει. Η απήχηση αυτού του βιβλίου στο ελληνικό κοινό, αλλά και παράλληλα η επιτυχία του δικού μου βιβλίου σε τρίτη έκδοση με τον τίτλο «ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΜΑΤΩΝΕΙ», λέει πολλά, και εξηγεί το πώς και το γιατί δεν γέμισε περισσότερο ο χώρος χθες μπροστά στη γερμανική πρεσβεία. Και βέβαια, δηλαδή, υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον για την επιστροφή των γερμανικών χρεών, αλλά δεν υπάρχει αρκετή ελπίδα, ότι με συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και άλλα παρόμοια, αυτό θα επιτευχθεί, όσο το κράτος είναι ο μεγάλος απών.
Με τις παραπάνω σκέψεις, επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη αεροπορικώς (γιατί δεν είμαι αρκετά ηρωική για να μπω σε τρένο) κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο φίλος Λεωνίδας Χρυσανθόπουλος είχε δίκαιο να επιμένει γι αυτή τη συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Καθώς, έτσι, παραμένει επίκαιρο το θέμα των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων, αναμένοντας μια ελληνική κυβέρνηση, που θα εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα πριν από τα ξένα.